Πέμπτη, Φεβρουαρίου 16, 2006

(ελεύθερη) έκφραση και (δυτική) λογοκρισία

«For truth certainly would do well enough, if she were once left to shift for herself... But if truth makes not her way into the understanding by her own light,
she will be but the weaker for any borrowed force violence can add to her»

John Locke

Οι αντιδράσεις μέρους του αραβικού κόσμου που ακολούθησαν τη δημοσίευση των δανικών σκίτσων που απεικόνιζαν τον Μωάμεθ είναι κατανοητές.

Η ημιμάθεια και η στενομυαλιά του πνευματικού ταλιμπανισμού δεν εκπλήσσει κανέναν.

Το ίδιο και η στάση της κυβέρνησης Μπους (Bush).

Πέρα από την αντιπαλότητα των νέο-συντηρητικών με το πολιτικό ισλάμ, η ευαγγελική Αμερική κατανοεί (και σέβεται) τον τρόπο σκέψης του δογματικού Ισλάμ, καθώς συμφωνεί μαζί του στην απόρριψη του κοσμικού κράτους.

«Σε στηρίζουμε, προσευχόμαστε για σένα, μπορούμε να μάθουμε πολλά από σένα», δήλωσε χαρακτηριστικά ο αντιπρόεδρος της «εθνικής ένωσης ευαγγελικών» προς τον βασιλιά της Ιορδανίας Αμπντάλα (Abdullah), την ίδια στιγμή που διευθυντής ιορδανικής εφημερίδας φυλακίζεται γιατί δημοσίευσε άρθρο καλώντας τους μουσουλμάνους να εκλογικεύσουν τις αντιδράσεις τους απέναντι στα επίμαχα σκίτσα.

Αυτό που είναι όμως πραγματικά απογοητευτικό και προκαλεί θλίψη και κατάπληξη είναι η στάση μεγάλου μέρους του πολιτικού προσωπικού και της διανόησης στη δυτική Ευρώπη, όπου πολιτικοί όπως ο Σιράκ (Chirac) και ο Στρο (Straw) χαρακτήρισαν τα σκίτσα ως «πρόκληση» και ζήτησαν περισσότερη «υπευθυνότητα».

Στάση που δεν εξηγείται επαρκώς από την ανάγκη διατήρησης των ισορροπιών με τις πολυπληθείς κοινότητες των μουσουλμάνων μεταναστών στις χώρες τους, ούτε με την ακολουθούμενη εξωτερική τους πολιτική.

Πρέπει να επισημανθεί ότι, η προάσπιση του δικαιώματος στην έκφραση, χωρίς περιορισμούς, «υπευθυνότητες» και υποσημειώσεις, δεν αποτελεί μία περιττή πολυτέλεια της φιλελεύθερης δύσης, αλλά αντίθετα την καταστατική αρχή των φιλελεύθερων ευρωπαϊκών κοινωνιών, το «raison d' ?tre», τον λόγο ύπαρξης της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Τούτο διότι, από την εποχή της Αντιγόνης και του Κρέοντα είναι αντιληπτό ότι η αλήθεια είναι μερική, οι αξίες συχνά αντικρουόμενες και οι επιλογές δύσκολες και επώδυνες.

Η ανοχή στις προσπάθειες λογοκρισίας αποτελεί στρέβλωση του νοήματος του διαφωτισμού και προσβολή της ατομικότητας των δημιουργών.

Δανειζόμαστε τα λόγια του Μίλαν Κούντερα (Milan Kundera) -ενός σπουδαία συγγραφέα, που γνώρισε τη λειτουργία της λογοκρισίας από πρώτο χέρι- από το βιβλίο του «ο πέπλος- δοκίμιο σε εφτά μέρη»: «Ήμουν δεκαεννιά χρονών όταν ένας νέος πανεπιστημιακός έδωσε μια ανοιχτή διάλεξη στην πόλη όπου γεννήθηκα? ήταν οι πρώτοι μήνες της κομμουνιστικής επανάστασης και ο πανεπιστημιακός, υπακούοντας στο πνεύμα της εποχής, μίλησε για την κοινωνική ευθύνη της τέχνης. Έπειτα από τη διάλεξη ακολούθησε συζήτηση? μου έχει μείνει στη μνήμη ο ποιητής Γιόζεφ Καϊνάρ, ο οποίος σαν απάντηση στην ομιλία του επιστήμονα, διηγήθηκε μια αστεία ιστορία: ένα αγοράκι έχει βγάλει περίπατο την τυφλή γιαγιά του. Περπατούν σ' ένα δρόμο κα κάθε τόσο το αγοράκι λέει: "πρόσεχε, γιαγιά! Μια ρίζα!". Η γερόντισσα, νομίζοντας πως βρίσκεται σε μονοπάτι στο δάσος, αναπηδά. Οι περαστικοί μαλώνουν το αγοράκι: "πώς φέρεσαι έτσι στη γιαγιά σου!". Και το αγοράκι: "δική μου γιαγιά είναι! Όπως θέλω της φέρομαι!". Και ο Καϊνάρ καταλήγει: "να 'μαι, εγώ και η ποίησή μου". Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την επίδειξη του δικαιώματος του δημιουργού, που έγινε κάτω από το καχύποπτο βλέμμα της νεαρής επανάστασης».

Μεταμοντέρνες ευαισθησίες

Το τέλος των «μεγάλων αφηγήσεων» και «ο θάνατος του Θεού» οδήγησαν (και οδηγήθηκαν) σε μεταβολές που στις κοινωνικές επιστήμες, στην πολιτική φιλοσοφία, στη θεωρία της τέχνης και της λογοτεχνίας, εκφράστηκαν με την «αποδόμηση» (deconstruction) του κείμενου (text) και τον περίφημο «θάνατο του συγγραφέα» (death of the author), όπου το «κείμενο» φεύγοντας από την πένα του συγγραφέα ή το πινέλο του ζωγράφου, δεν ανήκει στον δημιουργό του αλλά στον αναγνώστη, τον θεατή, τον ακροατή.

Έτσι σήμερα, σε μία στρέβλωση του νοήματος του διαφωτισμού, η αλήθεια δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως μερική (πλην όμως υπαρκτή και προσεγγίσιμη), αλλά ως ανύπαρκτη (ή αντίστροφα, παντού υπαρκτή- «τίποτε δεν υπάρχει έξω από το κείμενο»).

Αυτός ο υποκειμενισμός και μηδενιστικός σκεπτικισμός στην ακραία μορφή τους καταλήγουν σε έναν ηθικό ρελατιβισμό, κάτι που στο πολιτικό πεδίο οδηγεί συχνά στην ανοχή και τη νομιμοποίηση των πλέον ολοκληρωτικών και ανορθολογικών απόψεων.

Ωστόσο, ο δημιουργός είναι ο μοναδικός υπεύθυνος για το έργο του.

Μπορεί να επιτύχει ή να αποτύχει να το επικοινωνήσει όπως επιθυμεί.

Οι απόψεις του μπορεί να δικαιωθούν ή να διαψευστούν, να γίνουν περισσότερο ή λιγότερο κατανοητές, να προσβάλουν, να ευχαριστήσουν ή να περάσουν απαρατήρητες.

Δικό του θέμα.

Και πάλι ο Τσέχος συγγραφέας μας επαναφέρει στο πνεύμα του διαφωτισμού: «γιατί αυτό που έφτιαξε ο δημιουργός δεν ανήκει ούτε στον πατέρα του ούτε στη μητέρα του, ούτε στο έθνος του ούτε στην ανθρωπότητα, ανήκει μόνο στον ίδιο, μπορεί να το δημοσιεύσει αν και όποτε θέλει, μπορεί να το αλλάξει, να το διορθώσει, να το μεγαλώσει, να το μικρύνει, να το πετάξει μέσα στη λεκάνη και να τραβήξει το καζανάκι, χωρίς την παραμικρή υποχρέωση να δώσει εξηγήσεις σε οποιονδήποτε».

Γέλα και λίγο...

Όλοι απολαύσαμε ως αναγνώστες την «φάρμα των ζώων» του Όργουελ (Orwell) και το γουρούνι-Στάλιν (Stalin) -όλοι εκτός από τους αμετανόητους σταλινιστές- ήταν μάλιστα τέτοια η έλλειψη χιούμορ των κομμουνιστικών καθεστώτων, που το βιβλίο κυκλοφορούσε σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης σε παράνομες φωτοτυπίες.

Ο Βρετανός συγγραφέας κατανοούσε πλήρως την ανατρεπτική δύναμη της ειρωνείας και θεωρούσε τις εκφράσεις της σάτιρας «μικρές επαναστάσεις».

Πρόσφατα μάλιστα, κυκλοφόρησε το βιβλίο του Μπρους 'Ανταμς (Bruce Adams) «μικροσκοπικές επαναστάσεις στη Ρωσία-η ιστορία της σοβιετικής και ρωσικής ιστορίας του 20ού αιώνα σε ανέκδοτα», μία απολαυστική συλλογή ανεκδότων για την πολιτική κατάσταση της Σοβιετικής Ένωσης και της Ρωσίας στον περασμένο αιώνα.

Φυσικά, το χιούμορ δεν είναι εξ ορισμού εύστοχο, πνευματώδες και πετυχημένο.

Συχνά είναι κακόγουστο, ενίοτε δε και άδικο, φτηνό, ρατσιστικό και σεξιστικό (όπως άλλωστε κακόγουστα, ανέπνευστα και κακοσχεδιασμένα είναι τα συγκεκριμένα σκίτσα).

Ποτέ όμως δεν είναι δογματικό, συντηρητικό και αρτηριοσκληρωτικό.

Και σε αυτό το σημείο εντοπίζεται η σημασία του.

Ο Κωστής Παπαγιώργης στο εξαιρετικό δοκίμιο του «τα γελαστά ζώα» (Καστανιώτης, 2004), αναφερόμενος στην αριστοφανική κωμωδία, αναγνωρίζει την ανατρεπτική φύση και την πολιτική σημασία της σάτιρας, επισημαίνοντας ότι «αυτό το κλίμα της δωρεάν ανομίας -απόρροια της σταδιακής υποχώρησης της κατεστημένης πολιτείας απέναντι στο λαϊκό φρόνημα- διεκδικεί αυθαίρετα τις ελευθερίες που ο πολίτης στερείται στον τρέχοντα βίο» (σελ. 87-88).

Ο Παπαγιώργης μας θυμίζει τον Γερμανό φιλόσοφο 'Αρτουρ Σοπενχάουερ (Arthur Schopenhauer): «ο σοβαρός άνθρωπος είναι πεπεισμένος ότι σκέπτεται τα πράγματα όπως όντως είναι, και ότι είναι όπως ακριβώς τα σκέπτεται. Ιδού γιατί η διολίσθηση από τη σοβαρότητα στο γέλιο είναι τόσο εύκολη και επέρχεται με το τίποτα? καθότι όσο αυτή η συμφωνία, αναγνωρισμένη όταν είμαστε σοβαροί, θα φαίνεται πλήρης, τόσο πιο εύκολα θα υπονομευθεί από την παραμικρή απόκλιση που εμφανίζεται απροσδόκητα».

Και τελικά η σάτιρα λειτουργεί και αντίστροφα -ως ένα τεστ, με βάση το οποίο ξεχωρίζουν οι δογματικοί και οι αυταρχικοί από τους μετριοπαθείς και τους ανοιχτόμυαλους. Χωρίς να διαθέτουμε στατιστικά στοιχεία, έχουμε την εντύπωση ότι οι «αγέλαστοι» βρίσκονται συχνότερα στις τάξεις των φανατικών. Εκεί που χάνεται το γέλιο, φυτρώνει ο δογματισμός.

Σε αναζήτηση των δυτικών αξιών

Τέλος, φοβούμαστε ότι τα σημαντικότερα εμπόδια στην πορεία της ευρωπαϊκής ηπείρου τα επόμενα χρόνια δεν βρίσκονται στη γήρανση των ευρωπαϊκών κοινωνιών, τα δομικά προβλήματα των περισσότερων οικονομιών της, ή τη μετανάστευση και τη μετάβαση στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες, αλλά σε κάτι βαθύτερο: στην απώλεια του πνευματικού σφρίγους της και της αίσθησης μίας ιστορικής κατεύθυνσης.

Η Ευρώπη σήμερα φαίνεται να έχει ξεχάσει στις σελίδες των ιστορικών βιβλίων τους αρχαίους τραγωδούς αλλά και τον Αριστοφάνη, τον Τζον Στιούαρτ Μιλ (John Stuart Mill), τον Βολτέρο (Voltaire), ακόμη και τον Καρλ Μαρξ (Karl Marx).

Η καταναγκαστική λογοκρισία των ολοκληρωτικών καθεστώτων στην Ευρώπη του περασμένου αιώνα ήταν, δυστυχώς, προϊόν της φιλοσοφικής κληρονομιάς της -του ορθολογισμού και του ιστορικισμού, στην ακραία μορφή τους.

Η σημερινή μεταμοντέρνα εθελοντική (αυτο) λογοκρισία των δυτικών κοινωνιών είναι μάλλον αποτέλεσμα συνολικής άρνησης αυτής της κληρονομιάς.

Η επαναβεβαίωση των συστατικών αξιών της καθίσταται έτσι άμεση προτεραιότητα για την επιβίωση της Ευρώπης, ότι και αν σημαίνει πια η λέξη αυτή.

Χρήσιμος ο «Οριενταλισμός» του Έντουαρντ Σαΐντ (Edward Said) για τους μετα-στρουκτουραλιστές, εξίσου χρήσιμες όμως και οι «τρεις επιστολές για την ανεκτικότητα» του Τζον Λοκ (John Locke) για όλους όσους θέλουμε να ζήσουμε σε ανοικτές, πλουραλιστικές κοινωνίες.

* Δημοσιεύτηκε στην «Προοδευτική Πολιτική» (www.ppol.gr).

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 06, 2006

Ο Θάνατος του Βολτέρου 228 χρόνια μετά


"The only thing necessary for the triumph of evil is for good men to do nothing"
Edmund Burke






Πέμπτη, Φεβρουαρίου 02, 2006

Ο ιδιότυπος ελληνικός ζντανοφισμός

«Κύριε πρόεδρε, τελικά ο Μαρξ υπήρξε πολύ σημαντικός πολιτικός φιλόσοφος»
Βύρων Πολύδωρας (Βουλή, 21.11.02)

Την περίοδο των περσινών χειμερινών διακοπών μου βρέθηκα στη μαγευτική Πράγα και, μεταξύ άλλων, επισκέφτηκα το μουσείο Κομμουνισμού προκειμένου να ικανοποιήσω το ενδιαφέρον μου για την πολιτική ιστορία.

Μάλλον φτωχά τα εκθέματα. Αρκετά, ωστόσο, ώστε να νιώσεις ένα σφίξιμο στο στήθος και να χαλάσει η διάθεσή σου. Ελάχιστοι και οι επισκέπτες. Οι Τσέχοι, λαός φιλοσοφημένος, έχουν επιλέξει τον δρόμο της λήθης, που για τον γάλλο φιλόσοφο Πωλ Ρικέρ αποτελεί αρετή, απηχώντας τον Νίτσε, ο οποίος έκανε λόγο για την μνήμη ως πηγή δυστυχίας. Άλλωστε, είναι ακόμη πολύ πρόσφατα τα βιώματά τους.

Αφήνοντας πίσω σου το μουσείο και τα παγερά βλέμματα των τσέχων φίλων σου, συνειδητοποιείς ότι δεν χρειάζεται να εντρυφήσεις στο συγκλονιστικό έργο των Στεφάν Κουρτουά, Νικολά Βερτ και Ζαν-Λουί Πανέ, (επιμ.), Η Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού (Εστία, 2001), ή στο ανατριχιαστικό βιβλίο του Donald Rayfield, Stalin and His Hangmen (Penguin Books, 2004), για να έρθεις αντιμέτωπος με τα συγκλονιστικά ντοκουμέντα της κομμουνιστικής απανθρωπιάς.

Δεν είναι, επίσης, ανάγκη να διαβάσεις την Φάρμα των Ζώων του Όργουελ ή το Μηδέν και το Άπειρο του Άρθουρ Καίστλερ, για να αντιληφθείς την δομική βαναυσότητα, το αναλώσιμο της ανθρώπινης ζωής, και την εγγενή ροπή προς τη βία του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού.

Υπό αυτό το πρίσμα το πρόσφατο μνημόνιο του Συμβουλίου της Ευρώπης με τίτλο «Ανάγκη για διεθνή καταδίκη των εγκλημάτων ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων», πρέπει να ειδωθεί περισσότερο ως συμβολική αναγνώριση και δικαίωση των χιλιάδων θυμάτων της κομμουνιστικής θηριωδίας στην Ευρώπη, παρά ως ένα σύγχρονο κυνήγι μαγισσών ή μία προσπάθεια πολιτικού ρεβανσισμού. Πρώτα αποδίδεις την οφειλόμενη δικαιοσύνη και μετά γυρνάς σελίδα και προχωράς.

Οι αντιδράσεις των απολογητών του σοβιετικού ολοκληρωτισμού δεν είναι τίποτε άλλο παρά υποκριτική απόσειση ευθυνών. Ιδιαίτερα επίμονη είναι η προσπάθεια της αποφυγής της σύγκρισης των εγκλημάτων του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού με εκείνα της ναζιστικής θηριωδίας.

Αν σας ενδιαφέρει, σύντροφοι, η κατάταξη στη λίστα της παγκόσμιας πολιτικής κτηνωδίας, τότε μπορείτε να ησυχάσετε- ο Πολ Ποτ και οι Ερυθροί Χμερ υπήρξαν χειρότεροι καθώς, μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια εξολόθρευσαν το 25% του πληθυσμού της Καμπότζης. Αν πάλι μοναδικό ζητούμενο είναι ο δρόμος για την κόλαση να είναι στρωμένος με καλές προθέσεις, απαλλάσσεστε- αν και ο αφελής μπορεί να είναι εξίσου ανήθικος. Και πάντως, όπως έλεγε ο Βολτέρος, πρέπει να κρίνουμε τις πράξεις και όχι τις προθέσεις.

Στην εισαγωγή του πραγματικά σπουδαίου βιβλίου του, Στάλιν- Η Αυλή του Κόκκινου Τσάρου (Ποταμός, 2005), ο Simon Sebag Montefiore γράφει χαρακτηριστικά (σελ. 18):

«Ανέκαθεν υπήρχε η τάση να αποδίδονται τα βάρη για όλα τα εγκλήματα σ’ έναν μόνο άνδρα- τον Στάλιν. Σήμερα υπάρχει στη Δύση μια εμμονή με τη μόδα της αχρειότητας: μια μακάβρια, αλλά βλακώδης σύγκριση μεταξύ του Στάλιν και του Χίτλερ για το ποιος ήταν ?ο πιο σατανικός δικτάτορας του κόσμου? βάσει των θυμάτων τους. Αυτό λέγεται δημαγωγία όχι ιστορία. Το μόνο που επιτυγχάνεται είναι να κατηγορηθεί ένας τρελός και δεν προσφέρει κανένα μάθημα ούτε για τον κίνδυνο που ενέχουν οι ουτοπικές ιδεολογίες και τα κοινωνικά συστήματα, αλλά ούτε και για την ευθύνη που φέρει το άτομο ως μονάδα»

Στη χώρα μας, η ομόφωνη καταδίκη του μνημονίου από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού και δημοσιογραφικού κόσμου (ανάμεσα τους και η «φιλελεύθερη» δημοτική παράταξη της Αθήνας) απέδειξε για ακόμη μία φορά την ιδεολογική ηγεμονία που απολαμβάνει η δογματική Αριστερά, πραγματικά μοναδικό φαινόμενο ανάμεσα στα σύγχρονα δημοκρατικά καθεστώτα.

Τα στελέχη της συντηρητικής παράταξης ποτέ δεν ένιωσαν την ανάγκη να επεξεργαστούν και να αρθρώσουν ένα σύνολο ιδεών που να αντανακλά τους στόχους και τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους, καθώς η άκοπη ανάδειξη στα κέντρα εξουσίας ήταν εξασφαλισμένη.

Ο Στάλιν είχε αντιληφθεί την σημασία των ιδεών στην πολιτική κυριαρχία. Ο ίδιος αντιμετώπιζε τους καλλιτέχνες ως «αρχιτέκτονες ψυχών» και με τη βοήθεια του Ζντάνωφ ασκούσε ολοκληρωτικό έλεγχο στη διαμόρφωση και τη διακίνησή τους. Μάλιστα, ο ίδιος ο Καλός Πατερούλης αναλάμβανε συχνά ακόμη και τις διορθώσεις των σεναρίων των κινηματογραφικών ταινιών! Αν μάλιστα ζούσε σήμερα ο σοβιετικός ηγέτης σίγουρα θα μελετούσε με μεγάλο ενδιαφέρον την ελληνική περίπτωση.

Και αν για το ΚΚΕ η άρνηση της ιστορικής πραγματικότητας είναι κατανοητή επιλογή με στόχο την περιχαράκωση του πολιτικού του χώρου, η περίπτωση της συντηρητικής παράταξης χρίζει προσεκτικότερης ανάγνωσης.

Δυστυχώς οι ευκαιριακές συμμαχίες με στόχο εκλογικά οφέλη δεν εξηγούν επαρκώς το ζήτημα της ιδεολογικής συμπόρευσης Νέας Δημοκρατίας και ΚΚΕ. Ούτε και οι περισσότερο επιστημονικές ερμηνείες περί της απουσίας εγχώριας αστικής τάξης.

Μία εξήγηση ίσως θα ήταν η ιστορική συγκρότηση της εγχώριας πολιτικής σκηνής, όπου η επαγγελματική και κοινωνική ανέλιξη καθορίζονταν σε μεγάλο βαθμό από το πλέγμα των τζακιών, της οικογενειοκρατίας και των πολιτικών φρονημάτων. Υπό αυτές τις συνθήκες τα στελέχη της συντηρητικής παράταξης ποτέ δεν ένιωσαν την ανάγκη να επεξεργαστούν και να αρθρώσουν ένα σύνολο ιδεών που να αντανακλά τους στόχους και τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους, καθώς η άκοπη ανάδειξη στα κέντρα εξουσίας ήταν εξασφαλισμένη. Η διαιώνιση αυτής της κατάστασης οδήγησε σήμερα στην ανάδειξη μίας γενιάς πολιτικά απαίδευτων και ημιμαθών στελεχών που συχνά εντυπωσιάζονται από εξίσου ημιμαθείς αριστερούς διανοούμενους και τους πανεπιστημιακούς του ενός συγγράμματος (βασικά του διδακτορικού τους).

Έτσι, ακόμη και σήμερα το στελεχιακό δυναμικό της Νέας Δημοκρατίας παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, πολιτικά απαίδευτο, αδύναμο και απρόθυμο να αρθρώσει ένα συνεκτικό πολιτικό αντίλογο στη δογματική Αριστερά, και υπεύθυνο για την καταθλιπτική έλλειψη ιδεολογικής αντιπαράθεσης στη χώρα μας, με προφανείς επιπτώσεις στο πολιτικό σύστημα.

Στον Λένιν αποδίδεται (αν και αμφισβητείται η πατρότητά της) η φράση «χρήσιμοι ηλίθιοι», που περιέγραφε εκείνους τους αστούς των δυτικών δημοκρατιών που εμφανίζονταν ως πρόθυμοι απολογητές του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού. Διαβάζοντας το πραγματικά απολαυστικό πρόσφατο αφιέρωμα του «Ιού» για την επιρροή του μαρξισμού στον πρόεδρο και τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί μήπως ο ρώσος επαναστάτης, πέρα από την αναπόφευκτη οικοδόμηση του σοβιετικού κομμουνιστικού παραδείσου, είχε προβλέψει και την εμφάνιση της ελληνικής Δεξιάς.

* Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Κόκορα (www.e-rooster.gr).