Παρασκευή, Φεβρουαρίου 25, 2005

From the Archives: ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ & ΟΥΤΟΠΙΣΜΟΣ:ΕΝΝΟΙΕΣ ΣΥΜΒΑΤΕΣ Ή ΑΣΥΜΒΑΤΕΣ;

«Αυτό που πάντα έκανε το κράτος μια κόλαση πάνω στη γη, οφείλεται στο ότι ο άνθρωπος προσπάθησε να το κάνει παράδεισο του»
F. Hoelderlin


Ι. ΣΑΛΠΑΡΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΝΗΣΟ ΟΥΤΟΠΙΑ


Τα ανθρώπινα όντα, καθ? όλη τη διάρκεια της ιστορικής διαδρομής τους, βρέθηκαν και βρίσκονται στον πειρασμό να συλλάβουν εναλλακτικούς τρόπους οργάνωσης της συλλογικής ζωής και να οικοδομήσουν διαφορετικές μορφές κοινωνιών, να ασκήσουν, με άλλα λόγια, αυτό που ο Κ. Καστοριάδης αποκαλούσε «φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας». Όπως ορθά παρατήρησε ο Αριστοτέλης, δεν υπάρχει καθεστώς που να ικανοποιεί πλήρως τον άνθρωπο. Ο Oscar Wilde περιέγραψε με τον χαρακτηριστικό του τρόπο αυτή την έμφυτη ροπή των ανθρώπων προς τον ουτοπικό οραματισμό λέγοντας πως, «ένας χάρτης του κόσμου που δεν περιλαμβάνει την Ουτοπία δεν αξίζει ούτε να τον κοιτάξεις, γιατί αφήνει έξω μία χώρα προς την η οποία η ανθρωπότητα πάντοτε κατευθύνεται. Και όταν η Ανθρωπότητα φτάνει εκεί, κοιτάζει μακριά και, βλέποντας μία καλύτερη χώρα, σαλπάρει. Η πρόοδος είναι η πραγματοποίηση των Ουτοπιών».
[1]

Πραγματικά, από την ιδεώδη πλατωνική Πολιτεία, έως τη Χώρα της Ουτοπίας του More και την Πολιτεία του Ήλιου του Campanella,από τη Νέα Ατλαντίδα του Bacon έως τον «ευγενή άγριο» του Rousseau, από τον «νέο χριστιανό» (new christian man) των Αναβαπτιστών έως τον «σοβιετικό άνθρωπο» (homo sovieticus), από τις γραφειοκρατικές φαντασιώσεις του Αύγουστου Κοντ έως τον κολεκτιβοποιημένο αγροτικό «παράδεισο» του Πολ Ποτ, οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν σταμάτησαν στιγμή να ασκούνται στην πολιτική αρχιτεκτονική, ακολουθώντας την παράδοση του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.

Η φιλελεύθερη φιλοσοφική παράδοση, απότοκος του πνεύματος του Διαφωτισμού, κληρονομιά του οποίου υπήρξε, μεταξύ άλλων, η πίστη στην «υπόσχεση του μέλλοντος» (Conan), έχει να παρουσιάσει δείγματα ουτοπικής γραφής. Ενδεικτικά, μπορούν να αναφερθούν το έργο του Adam Smith, η περίφημη σχολή του Manchester, οι αμερικανοί ατομικιστές των αρχών του αιώνα (B. Tucker, κ.ά). Ωστόσο, τα πραγματικά τρομακτικά αποτελέσματα των ουτοπιστικών θεωριών στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής, διαπότισαν την φιλελεύθερη σκέψη με μία ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα απέναντι σε κάθε μορφή πολιτικού οραματισμού. Χρειάστηκε το σημαντικό έργο του μεγάλου νομπελίστα διανοητή Friedrich Hayek για να «αποενοχοποιηθεί» σε σημαντικό βαθμό η ουτοπιστική σκέψη και να δοθεί ώθηση στην ανάπτυξη φιλελεύθερων ουτοπιών. Μάλιστα, ο προοδευτικός χαρακτήρας της σκέψης του Hayek ξένισε αρκετούς εκπροσώπους του συντηρητικού ρεύματος, όπως τον γάλλο Raymond Aron, ο οποίος θεωρούσε τις απόψεις του ακραίες.


Η δυσπιστία των φιλελεύθερων προς τις διάφορες ουτοπιστικές θεωρίες δεν πρέπει να συγχέεται με την παθητική και απολογητική στάση ενός μεγάλου μέρους της συντηρητικής διανόησης, που ακολουθώντας τη γνωστή ρήση του Leibnitz περί του «καλύτερου δυνατού κόσμου», λειτούργησε νομιμοποιητικά για τα διάφορα καθεστώτα..[2] Είναι, άλλωστε, γνωστή η εχθρότητα που έτρεφαν πολλοί από τους εκπροσώπους της συντηρητικής σκέψης διαχρονικά για τον φιλελευθερισμό, θεωρώντας πως το αξιακό πλαίσιο του φιλελευθερισμού δείχνει ελάχιστο σεβασμό για τη παράδοση και τις δοσμένες κοινωνικές σχέσεις, διαρρηγνύοντας τους κοινωνικούς δεσμούς και προκαλώντας κοινωνική αναταραχή, αταξία, και γενικευμένη ανασφάλεια για το μέλλον. Διόλου τυχαία, τον 19ο αιώνα, ο Fr. J Stahl, αποκαλούσε από κοινού τους σοσιαλιστές και τους φιλελεύθερους «δυνάμεις ανατροπής και επανάστασης».[3] Στο ίδιο πνεύμα, ο βρετανός συγγραφέας T.S. Elliot έλεγε πως ο φιλελευθερισμός περισσότερο απομακρύνεται από κάπου, παρά πηγαίνει κάπου αλλού.

Η δυσπιστία, συχνά δε και εχθρότητα, της φιλελεύθερης σκέψης προς τον ουτοπισμό οφείλεται στη πίστη της στην πλουραλιστική οργάνωση της κοινωνίας και στο πνεύμα της ανεκτικότητας και το σεβασμό της διαφορετικότητας, αξίες θεμελιώδεις στο φιλοσοφικό σύστημα του φιλελευθερισμού, που όμως τύγχαναν της αδιαφορίας ακόμη και της ανοικτής εχθρότητας των οπαδών των ουτοπιστικών σχεδίων. Ο ουτοπισμός «αποκαθίσταται» στη φιλελεύθερη σκέψη, σε μεγάλο βαθμό, αρχικά από τον Hayek και αργότερα από τους «φιλελευθεριστές» (libertarians), όπως τον Nozick και τον Rothbard, στους οποίους γίνεται αναφορά παρακάτω.


Από πού, όμως, πηγάζει η έντονη κριτική στάση της φιλελεύθερης σκέψης απέναντι στον ουτοπισμό; Ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που μετέτρεψαν τους διανοητικούς παραδείσους των ουτοπιστών σε επίγειες κολάσεις, υποσχόμενοι τη Γη της Επαγγελίας και προσφέροντας τρομακτικές δυστοπίες, εκατόμβες θυμάτων, γκιλοτίνες, γκουλάγκ, στρατόπεδα συγκέντρωσης και ψυχιατρεία; Ποια είναι τα διανοητικά σφάλματα που διέπραξαν και που ευθύνονται, ηθικά και πολιτικά, σε μεγάλο βαθμό, για τη βία, την καταπίεση και το ψεύδος, που συνόδευσαν την εφαρμογή τους, για την τρομακτική διάψευση των προσδοκιών που καλλιέργησαν, που κατέστησαν την Ιστορία «αυτοβιογραφία ενός τρελού» (Herzen);


ΙΙ. Η ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ Ο «ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΜΒΑ»

Κοινή συνισταμένη των ουτοπιστικών θεωριών του εικοστού αιώνα υπήρξε ο λεγόμενος «επιστημονισμός», δηλαδή η απλοϊκή δοξασία πως οι μέθοδοι των φυσικών επιστημών μπορούν να παράγουν εξίσου εντυπωσιακά αποτελέσματα και στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, προδιαγράφοντας κατ? αυτόν τον τρόπο τις κοινωνικές συμπεριφορές. Πρόκειται για την επίδραση του θετικιστικού/δομολειτουργικού μοντέλου. Ο Hayek αναφέρεται αρνητικά στον επιστημονισμό[4], αφού συντέλεσε στο να δοθεί επιστημονική επίφαση- άρα και εγκυρότητα- στις διάφορες πολιτικές θεωρίες που αναπτύχθηκαν με βάση τον ουτοπισμό, και να προσλάβει η κοινωνική μηχανική έναν έντονα ουτοπικό χαρακτήρα.


Ο επιστημονισμός συντέλεσε στην ενίσχυση του πνεύματος του «βολονταρισμού»[5], δηλαδή στην ενίσχυση της, εγγενούς σε κάθε ουτοπιστική θεωρία, πεποίθησης ότι τα πάντα είναι εφικτά στο βαθμό που υπάρχει η ανάλογη βούληση. Πραγματικά, η πίστη στην δυνατότητα τελειοποίησης του ανθρώπου (perfectibility of man) αποτελεί θεμελιώδες γνώρισμα της ουτοπικής σκέψης. Αρκεί να φέρει κανείς στο νου του τον «σοβιετικό άνθρωπο» (homo sovieticus), τον «νέο χριστιανό» (new christian man) των Αναβαπτιστών, σε μικρότερο βαθμό των «επαναστατημένο άνθρωπο» (revolutionary man) της Γαλλικής Επανάστασης. Η αντίληψη αυτή συνιστά πραγματική αλαζονεία, μία «αλαζονεία της γνώσης»[6], που συναντάται σε πλήρη ανάπτυξη στο έργο του Πλάτωνα. Ο πλατωνικός ιδεαλισμός αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα βολονταριστικής ουτοπικής μηχανικής, στο μέτρο που υποθέτει πως το «ιδεώδες» για μία κοινωνία μπορεί να προσδιοριστεί ορθολογικά, όπως και οι απαιτούμενες μέθοδοι. Ο βολονταρισμός αυτός υπήρξε σε αρκετές περιπτώσεις αχαλίνωτος, μη γνωρίζοντας όρια, με μία σχεδόν προμηθεϊκή πίστη που φτάνει στα όρια της Ύβρεως. Ο βολονταρισμός αυτός, στις περιπτώσεις που συνδυάστηκε με τα μέσα και τις δυνατότητες που διέθετε η κρατική μηχανή, οδήγησε σε αρκετές περιπτώσεις στο φαινόμενο που ο Δ. Δημητράκος χαρακτηρίζει ως «εξουσιαστική ακράτεια».[7]


Ο συνδυασμός του ουτοπισμού με τον επιστημονισμό επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την διαμόρφωση του εξουσιαστικού σοσιαλισμού. Έτσι, οι γάλλοι σοσιαλιστές Fourier και Saint-Simon «κατασκεύασαν» φανταστικές σοσιαλιστικές πολιτείες παρουσιάζοντας λεπτομερειακά σχέδια δράσης (blue prints). Η οργάνωση θεωρήθηκε το μέσο που θα επέτρεπε την εφαρμογή του σοσιαλισμού στην πράξη, με τρόπο απρόσωπο και επιστημονικό. Ο Fichte κατανοεί από τους πρώτους την αξία της οργάνωσης και του κεντρικού προγραμματισμού στην επίτευξη των ουτοπιστικών σχεδίων. Οι μέθοδοι που ακολουθούσε η εφαρμογή τους αντιμετωπίστηκαν ως απλή «τεχνική». Ο Saint-Simon, όπως χαρακτηριστικά έλεγε, επιθυμούσε «?να αντικαταστήσει την κυβέρνηση των ατόμων με την διοίκηση των πραγμάτων»[8].

Στο ίδιο πνεύμα βρίσκονταν και οι γραφειοκρατικές φαντασιώσεις του Compte, ενώ, ως γνωστό, ο Marx αποκαλούσε τη θεωρία του «επιστημονικό» σοσιαλισμό και απέρριπτε τις άλλες σοσιαλιστικές θεωρίες ως ουτοπικές. Θαυμαστής του Marx υπήρξε ο θεωρητικός του εθνικοσοσιαλισμού, Werner Sombart, ο οποίος «έβλεπε» στην εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση τον εφαρμοσμένο σοσιαλισμό.[9] Στην κατεύθυνση αυτή, αναπτύχθηκαν τα Μεγάλα Σχέδια (Grand Designs) της Ιστορίας, ολοκληρωτικά σχέδια κοινωνικής μηχανικής (την οποία ο Popper αποκαλεί ουτοπική), που στοχεύουν στη λεπτομερειακή ρύθμιση κάθε πτυχής της κοινωνικής δραστηριότητας, με απώτερο στόχο τη ριζική μεταβολή της κοινωνικής πραγματικότητας.


Ο οργανικισμός, η αντιμετώπιση δηλαδή μίας δοσμένης κοινωνίας ως ενιαίο σύνολο, ως «όλον», στενά συνδεδεμένος με τον δομολειτουργισμό, αποτελεί ίσως το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ολοκληρωτικών ουτοπιών. Σε αυτό το πλαίσιο το άτομο αντιμετωπίζεται ως ένα όργανο, ένα γρανάζι σε μηχανή. Μεταβάλλεται από υποκείμενο-φορέα της ιστορικής εξέλιξης σε αντικείμενο της Ιστορίας. Μία ολιστική κοινωνία είναι ιεραρχική, με υψηλό βαθμό πατερναλισμού και οργάνωσης, όπου το κάθε τι έχει την ακριβώς προσδιορισμένη θέση του, και αντιλαμβάνεται τις μοναδικές συμπεριφορές των μελών της ως παρέκκλιση, ως «θόρυβο» του συστήματος που πρέπει να εξαλειφθεί. Μία ολιστική κοινωνία υποκαθιστά τα άτομα και η βία που ασκεί είναι δομική. Οι αποκλίνουσες συμπεριφορές των ατόμων αντιμετωπίζονται ως χαλασμένα γρανάζια που πρέπει να επιδιορθωθούν ή να αντικατασταθούν, δηλαδή να «αναμορφωθούν» ή να εξοντωθούν. Πρόκειται πραγματικά για μία προκρούστεια λογική. Ο Saint-Simon, το έργο του οποίου άσκησε σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση του εξουσιαστικού σοσιαλισμού, δήλωνε κατηγορηματικά πως όσοι δεν πειθαρχούν θα αντιμετωπίζονται ως κτήνη, λόγια που δεν απέχουν πολύ από τη γνωστή ρήση του Lenin πως «δεν φτιάχνεις ομελέτα εάν δεν σπάσεις αυγά.». Ανάλογα, οι αντιφρονούντες στη πρώην ΕΣΣΔ αντιμετωπίζονταν ως ψυχοπαθείς, που έπασχαν από «μανία αμφισβήτησης», αποτέλεσμα ο αριθμός των εγκλείστων να υπερβαίνει τα τεσσερισήμισι εκατομμύρια.


Φυσικά, το όλον αποτελεί μία νοητική κατασκευή, μία αφαίρεση, που δεν μπορεί να αποκρύψει τον μεταφυσικό του χαρακτήρα και το γεγονός πως ουσιαστικά παραμένει μία αφηρημένη έννοια. Έννοιες όπως η ρουσσωϊκή «γενική θέληση», η εθνικοσοσιαλιστική «κοινότητα λαού» (volksgemeinschaft), η ριζοσπαστική ισλαμική «κοινότητα των πιστών» (umma), το «εθνικό συμφέρον», δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά καταστροφικές γενικεύσεις με έντονα εργαλειακό χαρακτήρα, η χρησιμότητα των οποίων συχνά εξαντλείται στη νομιμοποίηση αυταρχικών αντιλήψεων και καθεστώτων, και στη συγκρότηση ολοκληρωτικών κοσμοθεωριών.

Οι έννοιες αυτές συντελούν στην ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας, η οποία διευκολύνει την ανάπτυξη της «διπλής γλώσσας» (Δημητράκος), καθώς οι λέξεις αποκτούν τη δική τους ζωή και αποκόπτονται από τα γεγονότα. Ο βρετανός φιλόσοφος Bertrand Russell, αντιλαμβανόμενος τις τυραννικές όψεις των αφηρημένων εννοιών, υποστηρίζει πως ο εμπειρισμός, το φιλοσοφικό ρεύμα που αντλεί τη γνώση από την εμπειρία και τη παρατήρηση, αποτελεί τη μόνη συμβατή προς τη δημοκρατία φιλοσοφία.


Ένα ακόμη ιδιαίτερο γνώρισμα που διακρίνει τις ουτοπιστικές θεωρίες είναι ο μεσσιανικός τους χαρακτήρας.. Ο Hayek έχει πολύ εύστοχα επισημάνει πως οι ουτοπιστές μοιράζονται έναν κοινό τύπο μυαλού, βρίσκονται σε παρόμοια πνευματική διάθεση (mentalite). Πραγματικά, από τον Πλάτωνα έως τον Μαρξ, η ουτοπιστική σκέψη ευαγγελίζεται μία αποκαλυπτική επανάσταση, έναν σωτηριολογικό ριζοσπαστισμό. Οι οπαδοί τους διακατέχονται από έναν ιεραποστολικό ζήλο, ένα πνεύμα φιλανθρωπίας που ο δογματισμός του τον καταντά επιζήμιο για τους αποδέκτες του, αλλά και για τους ίδιους. Ο Burke, πετυχημένα, χαρακτήρισε τη στάση αυτή ως «ανθρωποκτόνο φιλανθρωπία» (homicidal philanthropy), και η Rand στο έργο της στάθηκε σφοδρή πολέμιος αυτού του πνεύματος «αλτρουϊσμού». Άλλωστε, είναι γνωστό πως ο δρόμος για τη κόλαση είναι στρωμένος από καλές προθέσεις. Ο ρώσος συγγραφέας Alexander Herzen, έχοντας αντιληφθεί τον επιζήμιο χαρακτήρα αυτής της μορφής φιλανθρωπίας, γράφει σχετικά: «Εάν μόνο οι άνθρωποι ήθελαν, αντί να σώσουν τον κόσμο, να σώσουν τον εαυτό τους ? αντί να απελευθερώσουν την ανθρωπότητα, να απελευθερώσουν τους εαυτούς, θα έκαναν τόσα πολλά για τη σωτηρία του κόσμου και τη σωτηρία του ανθρώπου».[10]


Τέλος, ιδιαίτερα σημαντικό χαρακτηριστικό των ουτοπιστικών θεωριών αποτελεί η επιδίωξη της τέλειας εικόνας, της απόλυτης συμμετρίας, της «κοσμικής αρμονίας». Ο Popper αποδίδει αυτό το χαρακτηριστικό με τον όρο «αισθητισμό».[11] Η επίτευξή της τέλειας εικόνας οδήγησε στις εκκαθαρίσεις από την ασχήμια, στον «καθαρισμό του καμβά», που συναντούμε στον πλατωνικό Σωκράτη. Για παράδειγμα, η εθνικοσοσιαλιστική ουτοπία εμπεριείχε σε μεγάλο βαθμό στοιχεία αισθητισμού, που εκγράστηκαν με την ευγονική, τη προσπάθεια δημιουργίας τέλειων όντων, κ.λπ.


Στη διαμόρφωση της ουτοπιστικής σκέψης, βέβαια, οι ευθύνες των διανοουμένων, των «ανθρώπων των γραμμάτων» («men of letters», κατά τον Burke), υπήρξαν καθοριστικές, καθώς είναι εκείνοι που συμβάλουν στη διαμόρφωση του Μύθου, «ζωγραφίζουν τον καμβά» και ιδεολογικοποιούν την πραγματικότητα. Ο Alexis de Toqueville, ίσως η σπουδαιότερη μορφή της φιλελεύθερης- συντηρητικής σκέψης του 19ου αιώνα, περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο τον προβληματικό ρόλο των διανοουμένων, λέγοντας πως, «?ότι είναι προσόν για τον συγγραφέα μπορεί εξίσου να είναι ελάττωμα για τον κυβερνήτη, και οι ίδιες δεξιότητες που κάνουν σπουδαία λογοτεχνία μπορούν να οδηγήσουν σε καταστροφικές επαναστάσεις».
[12] Ο Ludwig von Mises, αρκετά χρόνια αργότερα, θα καταφερθεί ανοικτά κατά των διανοουμένων, τα ουτοπιστικά οράματα των οποίων οδήγησαν σε ιστορικές τραγωδίες..[13]


Είναι αναρίθμητες οι περιπτώσεις που ουτοπιστές συγγραφείς ενέπνευσαν τη δράση επαναστατών που επιχείρησαν να προσδώσουν πρακτικό αντίκρυσμα στο έργο τους. Οι μπολσεβίκοι στην επαναστατική Ρωσία κατασκεύασαν αγάλματα του More και του Campanella. Αρκεί να διαβάσει κάποιος το έργο του Thomas More «Ουτοπία»[14], στο οποίο ο συγγραφέας περιγράφει την ιδανική πολιτεία, για να συναντήσει προφανείς και συνάμα ανατριχιαστικές ομοιότητες με το λενινιστικό πρόγραμμα. Πρόκειται για έναν τόπο όπου τα πάντα είναι αντικείμενο ρύθμισης, μέσα σε μία ατμόσφαιρα καταθλιπτικής ομοιομορφίας. Η ενδυμασία των πολιτών, οι επαγγελματικές τους ασχολίες και ο χρόνος εργασίας τους, οι ομοιόμορφες κατοικίες, η απουσία ατομικής ιδιοκτησίας, είναι μερικά μόνο από τα γνωρίσματα της πολιτείας αυτής. Προφανής και ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε, επίσης, η πνευματική επιρροή του J. J. Rousseau στους γάλλους Ιακωβίνους. Η θεωρία του για τη «γενική θέληση» (Volonte Generale) και οι κοινοτιστικές του ιδέες, όπλισαν το ιδεολογικό οπλοστάσιο ανθρώπων όπως τον Ροβεσπιέρο και τον Babeuf, και διευκόλυναν την επικράτηση ενός μηδενιστικού εξισωτισμού, ενός ισοπεδωτισμού, την αποχαλίνωση της εξουσίας, στο όνομα της λαϊκής κυριαρχίας.

Η Γαλλική Επανάσταση και ο Μεγάλος τρόμος (lα Grande Peure) που την ακολούθησε, αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα της τυραννίας που ασκούν οι αφηρημένες έννοιες. Η ρουσσωική γενική θέληση, μία νοητική κατασκευή που προκαλεί περισσότερα προβλήματα από όσα επιλύει, αναγορεύεται σε κριτήριο νομιμοποίησης της εξουσίας, υπαγορεύει ηθικές συμπεριφορές, προϋποθέτοντας αυθαίρετα ότι αποτελεί προϊόν συλλογικής αποδοχής. Έτσι, δεν είναι αβάσιμες οι κρίσεις εκείνες που θέλουν τον Rousseau «απολογητή του ολοκληρωτισμού». Οι Γιακωβίνοι με τη σειρά τους, διόλου τυχαία, αποτέλεσαν πρότυπο για τον Λένιν, ο οποίος σε αρκετά κείμενα του κάνει λόγο γι? αυτούς με θαυμασμό.


Πέρα από τον καθοριστικό ρόλο των διανοουμένων, η έλξη που ασκούν οι ουτοπίες εξηγείται, ως ένα σημείο, από το γεγονός πως μεταφέρουν το βάρος της ηθικής ευθύνης από το άτομο σε μία ευρύτερη ομάδα. Το άτομο παύει να είναι υπεύθυνο για τις πράξεις του, ανακουφίζεται από το βαρύ φορτίο της ύπαρξης, που δεν είναι άλλο από τις επιλογές μας. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται άλλωστε, το γεγονός πως η κατάσταση ελευθερίας γεμίζει με άγχος, αβεβαιότητα και ανασφάλεια το άτομο, το οποίο πρέπει να μάθει να ανταπεξέρχεται ηθικά διλήμματα, συχνά πρωτόγνωρα γι? αυτό. Φυσικά, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η μεταφορά των ευθυνών, της ίδιας της ύπαρξης, στα χέρια κάποιου άλλου, απελευθερώνει τα άτομα από εσωτερικούς φραγμούς, δικαιολογώντας συμπεριφορές που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν αδιανόητες. Ο Isaiah Berlin γράφει σχετικά, αναφερόμενος στον ρώσο αντι-ουτοπιστή συγγραφέα Alexander Herzen, ότι γι? αυτόν, «?μία από τις μεγαλύτερες αμαρτίες που ένα ανθρώπινο ον μπορεί να διαπράξει είναι να επιζητήσει να μεταφέρει την ηθική ευθύνη από τους ώμους του σε μία απρόβλεπτη μελλοντική τάξη, και, στο όνομα κάποιου πράγματος που ποτέ δεν θα συμβεί, να διαπράξει εγκλήματα σήμερα για τα οποία κανείς δεν θα αρνείτο πως είναι τερατώδη εάν είχαν διαπραχθεί για κάποιον εγωιστικό σκοπό, και δεν μοιάζουν τέτοια μόνο διότι έχουν βρει κάλυψη από την πίστη σε κάποια μακρινή και αόριστη Ουτοπία».[15]


ΙΙΙ. ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΨΕΥΣΗ: O ΑΕΝΑΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΚΗΣ
ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ

«Πώς γίνεται και το ?γύρισμα του κόσμου τα πάνω κάτω? πάντοτε καταλήγει στη Συντήρηση; Γιατί η αντίδραση ακολουθεί πάντα την επανάσταση, όπως οι εποχές στην Κόλαση;
[16] Ο ριζοσπάστης συγγραφέας Hakim Bey διατυπώνει το ερώτημα που συνοδεύει κάθε απόπειρα ουτοπικής μηχανικής. Η αρχική ευφορία και η ελπίδα σύντομα δίνουν τη θέση τους στην απογοήτευση και στην πραγματικότητα μίας καταθλιπτικής δυστοπίας. Ο επαναστατικός οργασμός βρίσκει μονότονα την κορύφωσή του στον Τρόμο. Ο ίδιος περιγράφει αυτή τη κατάσταση ως μία, «?αξιοθρήνητη παρωδία του Καρμικού κύκλου, στην ιστορική επαναστατική ματαότητα. Το σύνθημα ?Επανάσταση!? έχει καταλήξει να σημαίνει αντί για αποτοξίνωση, τοξίνωση, μια κακόβουλη ψευδο-Γνωστική παγίδα του πεπρωμένου, έναν εφιάλτη όπου, αδιάφορο το πόσο παλεύουμε, ποτέ δεν μπορούμε να ξεφύγουμε απ? αυτόν τον κακό Αιώνα?κάθε ?παράδεισος? να κυβερνιέται από έναν ακόμα άγγελο του κακού».[17]


Η εφαρμογή των ουτοπιστικών σχεδίων στην κάθε τους λεπτομέρεια προϋποθέτει αυστηρή οργάνωση, γεγονός που οδηγεί στην ανάδειξη μίας κάστας «καθοδηγητών», με ευρείες αρμοδιότητες-εξουσίες. Όσο πιο φιλόδοξο είναι το σχέδιο, τόσο περισσότερο ολοκληρωτικός είναι ο έλεγχος των καθοδηγητών. Για να το θέσουμε διαφορετικά, η οργάνωση προωθεί τον ολιγαρχικό συγκεντρωτισμό, τον σχηματισμό μίας ελίτ εξουσίας, αυτονομημένης σε βαθμό από την κοινωνία. Ο Robert Michels έχει περιγράψει το φαινόμενο αυτό ως «σιδερένιο νόνμο της ολιγαρχίας». Η συστημική βία, λοιπόν, δεν είναι τυχαίο υποπροϊόν κακής εφαρμογής του ουτοπικού σχεδίου, αλλά αντίθετα είναι αναπόσπαστο κομμάτι τους.


Οι ουτοπιστές παραγνωρίζουν ότι η ανθρώπινη γνώση είναι ατελής. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αυξημένη πολυπλοκότητα που παρουσιάζουν οι ανθρώπινες κοινωνίες, καθιστούν την ακριβή καθοδήγηση της πορείας τους στον χρόνο αδύνατη. Η εντροπία είναι μόνιμη σύντροφος της ανθρώπινης Ιστορίας, και η πορεία που θα ακολουθήσουν μακροπρόθεσμα απρόβλεπτη.


Φυσικά, τα διδάγματα της Ιστορίας δεν απασχολούν ιδιαίτερα τους θιασώτες των κάθε λογής ουτοπιστικών θεωριών, καθώς οι περισσότερες από αυτές χαρακτηρίζονται από έναν ακραίο ιστορικισμό, ο οποίος χρησιμοποιείται εδώ με την ποππεριανή έννοια. Πρόκειται για μία μορφή ιστορικού ντετερμινισμού, που «παγώνει» την ιστορική εξέλιξη και παραγνωρίζει τον δυναμικό της χαρακτήρα.Το παρελθόν αγνοείται συστηματικά, υπό το καθεστώς της προσμονής της μελλοντικής Τάξης. Οι δεσμεύσεις του παρελθόντος δεν μπορούν να δεσμεύσουν τον άκρατο βολονταρισμό των ουτοπιστών. Το «έτος 0» υποδηλώνει αυτήν ακριβώς την αντιμετώπιση, όπως επίσης η συστηματική εξάλειψη κάθε ίχνους που να επαναφέρει στη μνήμη τη «προηγούμενη ζωή» (καταστροφή μνημείων, αρχείων, κ.λπ.). Σε κάθε περίπτωση, η Ιστορία επιστρέφει από το περιθώριο στο οποίο, χωρίς επιτυχία, προσπάθησαν να την τοποθετήσουν οι «καθοδηγητές», και με- θα έλεγε κάποιος- ειρωνική διάθεση καταστρέφουν το οικοδόμημα τους.


ΙV. ΑΠΟ ΤΟΝ HAYEK ΣΤΟΝ NOZICK: ΤΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ

Ο αμερικανός συγγραφέας Robert Nozick, στο κορυφαίο έργο του Anarchy, State, and Utopia, προτάσσει τους θεσμούς του «ελάχιστου κράτους» (minimal state), οι οποίοι επιτρέπουν την πραγμάτωση της φιλελεύθερης «μετα-ουτοπίας» (meta-utopia).[18] Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται εκείνη η μορφή κοινωνικής οργάνωσης που επιτρέπει την επιδίωξη της επίτευξης των διαφορετικών στοχοθετήσεων-επιδιώξεων των ατόμων, καθώς για τη κλασσική φιλελεύθερη σκέψη το άτομο προϋπάρχει των σκοπών του.[19] Από μία άποψη, η θεωρία του «ελάχιστου κράτους», αναπτύσσει και εμπλουτίζει τη θεωρία του κλασσικού φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα για το «ουδέτερο κράτος» (Benjamin Constant). Πρόκειται για ένα μοντέλο πλουραλιστικής κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον τελεολογικό χαρακτήρα των ουτοπιστικών κοινωνικών μοντέλων. Ο τελεολογικός χαρακτήρας εκφράζει την ενότητα σκοπών που χαρακτηρίζει τις διάφορες θεωρίες αυτού του είδους, τη μονιστική τους διάσταση. Η τελοκρατία, το «βασίλειο των δοτών σκοπών», σύμφωνα με την επιτυχή έκφραση του Μάρκου Δραγούμη[20], αποκλείει εκ των πραγμάτων την ύπαρξη του ουδέτερου κράτους, το οποίο απέχει από το να στοχοθετεί το ίδιο, να προκρίνει δεδομένες εκδοχές κοινωνικής οργάνωσης έναντι των υπολοίπων και να ανγορεύει σε κυρίαρχα ορισμένα κοινωνικά οράματα.

Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως το πλουραλιστικό σύστημα εγγυάται την προστασία των πολιτών από τον άκρατο βολονταρισμό της εξουσίας, τον «πειρασμό του ολοκληρωτισμού» και της ουτοπικής μηχανικής. Προσεγγίζει το θεμελιώδες ζήτημα της ελευθερίας αρνητικά (freedom from), ως την απουσία εξωτερικού καταναγκασμού (Hayek). Αντίθετα, οι τελεολογικές θεωρήσεις προσεγγίζουν την ελευθερία θετικά (freedom to), ως μία ιδεατή κατάσταση, με συγκεκριμένο-καθορισμένο, κατά περίπτωση, περιεχόμενο, στην επίτευξη της οποίας στοχεύει το μονιστικό κράτος. Στο πλουραλιστικό μοντέλο, για να δανειστούμε για μία ακόμη φορά τα λόγια του Hakim Bey, «η ελευθερία είναι μία ?ψυχο-κινητική ικανότητα? και όχι ένα αφηρημένο ουσιαστικό. Η ελευθερία είναι μία διαδικασία και όχι μια ?μόνιμη κατάσταση?, είναι κίνηση και όχι μορφή διακυβέρνησης».[21]

Ο «διαδικαστικός» χαρακτήρας της ελευθερίας στο πλουραλιστικό μοντέλο επιτελεί μία ιδιαίτερα σημαντική λειτουργία. Επιτρέπει την εφαρμογή μάις μετριοπαθούς κοινωνικής μηχανικής, μίας προσέγγισης βήμα-βήμα, η οποία διευκολύνει την κοινωνική μάθηση, μέσα από την εφαρμογή της μεθόδου της δοκιμής και της διάψευσης (trial and error). Ο βρετανός φιλόσοφος Michael Oakeshott ονομάζει αυτή τη μορφή γνώσης «πρακτική» (practical), η οποία βασίζεται στην παρατήρηση και στην εμπειρία[22], και είναι η μορφή γνώσης που τόσο πολύ θαύμαζε ο Russell. Η πρακτική μορφή γνώσης αντιδιαστέλεται με την «τεχική» (technical), πηγή στην οποία προστρέχουν με μεγάλη συχνότητα οι ουτοπιστές διανοούμενοι. Η φιλελεύθερη ουτοπία, δηλαδή, ακολουθεί τις αντιλήψεις του φιλοσοφικου συντηρητισμού, στοχεύει κάθε φορά σε ένα κοινωνικό maximum, στη μεγιστοποίηση, δηλαδή, των ωφελειών μίας δεδομένης κοινωνικής κατάστασης, αντίθετα με τους διαφόρους ουτοπιστές που επιδιώκουν να δώσουν υπόσταση σε ένα κοινωνικό optimum, μετασχηματίζοντας ριζικά την κοινωνική ζωή.

Επηρεαζόμενοι από το έργο του Nozick και του Hayek, προχωρώντας όμως μακρύτερα στην επεξεργασία των θεσμών της φιλελεύθερης ουτοπίας, φιλελευθεριστές συγγραφείς (libertarians) όπως ο Murray Rothbard, βλέπουν στον καπιταλισμό και τους μηχανισμούς της αγοράς τον τρόπο επίτευξης της.[23] H κριτική τους στρέφεται, σε αρκετές περιπτώσεις, ακόμη και κατά του «ελάχιστου κράτους», ώστε να γίνεται λόγος για μορφές αναρχο-καπιταλισμού. Οι θεωρήσεις αυτές, όμως, παρά το αναμφισβήτητο ενδιαφέρον τους, είναι συχνά υπέρμετρα φιλόδοξες και υποφέρουν από έναν ουτοπισμό που εμφανίζει σημάδια διανοητικής αλαζονείας.


V. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Μέσα από την παραπάνω σύντομη αναφορά στις διάφορες όψεις του ουτοπικού φαινομένου και στη διαχρονική παρουσία του στις ανθρώπινες κοινωνίες, γίνεται αντιληπτό πως το αξιακό πλαίσιο του φιλελευθερισμού δεν συμβιβάζεται με τον ουτοπισμό. Ο δογματισμός που δεν επιδέχεται ουδεμία αμφισβήτηση, συχνά, δε, φτάνει έως τα όρια της εθελοτύφλωσης, η αλαζονεία του πνεύματος και η αμετροέπεια, δεν μπορούν να έχουν καμία σχέση με την κριτική στάση και τη διανοητική μετριοπάθεια που διαποτίζουν τη φιλελεύθερη σκέψη. Ο άκρατος βολονταρισμός συγκρούεται με τον φιλοσοφικό συντηρητισμό. Η ομοιομορφία των κατευθυνόμενων μαζών που πνίγει την ετερότητα δεν συμβαδίζει με το σεβασμό στη διαφορετικότητα της φιλελεύθερης θεωρίας. Η μεταφορά της ηθικής ευθύνης σε αφηρημένες συλλογικότητες, ιστορικές αναγκαιότητες, και τα συναφή, δεν ταιριάζουν με τη φιλοσοφία το φιλελευθερισμού που «βλέπει» το άτομο πρώτιστα ως φορέα ηθικής.


Ωστόσο, η φιλελεύθερη σκέψη δεν γυρνά την πλάτη στο μέλλον. Υιοθετώντας αισιόδοξη στάση απέναντι στα πράγματα, οραματίζεται την ανθρώπινη πρόοδο. Με τη διαφορά ότι επιζητά να απελευθερώσει τις δημιουργικές ικανότητες του ατόμου, και όχι να το υποκαταστήσει από κατασκευασμένες μεταφυσικές συλλογικότητες.Ο γερμανός φιλόσοφος Immanuel Kant δίνει το περίγραμμα αυτού του οράματος, με τον ιδιαίτερο τρόπο που τον χαρακτηρίζει: «Εκείνοι που έχουν διαρκώς προσηλωμένα τα μάτια τους στο αγαπημένο τους εγώ, και για τους οποίους το ατομικό συμφέρον είναι ο άξονας γύρω από τον οποίον θα ήθελαν να στρέφεται το κάθε τι, αυτοί είναι οι πολυπληθέστεροι μεταξύ των ανθρώπων. Και αναμφιβόλως δεν υπάρχει τίποτε το πιο ωφέλιμο από τούτο: αυτοί είναι οι πλέον δραστήριοι, οι πλέον εύτακτοι, οι πλέον συνετοί. Αυτοί προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο το θεμέλιο και τη σταθερότητα, εργάζονται αθέλητα για το γενικό συμφέρον, υποκινώντας τις ανάγκες και παρασκευάζοντας τις βάσεις από τις οποίες οι περισσότερο λεπτές και ευγενικές ψυχές θα σκορπίσουν την ομορφιά και την αρμονία».[24] Ο φιλελευθερισμός συνεχίζει να δείχνει εμπιστοσύνη στον Ορθό Λόγο- σε πείσμα των καιρών- γνωρίζοντας παράλληλα και τα όρια του. Συνεχίζει να υποστηρίζει το «πρωτείο του ατόμου» (Μ. Δραγούμης) απέναντι σε θολά κοινοτιστικά οράματα και εκδηλώσεις αυταρχισμού. Συνεχίζει να ενισχύει τους θεσμούς της πλουραλιστικής κοινωνίας, ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι στον πειρασμό του ολοκληρωτισμού. Συνεχίζει, τέλος, να στέκεται κριτικά απέναντι στους κάθε λογής ?ισμούς, που ευαγγελίζονται τη μετάβαση σε ένα κόσμο απόλυτης ευτυχίας.


Τούτων δοθέντων, την ορθή φιλοσοφική στάση απέναντι στις ανθρώπινες αναζητήσεις περί των ιδεατών μορφών κοινωνικής οργάνωσης, υποδεικνύουν τα λόγια του αμερικανού θεολόγου Reinhold Niebuhr, ενός από τους σημαντικότερους συντηρητικούς στοχαστές: «Θεέ μου, προίκησε με με τη διαύγεια να δέχομαι πράγματα που δεν μπορώ να αλλάξω, κουράγιο να αλλάζω τα πράγματα που μπορώ, και σοφία να γνωρίζω τη διαφορά ανάμεσα τους».[25]


[1] Παρατίθεται στο: Peter Marshall, Demanding The Impossible-A History of Anarchism, Fontana Press, London, 1993, σελ. 662.
[2] «Είναι καλό να είσαι ο βασιλιάς!», κατά την παροιμιώδη φράση του Mel Brooks.
[3] Παρατίθεται στο Θ. Διαμαντόπουλος, Κομματικές Οικογένειες, Εξάντας, Αθήνα, 1991, σελ. 48.
[4] Βλ. σχετικά τα άρθρα του The Counter-Revolution of Science και Scientism and the Study of Society.
[5] Ανάλογοι όροι οι τελειοκρατία και βελτιοδοξία. Θεωρούμε προσφορότερο να υιοθετήσουμε τον όρο που χρησιμοποιεί ο Δ. Δημητράκος στην εισαγωγή του: Stefan Courtois, κ.ά. (συλλογικό), Η Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού ? Εγκλήματα, Τρομοκρατία, Καταστολή, Εστία, Αθήνα, 2001, σελ. 17-19.
[6] Δημήτρης Σκάλκος, «Κοινοτισμός ? Η Νέα Επικίνδυνη Ουτοπία», ΑΝΤΙ, 10/ 6/ 1995, σελ. 30-31.
[7] Δ. Δημητράκος, op.cit., σελ. 17.
[8] Isaiah Berlin, ?Two Concepts of Liberty?, στο: Isaiah Berlin, Four Essays On Liberty, Oxford University Press, 1988 [1958], σελ. 118.
[9] Friedrich Hayek, Ο Δρόμος Προς τη Δουλεία, ΚΠΕΕ, Αθήνα, 1985 [1944], σελ. 240.
[10] Παρατίθεται στο: Isaiah Berlin, Russian Thinkers, Penguin, London, 1978, σελ. 200.
[11] Karl Popper, Η Ανοικτή Κοινωνία και οι Εχθροί της, Δωδώνη, Αθήνα, 1991.
[12] Παρατίθεται στο: Robert Nisbet, Conservatism, Oxford University Press, Buckingham, 1986, σελ. 7.
[13] Ludwig von Mises, Socialism, Liberty Classics, Indianapolis, 1981 [1922].
[14] Thomas More, Η Ουτοπία, Κάλβος, Αθήνα, 1984 [1516].
[15] Isaiah Berlin, Ibid., σελ. 197.
[16] Hakim Bey, Τ.Α.Ζ. ? Η Προσωρινή Αυτόνομη Ζώνη, Futura, Αθήνα, 1998, σελ. 10.
[17] Hakim Bey, Ibid., σελ. 10-11.
[18] Robert Nozick, Anarchy, State, and Utopia, Basic Books, New York, 1974.
[19] Michel Grecq, «Κοινοτισμός: Κριτική Άποψη ή Νέα Ιδεολογία;», «Το Βήμα», 1/ 1/ 1995.
[20] Μάρκος Δραγούμης, Πορεία Προς τον Φιλελευθερισμό, Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα, 1992.
[21] Hakim Bey, Αμεσοκρατία, Οξύ, Αθήνα, 2000, σελ. 14.
[22] Robert Nisbet, Op. cit., σελ. 33.
[23] Murray Rothbard, For A New Liberty, Collier Books Edition, New York, 1978.
[24] Παρατίθεται στο: Γ. Κ. Βλάχος, Πολιτική, τόμος Α, Αθήνα, 1977, σελ. 50-51.
[25] Παρατίθετα στο: Ayn Rand, Philosophy: Who Needs It, Signal, New York, 1974, σελ. 23.

*Περιλαμβάνεται στο συλλογικό έργο "Περί Φιλελευθερισμού", εκδόσεις "Ι. Σιδέρης", 2002, σελ.163-181.