Τετάρτη, Ιουνίου 24, 2009

σοσιαλδημοκρατία και μετανάστευση

Οι πρόσφατες εκλογές για την ανάδειξη των εκπροσώπων των ευρωπαίων πολιτών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επεφύλαξαν δυσάρεστα αποτελέσματα για τα σοσιαλδημοκρατικά/σοσιαλιστικά κόμματα, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων. Αυτές οι ιστορικά αρνητικές επιδόσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (που καταλαμβάνει πλέον μόλις το 22% των εδρών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) επιβάλλουν ενδελεχή προβληματισμό και θαρραλέο αναπροσανατολισμό της πολιτικής τους στόχευσης. Ο πολιτικός κύκλος (δηλαδή η περιοδική εναλλαγή της απήχησης των κομματικών οικογενειών) και το ιστορικό μομέντουμ (στιγμή υποτιθέμενης παγκόσμιας από-νομιμοποίησης του φιλελεύθερου καπιταλισμού) μάλλον επέτειναν τη σύγχυση και την απογοήτευση τους αποκαλύπτοντας πολλές από τις βολικές πλάνες ενός τμήματος της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

Πέρα από τις ιδιαιτερότητες κάθε εθνικού πολιτικού συστήματος που ερμηνεύουν ως ένα βαθμό τα εκλογικά αποτελέσματα, γίνεται φανερή η τάση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας να υφίσταται τις πολιτικές συνέπειες της προβληματικής διαχείρισης της παγκοσμιοποίησης όπου αναδεικνύονται τα ζητήματα οικονομικής αβεβαιότητας και ταυτότητας σε καθοριστικούς παράγοντες πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς. Το μεταναστευτικό ζήτημα ενσωματώνει τις παραπάνω ανησυχίες και οι (νόμιμοι ή μη) μετανάστες μετατρέπονται σε άδικα θύματα μιας, περισσότερο ή λιγότερο, δίκαιης ανασφάλειας.

Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες συντελείται μία αξιοσημείωτη σταδιακή διεύρυνση της εκλογικής της βάσης προς τα μεσαία στρώματα και αντίστοιχα μία εξίσου σημαντική απομάκρυνση από την παραδοσιακά εκλογικά της στηρίγματα, την εργατική τάξη και τα μικρομεσαία αστικά στρώματα. Το γεγονός αυτό επέτρεψε τη προώθηση πολιτικών που συνέβαλαν στον αναγκαίο οικονομικό εκσυγχρονισμό και την απεξάρτηση από κατεστημένα συμφέροντα και παγιωμένες αντιλήψεις (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους Νέους Εργατικούς του Τόνυ Μπλερ). Ταυτόχρονα όμως, αποκόπηκαν από κοινωνικά στρώματα που παραδοσιακά αποτελούσαν προνομιακούς συνομιλητές τους.

Καθώς τα παραπάνω γίνονται πλέον αντιληπτά και υπό τη πίεση της περιθωριοποίησής τους, τα περισσότερα κόμματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας υιοθετούν μια, περισσότερο ή λιγότερο, αντι-μεταναστευτική ατζέντα, το περιεχόμενο της οποίας δεν μπορεί να εξωραϊστεί πίσω από πολιτικά ορθές εκφράσεις περί «ανεκτών ποσοστών» και «κέντρων υποδοχής μεταναστών». Αν και το ζήτημα της μετανάστευσης ορθά πρέπει να βρεθεί στο κέντρο του προγραμματικού λόγου της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, τούτο δεν πρέπει να γίνει με τον απλουστευτικό και λανθασμένο τρόπο του ατελέσφορου περιορισμού της. Η στρατηγική αυτή πέρα από ηθικά μετέωρη, οικονομικά επιζήμια και πολιτικά αναποτελεσματική καθίσταται και εκλογικά αβέβαιη καθώς, τα ζητήματα τάξης και ασφάλειας αποτελούν μάλλον προνομιακό πεδίο για τα συντηρητικά κόμματα.

Είναι σαφές πως τα ηθικά επιχειρήματα της συνηγορίας της μετανάστευσης δεν αποδίδουν στον επιθυμητό βαθμό. Αν και η καθολικότητα των δικαιωμάτων αποτελεί προϋπόθεση της ύπαρξής τους, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα θα πρέπει να κινηθούν στη βάση ενός συνεπειοκρατικού ωφελιμισμού και να δώσουν συγκεκριμένες απαντήσεις στο επίπεδο της καθημερινής διαβίωσης, αρθρώνοντας το πολιτικό τους λόγο σε δύο κύριους άξονες.

Πρώτον, πρέπει να καταδείξει με απλό και πειστικό τρόπο το γεγονός πως η μετανάστευση ωφελεί συνολικά την εγχώρια οικονομική ανάπτυξη, συμβάλλοντας στην αύξηση του ΑΕΠ αλλά και στην αύξηση της απασχόλησης. Δεν αρκεί όμως αυτό. Πλήθος εμπειρικών μελετών καταδεικνύουν πως μεγάλες μεταναστευτικές ροές μπορούν να στερήσουν, κυρίως σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, θέσεις ανειδίκευτης εργασίας. Τούτο οδηγεί σε δύο κατευθύνσεις:

1. Μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Γίνεται πλέον αντιληπτή η άμεση σχέση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας με την απασχόληση των μεταναστών. Οι «άκαμπτες» αγορές εργασίας (όπως η ελληνική) πέρα από το ότι εμποδίζουν την παραγωγική ενσωμάτωση των μεταναστών εργαζομένων, καθιστούν δυσκολότερη την απορρόφηση των αρνητικών κραδασμών της αύξησης της προσφοράς εργασίας στους γηγενείς εργαζομένους. Είναι λοιπόν σημαντικό οι διακηρυγμένοι στόχοι της Στρατηγικής της Λισαβόνας και οι πολιτικές ευελιξίας με ασφάλεια (flexicurity) να συμπεριλάβει και τους μετανάστες.

2. Στοχευμένες ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης καθώς και αποζημίωση των άμεσα θιγόμενων εργαζομένων μέσω αποτελεσματικών και δίκαιων αναδιανεμητικών μηχανισμών. Τούτο προϋποθέτει τη διακρίβωση των συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, παραγωγικών κλάδων και γεωγραφικών περιοχών που ενδεχομένως υφίστανται τη μεγαλύτερη πίεση με στόχο την εφαρμογή αντι-κυκλικών πολιτικών στην αγορά εργασίας.

Δεύτερον, η εμπιστοσύνη ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας αποτελεί αναγκαία συνθήκη αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης και απρόσκοπτων οικονομικών συναλλαγών. Εδώ είναι προφανής η σύγχυση του φιλελεύθερου πλουραλισμού με τον ηθικό σχετικισμό όπου υποπίπτει μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα οφείλουν να προωθήσουν έναν «κοσμοπολιτισμό με ρίζες» (όπως θα το περιέγραφε ο φιλόσοφος της πολιτικής ανεκτικότητας Τζων Στούαρτ Μιλ), κάτι που στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής μεταφράζεται σε πολιτικές ενσωμάτωσης με στόχο τη διευκόλυνση της κοινωνικής ένταξης και της δημιουργίας μίας ελάχιστης, πλην όμως λειτουργικής, αφοσίωσης (loyalties) στο κράτος υποδοχής.

Είναι προφανές πως, πρόκειται για μια εξαιρετικά δύσκολη συζήτηση που τέμνει κάθετα έναν (κάθε άλλο παρά ομοιογενή) ιδεολογικό χώρο. Είναι όμως εξίσου προφανές ότι, από την έκβαση αυτής της συζήτησης θα εξαρτηθεί τόσο η μελλοντική πολιτική απήχηση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, όσο και η οικονομική ευημερία και η κοινωνική συμβίωση στις σύγχρονες ευρωπαϊκές πολυπολιτισμικές κοινωνίες.

*Δημοσιεύτηκε στη Διαρκή Μεταρρύθμιση.