Τετάρτη, Νοεμβρίου 05, 2008

ο Χάγιεκ και ο οικονομικός παρεμβατισμός

«Σε μπελάδες δεν μας βάζουν τα πράγματα που δεν γνωρίζουμε.

Σε μπελάδες μας βάζουν εκείνα που δεν γνωρίζουμε σωστά»

Artemius Ward

Το έργο του αυστριακού οικονομολόγου Φρίντριχ φον Χάγιεκ (1899-1992) δεν συναντάται συχνά στη πολιτική συζήτηση της χώρας μας. Κι όταν το όνομα του απαντάται στις σελίδες των ημιμαθών δημοσιολογούντων των εγχώριων ΜΜΕ, τούτο γίνεται προκειμένου να καταδειχθεί η, κατ’ αυτούς, επιστημονική του ανεπάρκεια και η ορθότητα των απόψεων των αντιπάλων του.

Έτσι σήμερα, εν μέσω της διεθνούς χρηματιστηριακής κρίσης, στο πρόσωπο του Χάγιεκ ηττάται ο «νεοφιλελευθερισμός» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτός ο πολυφορεμένος όρος). Και αντίστροφα, στο πρόσωπο του μεγάλου αντιπάλου του Τζων Μέυναρντ Κέινς «θριαμβεύει» ο κρατικός παρεμβατισμός- αν και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν το φάντασμα του δεύτερου μας εγκατέλειψε ποτέ.

Ωστόσο, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό πως ο Χάγιεκ ποτέ δεν υπήρξε ενάντιος στην οικονομική παρέμβαση per se. Τουναντίον, ο προσεκτικός αναγνώστης του έργου του θα συναντήσει πλείστες όσες αναφορές στη νομιμοποίηση της οικονομικής παρέμβασης, πάντοτε όμως υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις.

Σύμφωνα λοιπόν με το διανοητή που αναζωογόνησε το φιλελευθερισμό στον εικοστό αιώνα, «το φιλελεύθερο επιχείρημα ευνοεί την καλύτερη δυνατή χρήση των δυνάμεων ανταγωνισμού ως μέσο συντονισμού των ανθρώπινων προσπαθειών, δεν επιθυμεί όμως να αφεθούν τα πράγματα ακριβώς όπως είναι…Δεν αρνείται, αλλά αντίθετα δίνει έμφαση στο ότι, για να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός ευεργετικά, είναι απαραίτητο να υπάρχει ένα προσεκτικά επεξεργασμένο νομικό πλαίσιο και ότι ούτε οι προγενέστεροι ούτε οι μεταγενέστεροι νόμοι δεν είναι απαλλαγμένοι από σοβαρά μειονεκτήματα. Ούτε αρνείται ότι όπου είναι αδύνατο να δημιουργήσουμε τις συνθήκες που είναι απαραίτητες για να καταστήσουμε τον ανταγωνισμό αποδοτικό, πρέπει να καταφύγουμε σε άλλες μεθόδους για την καθοδήγηση της οικονομικής δραστηριότητας» (Ο Δρόμος προς τη Δουλεία, εκδόσεις ΚΠΕΕ, 1985 [1944], σελ. 60-61).

Τι ακριβώς όμως απέρριπτε ο Χάγιεκ;

Ο Χάγιεκ συμμετείχε με ένταση στην επιστημονική διαμάχη του μεσοπολέμου για τη δυνατότητα μιας κεντρικά αποτελεσματικότερης διαχείρισης των οικονομικών πόρων (social calculation debate) επιχειρώντας να καταρρίψει τις αιτιάσεις των θεωρητικών του «σοσιαλισμού της αγοράς» (market socialism), όπως ο Oskar Lange, για την υπαρκτή δυνατότητα προσεκτικού σχεδιασμού των αγορών με στόχο την επίτευξη συνθηκών τέλειου ανταγωνισμού- σταθερής ισορροπίας.

Για τον αυστριακό διανοητή, η δυναμική φύση του πραγματικού κόσμου όπου η «διαρκής αλλαγή είναι ο κανόνας» («Socialist Calculation: the Competitive Solution», 1940) δεν επιτρέπει τον αποτελεσματικό σχεδιασμό για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Η ατελής γνώση, η διάσπαρτη πληροφόρηση, η προσαρμοστικότητα των ατόμων στο περιβάλλον και ο ρόλος της επικοινωνίας και των αντιλήψεων (The Sensory Order, 1952) που καθιστούν προβληματική την έννοια του homo economicus, οδήγησαν τον Χάγιεκ να απορρίψει τον «ορθολογικό κονστρουκτιβισμό» (rational constructivism) των νέο-κλασσικών οικονομικών. Για τον Χάγιεκ και τη σχολή των αυστριακών οικονομικών, ο μηχανισμός των τιμών είναι ο ασφαλέστερος τρόπος οικονομικού υπολογισμού και ο μηχανισμός των τιμών προϋποθέτει τις αγορές.

Είναι πιθανό πως, αν ζούσε σήμερα ο Χάγιεκ θα έπαιρνε σθεναρή θέση απέναντι στις κοντόθωρες παρεμβατικές επιλογές του πολιτικού προσωπικού που αναπαράγουν το σύστημα του «παρεοκρατικού καπιταλισμού» (crony capitalism) και των επίδοξων μαθητευόμενων σχεδιαστών των χρηματιστηριακών αγορών, που απειλούν να προσδώσουν στη τωρινή διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση χαρακτηριστικά μακροχρόνιας οικονομικής ύφεσης. Και εξίσου πιθανό είναι πως, θα μελετούσε προσεκτικά τα αίτια και την εξέλιξη (το ιστορικό) της κρίσης ώστε να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων πολιτικών και οικονομικών θεσμών σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο στην οργάνωση τη και διαχείριση των χρηματιστηριακών αγορών.

Και κατέληγε στο Δρόμο προς τη Δουλεία πως, «…το είδος του σχεδιασμού εναντίον του οποίου κατευθύνεται η κριτική μας είναι ο σχεδιασμός εναντίον του ανταγωνισμού- ο σχεδιασμός που προορίζεται να υποκαταστήσει τον ανταγωνισμό…Αλλά αφού ο τωρινός τρόπος χρήσης του όρου “σχεδιασμός” έχει γίνει συνώνυμος του προηγούμενου είδους σχεδιασμού (δηλαδή σχεδιασμός εναντίον του ανταγωνισμού), μερικές φορές θα είναι αναπόφευκτο, χάρη συντομίας, να αναφερόμαστε σ’ αυτόν τον όρο απλώς σαν σχεδιασμό, έστω κι αν αυτό σημαίνει να αφήνουμε στους αντιπάλους μας μια καλή λέξη που αξίζει να έχει καλύτερη μοίρα» (σελ. 68-69).

Προφανώς η συζήτηση για τον τις ορθές μορφές παρέμβασης στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τη συμβολή των φιλελεύθερων διανοητών δεν μπορεί να εξαντληθεί στις γραμμές αυτού του σημειώματος. Είναι όμως χρήσιμο να γνωρίζουμε τουλάχιστον τι ακριβώς αντιμαχόμαστε και τι υπερασπιζόμαστε. Διαφορετικά η θεωρία δεν έχει καμία αξία και απλά αναπαράγουμε τις προκαταλήψεις μας και, ειδικά στη χώρα μας, τη δεδομένη επιφυλακτικότητα, αν όχι εχθρότητα, προς την αγορά.


* Δημοσιεύτηκε στη Προοδευτική Πολιτική και το e-rooster.