Δευτέρα, Ιουνίου 23, 2008

πολιτική επιρροή και δημόσια εικόνα


Η ελληνική πολιτική ζωή έστω και καθυστερημένα βρίσκεται στον αστερισμό των επικοινωνιολόγων και των κάθε λογής spin-doctors, όπου με τη συνήθη υπερβολή του νεοφώτιστου όπου ο πολιτικός σχεδιασμός των κομμάτων έχει παραδοθεί σχεδόν ολοκληρωτικά στους δημοσκόπους και τους «διαμορφωτές εικόνας» Όπως μάλιστα πληροφορούμαστε από την ειδησεογραφία, πραγματοποιούνται ακόμη και περιοδείες προκειμένου να καταγραφεί η καλύτερη δυνατή παρουσία ενόψει των προγραμματισμένων καλοκαιρινών δημοσκοπήσεων.

Φυσικά τα ελληνικά πολιτικά κόμματα δεν αποτελούν εξαίρεση. Στη Μεγάλη Βρετανία, ο νέος επικεφαλής στρατηγικής (chief strategist) του Gordon Brown και με μακρά εμπειρία στις εταιρικές δημόσιες σχέσεις (πελάτες του, μεταξύ άλλων, οι BT και οι British Airways), Stephen Carter, βρίσκει τις ομιλίες του «στομφώδεις» και αναζητά «λίγα καλά ανέκδοτα».

Έτσι, πρότεινε στον Phillip Collins, βασικό συγγραφέα ομιλιών του Tony Blair, να επανέλθει στο Νο. 10 της Downing street, προκειμένου να ενισχύσει την επικοινωνιακή ομάδα του βρετανού πρωθυπουργού. Εκείνος αρνήθηκε υποστηρίζοντας καυστικά πως ο Brown χρειάζεται μάγο κι όχι συγγραφέα ομιλιών. Και αιτιολόγησε την άποψη του με πρόσφατο άρθρο του στην έγκυρη βρετανική επιθεώρηση Prospect, υποστηρίζοντας πως το Εργατικό Κόμμα έχει εξαντλήσει τα όρια της πολιτικής επιρροής του και μόνο μια ριζική αλλαγή υποδείγματος και πολιτικής στόχευσης μπορεί να διασώσει τους βρετανούς σοσιαλδημοκράτες από το περιθώριο της Ιστορίας. Πιο συγκεκριμένα, προτείνει την εγκατάλειψη του άξονα «αριστερά-δεξιά» και τη μετατροπή των Νέων Εργατικών (New Labour) σε «νέους φιλελεύθερους» (new liberals), συμμετέχοντας κατ’ αυτό τον τρόπο στις σχετικές συζητήσεις που διεξάγονται στους κόλπους της βρετανικής σοσιαλδημοκρατίας.

Πέρα από ζητήματα λειτουργίας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (κατά πόσο εκφράζουν οι δημοσκοπήσεις τη λαϊκή βούληση;) και επιστημονικής αξιοπιστίας (ποια είναι τα ακριβή όρια των σχέσεων ανάμεσα σε εταιρείες πολιτικών ερευνών και πολιτικά κόμματα-πελάτες που παραγγέλνουν τις σχετικές έρευνες;), τα οποία κάποτε πρέπει να απασχολήσουν σοβαρά την εγχώρια πολιτική συζήτηση, είναι εξαιρετικά αμφίβολη η πολιτική αποτελεσματικότητα της ετεροβαρούς επικοινωνιακής στρατηγικής και συνακόλουθα η σημασία που αποδίδεται σε αυτή.

Η επικοινωνία είναι αναγκαία πλην όμως όχι απαραίτητα ικανή συνθήκη αποτελεσματικότητας του πολιτικού μηνύματος. Οι επικοινωνιολόγοι μπορούν να μεγιστοποιήσουν την εμβέλεια και την επιρροή του μηνύματος, δεν μπορούν όμως να ορίσουν ή να μεταβάλλουν το περιεχόμενό του.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα των ορίων της επικοινωνίας υπήρξε η πρόσφατη αναμέτρηση των Barack Obama και Hillary Clinton για το χρίσμα του υποψηφίου των Δημοκρατικών στις επερχόμενες αμερικανικές εκλογές. Μία προσεκτική ανάγνωση των προκριματικών αποτελεσμάτων (primaries) δείχνει πως τα αποτελέσματα υπήρξαν περισσότερο ή λιγότερο αναμενόμενα, παρά την εφαρμογή των πλέον προηγμένων προωθητικών ενεργειών στο χώρο της πολιτικής επικοινωνίας. Έτσι, σε περιοχές με υψηλό ποσοστό αφρο-αμερικανών και ανώτερης μόρφωσης ψηφοφόρων νικητής αναδείχθηκε ο Barack Obama, ενώ ανάμεσα στους λιγότερο μορφωμένους λευκούς, τους ισπανόφωνους κα τους κατοίκους της υπαίθρου πρώτευσε η Hillary Clinton, επιβεβαιώνοντας τις τάσεις που είχαν καταγραφεί αρκετούς μήνες πριν.

Ο γνωστός αμερικανός γλωσσολόγος George Lakoff στο βιβλίο του Moral Politics- How Liberals and Conservatives Think κάνει λόγο για «πολιτικά πλαίσια» (political frames) εντός των οποίων διεξάγεται η πολιτική συζήτηση και η οποία καθορίζεται σε αποφασιστικό βαθμό από το πολιτικό λεξιλόγιο, τη «πολιτική γραμματική» που χρησιμοποιείται. Όπως επισημαίνει ο οικονομολόγος Bryan Caplan στο πρόσφατο βιβλίο του The Myth of the Rational Voter- Why democracies choose bad politics, απηχώντας τη σκέψη του Schumpeter, οι ψηφοφόροι περισσότερο αντιδρούν αντανακλαστικά σε ερεθίσματα που απευθύνονται σε καλά εδραιωμένες πεποιθήσεις παρά αναλύουν τα μηνύματα που τους απευθύνονται.

Όσον αφορά στα καθ’ ημάς, η κυβέρνηση (αυτό)περιορίζεται στη διαχείριση της εικόνας, κύρια του πρωθυπουργού, θυμίζοντας τη πολιτική του αμερικανού προέδρου Dwight Eisenhower, για τον οποίο είχε εύστοχα ειπωθεί πως «το χαμόγελό του είναι η ιδεολογία του».

Στη πραγματικότητα όμως, η επικοινωνιακή επιτυχία των κυβερνητικών χειρισμών είναι σχετική καθώς συναρτάται άμεσα με την ολοφάνερη αδυναμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προτείνει μια αφήγηση (story) με την οποία αδυνατεί να ταυτιστεί το εκλογικό σώμα. Οι θέσεις του ΠΑΣΟΚ, πχ, περί ανάκτησης του δημόσιου ελέγχου του ΟΤΕ μόνο σαν θλιβερό déjà vu του πολιτικού πρωτογονισμού της δεκαετίας του ’80 μπορούν να ιδωθούν, παρά ως αντιλήψεις συμβατές με τη σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα. Το σημερινό ΠΑΣΟΚ δείχνει να απευθύνεται σε ένα ακροατήριο που εν πολλοίς δεν υπάρχει υιοθετώντας πολιτικό λόγο με περιορισμένες κοινωνικές αναφορές. Αντίθετα, τα δυναμικά μεσαία κοινωνικά στρώματα φαίνεται να εγκαταλείπουν το ΠΑΣΟΚ έπειτα από τη περίοδο του σημιτικού «εκσυγχρονισμού».

Η σημερινή πολιτική αμηχανία του ΠΑΣΟΚ δεν είναι μοναδική. Αντανακλά τη κρίση στρατηγικής των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών/σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων εδώ και αρκετά χρόνια. Αν σε αυτή προστεθούν η κρίση ηγεσίας και οι αρτηριοσκληρωτικές κομματικές δομές που ανακλαστικά αντιδρούν σε κάθε αλλαγή, εύκολα αντιλαμβανόμαστε το μακρύ και δύσβατο δρόμο που έχει ακόμη να διανύσει το ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου ώσπου να κυβερνήσει. Μέχρι τότε, η καραμανλική ΝΔ θα βρίσκεται ένα βήμα μπροστά, προς δόξα των επικοινωνιολόγων.

* Δημοσιεύτηκε στη Προοδευτική Πολιτική και το e-rooster.