εθνικές αφηγήσεις και φαντασιακές κοινότητες
«Δεν υπάρχει πουθενά το Χρυσόμαλλο Δέρας. Μα υπάρχει το ταξίδι της Αργώς.»
Γ. Θεοτοκάς, Αργώ
Στάθης Γουργουρής, Έθνος-όνειρο- Διαφωτισμός και θέσμιση της σύγχρονης Ελλάδας, εκδόσεις Κριτική, 2007, 400 σελ.
Robert Shannan Peckham, Εθνικές Ιστορίες, Φυσικά Κράτη- Εθνικισμός και Πολιτική του Τόπου στην Ελλάδα, εκδόσεις Ενάλιος, 2008, 340 σελ.
Εάν κάτι εντυπωσιάζει τον ουδέτερο παρατηρητή των εξελίξεων της πολύχρονης διελκυστίνδας γύρω από την ονομασία της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, τούτο είναι σίγουρα πως η επιχειρηματολογία της ελληνικής διπλωματίας αρθρώνεται γύρω από ιστορικά «δίκαια» και «δικαιώματα» και λιγότερο γύρω από ζητήματα κρατικής και εδαφικής κυριαρχίας, όπως φυσιολογικά θα ανέμενε κάποιος. Η εξωτερική μας πολιτική δαπανά σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο ώστε «να μας καταλάβει» η διεθνής κοινότητα, κατανοώντας πως «το όνομα μας είναι η ψυχή μας». Πρόκειται για εγχείρημα μάλλον ανέφικτο καθώς, όσοι βρίσκονται πέρα από τον εθνοτικό εθνικισμό και την «εθνογραφική νόσο» των Βαλκανίων, αδυνατούν να αντιληφθούν τις υπόρρητες συνδηλώσεις της λέξης «Μακεδονία» για τους Έλληνες.
Ωστόσο, τίποτε από τα παραπάνω δεν θα παραξένευε τον αναγνώστη του εξαίρετου έργου του Στάθη Γουργουρή, Έθνος-όνειρο- Διαφωτισμός και θέσμιση της σύγχρονης Ελλάδας, που αρχικά κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 1996. Ο συγγραφέας και καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Columbia των ΗΠΑ, ανατέμνει το ελληνικό εθνι(κιστι)κό φαινόμενο ως προϊόν ιστορικο-κοινωνικής φαντασίας παρά ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικο-οικονομικών θεσμών.
Και το ακαδημαϊκό πεδίο των ενδιαφερόντων του, η συγκριτική λογοτεχνία, είναι ίσως το πλέον κατάλληλο να μελετήσει και ερμηνεύσει τους τρόπους συγκρότησης των εθνικών ταυτοτήτων, στο βαθμό που τα έθνη συνιστούν κυρίαρχες «αφηγήσεις». Ο γάλλος ιστορικός φιλόσοφος Ερνέστ Ρενάν έγραψε στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, εποχή συγκρότησης των σύγχρονων κρατών-εθνών και ανόδου των εθνικιστικών κινημάτων πως, η λήθη και το ιστορικό λάθος αποτελούν βασικούς παράγοντες διαμόρφωσης κάθε έθνους. Αποσιωπήσεις, τυχαιότητες, παραλείψεις, ρωγμές- κυρίως όμως α-συνέχειες- καθορίζουν και ανα-καθορίζουν αδιάλειπτα στο Χρόνο τις εθνικές αφηγήσεις. Ο μύθος και η επιλεκτικότητα της μνήμης/λήθης είναι τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά σε κάθε εθνική αφήγηση και η ελληνική δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.
Ο Στ. Γουργουρής προχωρά πέρα από τη σύλληψη των εθνών ως «φαντασιακές κοινότητες» (Benedict Anderson) και επιχειρεί να συλλάβει τις εθνικές αφηγήσεις ως όνειρα. Για το σκοπό αυτό δε διστάζει να χρησιμοποιήσει τα μεθοδολογικά εργαλεία ανάλυσης που προσφέρει η ψυχανάλυση, από τη φροϋδική θεωρία των ονείρων έως (και κυρίως) τη «φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» του Κορνήλιου Καστοριάδη.
Ο συγγραφέας δεν αναζητά την «ουσία» της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, κάτι που θα τον εγκλώβιζε στις ατέρμονες συζητήσεις περί της «ελληνικότητας», αλλά αντίθετα ενδιαφέρεται για το πώς μορφοποιείται η εθνική αφήγηση. Αναπόφευκτα καλείται να προσεγγίσει τη διαλεκτική σύνθεση του νέο-ελληνικού Διαφωτισμού με τον ευρωπαϊκό. Έτσι, η ελληνική ταυτότητα δεν είναι μόνο ότι φαντασιώθηκαν οι έλληνες αλλά και ότι ονειρεύτηκαν οι ευρωπαίοι (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι «ελληνικοί» πίνακες του Ντελακρουά). Γράφει χαρακτηριστικά στο εξαιρετικό κεφάλαιο «Η τιμωρία του Φιλελληνισμού» πως, όταν ο Ρενάν θα βρεθεί στους στην Ακρόπολη «θα αναφωνήσει: Ήταν στην Αθήνα το 1865 που ένιωσα για πρώτη φορά μια ισχυρή οπισθοδρομική ορμή, αποτέλεσμα μιας δροσερής και αναζωογονητικής αύρας που έρχεται από μακριά. Χωρίς αμφιβολία, πρόκειται για την υπερβολική εξομολόγηση μιας φιλολογικής ψυχής που λαχταρά την υλικότητα του παρελθόντος, αλλά το κρίσιμο είναι ότι για μια ακόμα φορά η σκιά της “μεταπτωτικής στιγμής” μετεωρίζεται πάνω από τα ερείπια της Αθήνας. Η πόλη καθίσταται και πάλι τόπος μνήμης, τόπος ενός οπισθοδρομικού βλέμματος, το οποίο επιβάλλει το παρελθόν-παρόν του ως μήτρα που διέπει την ψυχή και τον πολιτισμό των ανθρώπων» (σελ. 186).
«Συνομιλώντας» με τις μετα-αποικιακές σπουδές (postcolonial studies), ο συγγραφέας προσεγγίζει την Ελλάδα ως «ένα έθνος τοποθετημένο για πάντα στη τομή Ανατολής και Δύσης και ιδεολογικά κατασκευασμένο από την αποικιοκρατική Ευρώπη χωρίς να έχει, αυστηρά μιλώντας, ποτέ αποκιοποιηθεί». Έτσι, αυτό που εκλαμβάνεται ως αποτυχία του εκσυγχρονισμού, δεν είναι τίποτε άλλο παρά αδυναμία της χώρας να συν-πορευτεί με το πολιτισμικό πρότυπο έχει διαμορφώσει στο βαθμό που, «η σύγχρονη Ελλάδα βαρύνεται, ιδιαίτερα από τις συμβολικές απαιτήσεις του μεταδιαφωτιστικού πολιτισμού, ακόμα και πέραν του υποτιθέμενου τεχνοοικονομικού μειονεκτήματός της. Προτού ακόμα υπάρξει ως έθνος, η Ελλάδα θεωρήθηκε ως η έκφραση του πολιτισμού σε μια προκαθορισμένη σύγκρουση με την (οθωμανική) βαρβαρότητα» (σελ. 105).
Ο βρετανός καθηγητής Αιγαιακών Σπουδών Ρόμπερτ Σάναν Πέκαμ, στο βιβλίο του Εθνικές Ιστορίες, Φυσικά Κράτη, προσεγγίζει κύρια τη γεωγραφική διάσταση της ελληνικής εθνικής αφήγησης. Σύνορα, χάρτες, τοπωνύμια, τοπικές γεωγραφίες, χρησιμοποιούνται σε μια προσπάθεια «φυσικοποίησης» των ορίων του έθνους. Η πολιτική γεωγραφία από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα συναντά την ιδεολογία και συνδέεται με τις ιδέες του πολιτικού ρομαντισμού, «φαντασιακής» εθνικής ολοκλήρωσης αλλά και νομιμοποίησης ιμπεριαλιστικών πολιτικών και εδαφικών διεκδικήσεων. Οι εθνικές γεωγραφίες αποτυπώνουν λιγότερο τη πραγματικότητα των υπαρκτών συσχετισμών και περισσότερο αυτό που θα ήθελαν να είναι.
Από αυτή την «εθνογραφική νόσο» δεν έχουν ακόμη καταφέρει να ξεφύγουν τα Βαλκάνια. Δεν είναι λοιπόν ανεξήγητη η ανησυχία που προκαλεί στη κοινή γνώμη, ακόμη και σήμερα, η δημοσίευση χαρτών που απεικονίζουν κατά τρόπο αμφισβητήσιμο τα συνοριακά όρια της χώρας μας. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Πέκαμ, στο κεφάλαιο με τον εύγλωττο τίτλο «Χαρτο-μανία», «η σύγχρονη βαλκανική “χαρτο-μανία”, η οποία αποτυπώνεται στη δημοσίευση αντικρουόμενων χαρτών και ιστορικών γεωγραφιών που αφηγούνται την ιστορία του έθνους και τονίζουν τις διακριτές ταυτότητες- όπως ο νέος Συνοπτικός Άτλαντας της Κροατίας ή οι χάρτες της Ενωμένης Μακεδονίας που κυκλοφορούν στην Αυστραλία και στον Καναδά- παρέχει μια ολόκληρη αποθήκη πολύτιμων πληροφοριών για τους γεωγράφους που επιθυμούν να κατανοήσουν τις διαδικασίες συγκρότησης των εθνικών ταυτοτήτων».
Τέλος, οι καλογραμμένες σελίδες των βιβλίων των Γουργουρή και Πέκαμ, συνιστούν πέρα από δείγματα επιστημονικής αρτιότητας, πλούσιας βιβλιογραφικής τεκμηρίωσης και πνευματικής εντιμότητας, πολύτιμες συμβολές στη συζήτηση για τη διαμόρφωση της «εθνικής ταυτότητας» με την οποία καλούνται να μετάσχουν οι νεοέλληνες στο σύγχρονο γίγνεσθαι. Στο νέο διεθνές περιβάλλον των παγκοσμιοποιημένων κοινωνιών και αγορών, όπου τα εργαλεία και οι κατηγορίες ανάλυσης του παρελθόντος αποτελούν περισσότερο ανάχωμα κάθε προσπάθειας πολιτικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού παρά συγκριτικό πλεονέκτημα για τη χώρα μας, μόνο η κριτική σκέψη μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας ανοιχτής και πλουραλιστικής πολιτιστικής ταυτότητας που θα βοηθήσει τους έλληνες πολίτες να πορευτούν με αυτοπεποίθηση στο μέλλον αντί της μάταιης περιχαράκωσης στην ασφαλή ψευδαίσθηση της «κλειστής» Ελλάδας.
* Δημοσιεύεται στο 10ο τεύχος του περιοδικού Presscode.
<< Home