Μεταρρυθμιστές & Προσοδοθήρες
Βιβλιοπαρουσίαση
Θοδωρής Πελαγίδης- Μιχάλης Μητσόπουλος, Ανάλυση της Ελληνικής Οικονομίας- Η Προσοδοθηρία και οι Μεταρρυθμίσεις, Κέντρο Θεσμικών Μεταρρυθμίσεων, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2006, 401 σελ.
«Εάν κλέψεις τον Πέτρο για να πληρώσεις τον Παύλο,
έχεις ήδη κερδίσει τις μισές ψήφους.»
Aegyptophilus
Εάν υπάρχει ένας κοινός τόπος στις έρευνες της ελληνικής κοινής γνώμης των τελευταίων ετών, είναι η αναγνώριση της αναγκαιότητας μεταρρυθμίσεων στους βασικούς τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας. Ταυτόχρονα όμως, οι ίδιοι πολίτες εμφανίζονται εξαιρετικά απρόθυμοι, αν όχι και εκ προοιμίου αντίθετοι, απέναντι σε κάθε προσπάθεια προώθησης θεσμικών μεταρρυθμίσεων. Σε αυτό το, εκ πρώτης όψεως παράδοξο, φαινόμενο επιχειρούν να απαντήσουν οι διδάσκοντες στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Θοδωρής Πελαγίδης και Μιχάλης Μητσόπουλος, στο βιβλίο τους Ανάλυση της Ελληνικής Οικονομίας- Η Προσοδοθηρία και οι Μεταρρυθμίσεις, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαζήση.
Οι συγγραφείς ακολουθώντας την προσέγγιση των λεγόμενων «θεσμικών οικονομικών» και της θεωρίας της «δημόσιας επιλογής» (public choice theory), προσφέρουν μία ανάγνωση της ελληνικής οικονομίας και των «εκροών» του συστήματος λήψης οικονομικών αποφάσεων.
Η σχολή της Δημόσιας Επιλογής, όπου συγκαταλέγονται σημαντικοί διανοητές όπως οι James Buchanan, Gordon Tullock και Gary Becker, επικεντρώνει το ενδιαφέρον της όχι στις «αποτυχίες της αγοράς» (market failure) αλλά στις «αποτυχίες της πολιτικής» (government failure), αναλύοντας τους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς υπό το πρίσμα του ιδιωτικού συμφέροντος όσων μετέχουν στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων (εκλογικό σύστημα, lobbying, κ.λπ).
Με βάση την παραπάνω προσέγγιση, οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι οι αγορές στην Ελλάδα στραγγαλίζονται ανάμεσα σε ένα υπερτροφικό «κράτος-χταπόδι» που παρεμβαίνει στη λειτουργία των αγορών μέσα από τον γιγαντισμό των δημοσίων επιχειρήσεων και μέσα από διοικητικές πράξεις τύπου «διατάσσω και ελέγχω» (κεφ.4), και σε ένα πλήθος ομάδων πίεσης-«αναδιανεμητικών συσπειρώσεων» (redistributive coalitions) που επιδίδονται σε μία διαρκή αναζήτηση προσόδου (rent-seeking), συμμετέχοντας σε ένα δίκτυο «αλληλοεξυπηρετήσεων» (trading for favors).
Πρόκειται για ένα οικονομικό μοντέλο «ληστρικού μικροκαπιταλισμού» (σελ. 71) όπου κυριαρχούν «ραντιέρηδες Βίκινγκς» και έχουμε μία καθαρή μεταφορά πλούτου (wealth transfer) ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες, όπου αυξάνεται κατακόρυφα το συναλλακτικό κόστος, υπονομεύοντας την οικονομική ανάπτυξη.
Η Προσοδοθηρία ως Ιδεολογία
Ωστόσο, αν και οι συγγραφείς διαγιγνώσκουν ορθά τα βασικά αίτια της εμπλοκής των μεταρρυθμίσεων στη χώρα μας, εντούτοις στην εξήγησή τους φαίνεται να μην επιθυμούν να προχωρήσουν πέρα από τις οικονομοκεντρικές θεωρήσεις των νεοκλασικών οικονομικών και συγκεκριμένα να ενσωματώσουν την ιδεολογία και την κουλτούρα στη διαμόρφωση των οικονομικών αντιλήψεων.
Από τον Adam Smith έως την κοινωνιολογική σχολή του Σικάγο (M. Almond), υπογραμμίζεται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ο ρόλος των κοινωνικών συνηθειών στην οικονομική ανάπτυξη. Πρόκειται για το λεγόμενο «κοινωνικό κεφάλαιο», μία «κληρονομική ηθική συνήθεια» (Fukuyama).
Η Ελλάδα αποτελεί μία «κοινωνία χαμηλής εμπιστοσύνης» (low trust society) που στερείται αυθόρμητης κοινωνικότητας, η έλλειψη της οποίας αναπληρώνεται με άλλους τρόπους, συνηθέστερα με χρονοβόρες διαπραγματεύσεις και ένα πλήθος πολύπλοκων κανονισμών και νομικών ρυθμίσεων, που ουσιαστικά αποτελούν μορφή φορολόγησης.
Το πρότυπο αυτό στηρίζεται στις αδιαμεσολάβητες σχέσεις ανάμεσα στους πολίτες και το κράτος. Οι κρατικοί θεσμοί είναι οι σχεδόν αποκλειστικοί φορείς νομιμοποίησης της κοινωνική πρακτικής.
Ο μοναδικός θεσμός που διεκδικεί την αφοσίωση των πολιτών είναι αυτός της οικογένειας, ο οποίος υποκαθιστά την κοινωνία των πολιτών, αλλά και αντίστροφα ευθύνεται ως ένα βαθμό για την ατροφία της. Στις παραδοσιακές κοινωνίες, όπως η δική μας, η ιδιωτική σφαίρα (κατ' εξοχήν χώρος ανάπτυξης της κοινωνίας των πολιτών) μονοπωλείται από την οικογένεια (συνήθως στη διευρυμένη μορφή της-«σόι») και λειτουργεί συχνά ως παράγοντας κοινωνικής αδράνειας. Ο Στέλιος Ράμφος, αναφέρεται χαρακτηριστικά στον «Ρωμιό, που συνταυτίζει το μέλλον με το ορατό αύριο ...[και] αποφασίζει με γνώμονα το άμεσο προσωπικό είτε οικογενειακό του συμφέρον» (Ιστορία στην Κόψη του Χρόνου, 2000).
Το κράτος αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως «αξία χρήσης». Από μια πλευρά επιβιώνει ακόμη και σήμερα η βυζαντινή ανομία (οι νόμοι γίνονται σεβαστοί όταν μας εξυπηρετούν).
Σε αυτό το πλαίσιο, το πελατειακό σύστημα αποτελεί το κύριο -αν όχι το αποκλειστικό- μέσο προώθησης των ατομικών (οικογενειακών) συμφερόντων των πολιτών. Ακριβώς αυτό το πελατειακό σύστημα επιβιώνει με διαφορετικές μορφές καθ' όλη τη διάρκεια της νεοελληνικής ιστορίας, είτε ως δίκτυα τοπικών πολιτευτών, είτε με τη κομματική γραφειοκρατία που τους διαδέχθηκε τις δύο τελευταίες δεκαετίες, ως έκφραση μιας μακράς παράδοσης κρατισμού, την οποία αναλύει εύστοχα ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς στο βιβλίο του Κοινωνική Ανάπτυξη και Κράτος-η συγκρότηση του δημόσιου χώρου στην Ελλάδα.
Στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνικής περίπτωσης περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η κυριαρχία του νομικού θετικισμού (τα αστικά δικαιώματα πηγάζουν από το κράτος), η «λανθάνουσα επιχειρηματικότητα» (Καζάκος) και η αμφίσημη στάση προς την αγορά, η αποζήτηση του προστατευτισμού και η ροπή στον πατερναλισμό.
Τα παραπάνω οδηγούν στη διαμόρφωση μίας οικονομίας αυτοκατανάλωσης, στη μικρή εμπορευματική παραγωγή και στον υπερτροφικό δημόσιο τομέα.
Κατ' αυτόν τον τρόπο, παγιώνεται ένα οικονομικό-κοινωνικό σύστημα που λειτουργεί ως ανάχωμα σε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού, που εκδηλώνεται σε κάθε ευκαιρία, όταν βρισκόμαστε μπροστά σε κάποια προσπάθεια μεταρρυθμίσεων, πάντοτε εκ των άνω (ενδιαφέρον θα είχε ίσως να προσεγγίσει κανείς τις περιορισμένες απόπειρες ιδιωτικοποιήσεων και ανοίγματος κλάδων της οικονομίας μας στον ανταγωνισμό υπό το πρίσμα του κυρίαρχου μοντέλου ενός «παρεοκρατικού καπιταλισμού» (crony capitalism).
Οι Μεταρρυθμίσεις ως Ιδεολογία
Με βάση τα παραπάνω, στο βαθμό που η ακινησία του συστήματος εμφανίζεται ως μία ευεξήγητη και ορθολογική επιλογή, καθώς οι εντός του συστήματος ομάδες (insiders) δεν έχουν συμφέρον να αλλάξουν τις δοσμένες σχέσεις (status quo), δεν πρέπει να μας παραξενεύει η δυστοκία κάθε μεταρρυθμιστικής και εκσυγχρονιστικής προσπάθειας στη χώρα μας.
Σε αυτό το πλαίσιο, ενδεχόμενες αλλαγές μπορούν να προκύψουν μόνο μέσα από μία «κρίση» που θα θέσει σε αμφισβήτηση τα ίδια τα θεμέλια του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου. Μία κρίση που εκκολάπτεται στο χώρο του κοινωνικού αποκλεισμού, όπως χαρακτηριστικά δείχνουν οι συγγραφείς στο κεφ. 8 με τον πρωτότυπο τίτλο «Ευτυχία, φθόνος, διαφθορά και οικονομική δραστηριότητα», όπου το χαμηλό ποσοστό απασχόλησης δύναται να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά, καθώς σύμφωνα με τον δείκτη που συσχετίζει την απασχόληση και την ευτυχία, η χώρα μας βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της Ε.Ε.
Η δυσαρέσκεια, βέβαια, αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη επιτυχούς προώθησης μεταρρυθμιστικών πολιτικών. Απαιτούνται επαρκώς επεξεργασμένα σχέδια μεταρρυθμίσεων καθώς οι αποσπασματικές πολιτικές εμφανίζονται ως αμφίβολες επιλογές υψηλού ρίσκου (η ελλιπής τεχνογνωσία των μεταρρυθμίσεων είναι κάτι παραπάνω από εμφανής στο ελληνικό πολιτικό προσωπικό). Τέλος, στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον επίμετρο (το οποίο θα μπορούσε ίσως να αναπτυχθεί μελλοντικά σε ένα βιβλίο), προτείνονται ακόμη, μεταξύ άλλων, το «άνοιγμα» των κλειστών αγορών, η κοινωνική λογοδοσία, η διαφάνεια και η πληροφόρηση των μη προνομιούχων ομάδων.
Πέρα όμως από τα παραπάνω, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε, οι πολιτικοί σχηματισμοί που ευαγγελίζονται τον «μεταρρυθμισμό» χρειάζονται ένα νέο πολιτικό πρόταγμα για μία δίκαιη κοινωνία- με την έννοια που την πραγματεύεται ο John Rawls- που θα θέτει στο κέντρο της προσοχής της την προστασία των πλέον ασθενέστερων στρωμάτων που βρίσκονται εκτός συστήματος (the excluded), μέσα από την επιδίωξη του στόχου της πλήρους απασχόλησης. Μία συνεκτική δέσμη ιδεών που θα επιχειρήσει να ανατρέψει την ιδεολογική ηγεμονία της κυρίαρχης ιδεολογίας της προσοδοθηρίας.
Δυστυχώς, παρά το γεγονός πως τα θεσμικά οικονομικά προσφέρουν την τελευταία τριακονταετία σημαντικά εργαλεία οικονομικής ανάλυσης, η σχετική εγχώρια και διεθνής βιβλιογραφία παραμένει στη χώρα μας εξαιρετικά περιορισμένη. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι αξιέπαινη η προσπάθεια του Κέντρου Θεσμικού Μεταρρυθμίσεων (ΚΕ.ΘΕ.Μ.) και των εκδόσεων Παπαζήση να φέρουν σε επαφή το ελληνικό αναγνωστικό κοινό με σημαντικούς τίτλους και συγγραφείς.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα βιβλίο, γραμμένο σε απλά και όχι απλουστευτικά ελληνικά, με επαρκή βιβλιογραφική τεκμηρίωση, ενδιαφέροντα στοιχεία και πίνακες, που επιτυγχάνει το στόχο του να εισάγει στην εγχώρια συζήτηση μία άγνωστη προβληματική για τις μεταρρυθμίσεις. Εμφανής όμως η έλλειψη ευρετηρίου, ενώ χρήσιμη θα ήταν μία παρουσίαση της σχολής της Δημόσιας Επιλογής για τους μη εξοικειωμένους.
* Δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Διεθνής & Ευρωπαϊκή Πολιτική (τεύχος 2).
<< Home