οι νέοι στο περιθώριο της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης
Οι μεταρρυθμίσεις έχουν πρόσημο. Καμία οικονομική μεταρρύθμιση δεν είναι αυτόχρημα θετική για το σύνολο των κοινωνικών ομάδων που αφορά. Τούτο ισχύει και στη σχεδιαζόμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, για την οποία πολύς λόγος γίνεται και αφορά τους κερδισμένους και τους χαμένους των αλλαγών.
Αν και ακόμη η κυβέρνηση δεν έχει προσδιορίσει επακριβώς το πλαίσιο στο οποίο προτίθεται να κινηθεί, γεγονός που καθιστά κάθε συζήτηση άκαιρη, και παρά το γεγονός πως διατηρούμε επιφυλάξεις για τη βούληση της κυβέρνησης να υλοποιήσει τις σχεδιαζόμενες αλλαγές στο ασφαλιστικό μας σύστημα καθώς ο μεταρρυθμιστικός της οίστρος είθισται να εξαντλείται μπροστά στα ποσοστά των δημοσκοπήσεων, τα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν πως οι μεγάλοι «χαμένοι» (losers) μίας ενδεχόμενης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης θα είναι νεοασφαλιζόμενοι και οι νέοι που θα εισέλθουν στην αγορά εργασίας τα επόμενα χρόνια.
Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος γνώστης της θεωρίας της δημόσιας επιλογής ώστε να αντιληφθεί πως οι μετέχοντες σε μια διαδικασία λήψης απόφασης, κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, κινούνται με γνώμονα τη μεγιστοποίηση των προσωπικών τους συμφερόντων (self-interest) και λιγότερο στη βάση της εξυπηρέτησης του κοινού καλού (common good).
Στο συντεχνιακό μοντέλο κοινωνικού κράτους που ακολουθεί με ευλάβεια η Ελλάδα, το ασφαλιστικό σύστημα δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Αρκεί να μελετήσει κάποιος την ανισοκατανομή ασφαλιστικών εισφορών και ασφαλιστικών παροχών που απολαμβάνουν συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων που διαθέτουν αυξημένη πολιτική επιρροή.
Στη περίπτωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, το κύριο αν όχι αποκλειστικό βάρος της εκπροσώπησης των εργαζομένων έχει αφεθεί (ή ανατεθεί;) στα εργατικά συνδικάτα που αναμενόμενα προωθούν τα συντεχνιακά τους συμφέροντα. Η αφασική απουσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η εκκωφαντική ένδεια νέων ιδεών και προτάσεων (άκουσε κανείς για κεφαλαιοποιητικό σύστημα;) η παραδοσιακή εξάρτηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης από τα συνδικάτα, αναπαράγουν αυτό το περιβάλλον.
Το γεγονός πως, για μια σειρά από λόγους, οι νέοι υπο-εκπροσωπούνται στα διάφορα σωματεία εργαζομένων, τους αφήνει έκθετους χωρίς εκπροσώπηση στις όποιες διαπραγματεύσεις τελικά πραγματοποιηθούν για το ασφαλιστικό.
Διόλου τυχαία λοιπόν, η διεξαγόμενη συζήτηση επικεντρώνεται στα σχετικά κόστη και τις οριακές διαφοροποιήσεις για τις μετέχουσες στη διαπραγμάτευση κοινωνικές ομάδες (ο μη διάλογος και η πολιτική πίεση είναι διαπραγμάτευση) και παραγνωρίζει υποκριτικά και παραπλανητικά το βάρος που θα σηκώσουν οι νεότεροι και οι μελλοντικοί ασφαλισμένοι που θα κληθούν να επωμιστούν τη χρηματοδότηση του επιπέδου διαβίωσης των προηγούμενων γενεών.
Μία δίκαιη ασφαλιστική μεταρρύθμιση προϋποθέτει ένα συμβόλαιο μεταξύ των διαφορετικών γενεών. Απαιτείται μια δια-γενεακή συμφωνία που θα εκφράσει την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών, κατανέμοντας ισότιμα το αναπόφευκτο κόστος της αναδιάρθρωσης του ασφαλιστικού συστήματος (που προκύπτει από τη πληθυσμιακή γήρανση και το αυξανόμενο κόστος των δαπανών υγείας και φροντίδας των ηλικιωμένων) και την υποχρέωση μίας προοδευτικής κοινωνίας να εξασφαλίζει επαρκείς συνθήκες διαβίωσης και ευκαιρίες κοινωνικής ανέλιξης στα μέλη της.
Η κυβέρνηση, αν μη τι άλλο, οφείλει να παρουσιάσει τις προτάσεις της ανά ηλικιακή κατηγορία ώστε να γνωρίζουν οι παλαιότερες και οι νεότερες γενιές το ακριβές κόστος της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και να στηρίξουν τις επώδυνες αλλαγές εκφράζοντας έτσι τη δια-γενεακή τους αλληλεγγύη. Και στις συναρτήσεις τους ας συνυπολογίσουν τη μεταβλητή της ανασφάλιστης εργασίας, τη δεύτερη υψηλότερη στην ΕΕ-27 (υπολογίζεται στο 20% του ΑΕΠ), «χαρά» της εισφοροδιαφυγής και «λύση» για τις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές και χαμηλές αμοιβές.
Σήμερα, η οικογένεια αποτελεί τον μοναδικό θεσμό (και πάντως μη κρατικό) που προσφέρει ένα δίχτυ προστασίας στους νέους- κάτι που μάλλον θα αλλάξει τα επόμενα χρόνια καθώς η οικονομία μας εισέρχεται σε μια περίοδο χαμηλών εισοδηματικών προσδοκιών. Το ελληνικό κράτος αδιαφορεί προκλητικά (και) για τους νέους πολίτες. Η αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων (24,6% στις ηλικίες κάτω των 25 ετών- δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη) δεν αποτελεί- ως όφειλε- πρώτη προτεραιότητα των εκάστοτε κυβερνήσεων και απουσιάζουν αποτελεσματικές ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, η μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος αργεί δραματικά, οι νέοι εργαζόμενοι αποτελούν τα πρώτα θύματα της ανεπαρκούς εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας.
Οι νέοι βρίσκονται ανεπίτρεπτα στο περιθώριο της οικονομικής- και κατά συνέπεια της κοινωνικής- ζωής του τόπου. Η νεότητα είναι η κατεξοχήν περίοδος επιλογών ζωής. Είναι απαράδεκτο να περιορίζονται οι επιλογές της και να υποθηκεύεται το μέλλον της ερήμην των εκπροσώπων της. Ήρθε ο καιρός αυτή η κατάσταση να αλλάξει.
* Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Προοδευτική Πολιτική (29.11.2007).
<< Home