ο πρόεδρος, ένα ροζ σκάνδαλο και η ηθική της ευθύνης
Αυτές τις ημέρες παρακολουθούμε τη παράλληλη εξέλιξη πολιτικών σκανδάλων -της υπόθεσης Ζαχόπουλου και της υπόθεσης «ζίμενς»- η σημασία των οποίων ορθά ξεπερνά κατά πολύ το σύνηθες σκανδαλοθηρικό ενδιαφέρον.
Στη πρώτη περίπτωση, γινόμαστε μάρτυρες της κατάργησης της -θεμελιώδους σε κάθε δημοκρατικό πολίτευμα- διάκρισης των εξουσιών, όπου τα όρια ανάμεσα στις εξουσίες γίνονται δυσδιάκριτα και όπου η «τέταρτη εξουσία» (ΜΜΕ) μοιάζει να επι-κυριαρχεί των άλλων.
Στη δεύτερη περίπτωση, αποκαλύπτεται μία κορυφαία υπόθεση διαπλοκής πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, μία υπόθεση πολιτικού χρήματος που φαίνεται να μη περιορίζεται σε μεμονωμένα πρόσωπα.
Παρά τις επιμέρους διαφορές τους, στη πραγματικότητα πρόκειται για παρόμοιες περιπτώσεις, τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Ουσιαστικά, γινόμαστε θεατές της πτήσης της ανηθικότητας του πολιτικού προσωπικού της χώρας μας σε δυσθεώρητα ύψη.
Λέγοντας ανηθικότητα δεν εννοούμε τον ευτελισμό της προσωπικής ηθικής, τη ροπή προς τον εύκολο πλουτισμό και τη ταχεία κοινωνική ανέλιξη με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Τα στοιχεία αυτά άλλωστε ποτέ δεν έλειψαν στην ιστορία της οργανωμένης κοινωνικής ζωής ανά τους αιώνες.
Αντίθετα, εννοούμε την απουσία της ηθικής της ευθύνης, δηλαδή της ανάληψης της ευθύνης που πρέπει πάντοτε να είναι προσωπική για να είναι αποτελεσματική.
Ο ηθικός πολιτικός δε μετατοπίζει το βάρος της ευθύνης σε άλλους -ακόμη κι αν πρόκειται για τους ποινικά υπεύθυνους. Η ηθική της ευθύνης δεν συνδέεται με τον ηθικισμό, την εύκολη δηλαδή καταγγελία πράξεων ή παραλείψεων, την αφοριστική προτροπή στη πολιτική ορθότητα, που ενισχύει το λαϊκισμό και επιτείνει τη σύγχυση.
Ο πολιτικός (οφείλει να) γνωρίζει τη σημασία του «φαίνεσθαι» στην δημόσια σφαίρα, την αναγκαιότητα να λειτουργεί δημόσια, κάτι που δε συμβαίνει στην ιδιωτική σφαίρα.
Ο πολιτικός δεν πρέπει να ενδιαφέρεται για τη σωτηρία της ψυχής αλλά για τη σωτηρία της πόλης. Αυτή είναι, από την εποχή του Μοντεσκιέ, η βασική διάκριση ανάμεσα σε ηθική και πολιτική αρετή.
Στη δημόσια σφαίρα αξιολογούνται και κρίνονται συμπεριφορές, η σημασία των οποίων ξεπερνά τη προσωπική ηθική και αφορά τις δεοντολογικές συνιστώσες της πολιτικής συμβίωσης πάνω στις οποίες οικοδομείται το κοινωνικό συμβόλαιο.
Με άλλα λόγια, η ανάληψη και απόδοση των πολιτικών ευθυνών είναι αυτή που απορροφά τους «κραδασμούς» του πολιτικού συστήματος, είναι αυτή που νομιμοποιεί το πολιτικό σύστημα διατηρώντας την αναγκαία εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτό.
Ωστόσο, και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις -όπως και σε πολλές άλλες προηγούμενες- φαίνεται πως το πολιτικό προσωπικό έχει συνειδητά πλέον επιλέξει να κωφεύσει.
Μία πρόταση απέναντι στο πρωτοφανή παχυδερμισμό των πολιτικών ίσως είναι η εφαρμογή της αμερικανικής πρακτικής της «καταγγελίας» (impeachment), δηλαδή του ακριβού καθορισμού των προϋποθέσεων έκπτωσης πολιτικών προσώπων από το αξίωμά τους στις περιπτώσεις εμπλοκής τους σε ανάλογες υποθέσεις, έτσι ώστε να διαχωρίζονται και να αναδεικνύονται οι πολιτικές και οι ποινικές ευθύνες.
Τούτο συνέβη το 1998, όπου ο αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον κατηγορήθηκε από τη γερουσία για παρεμπόδιση του έργου της δικαιοσύνης στο γνωστό σκάνδαλο Λεβίνσκι.
Συμπερασματικά, εάν υπάρχει σκάνδαλο στη υπόθεση Ζαχόπουλου αυτό δε βρίσκεται στις ερωτικές περιπέτειες του πρώην γενικού γραμματέα του υπουργείου πολιτισμού και τις ροζ αποχρώσεις του, αλλά αντίθετα στη προκλητική και προσβλητική απροθυμία των ηγητόρων της κυβέρνησης να προστατεύσουν το πολιτικό σύστημα από την ολοκληρωτική (και οριστική;) απαξίωσή του.
Φυσικά, παρόμοιες σκέψεις δε δείχνουν να απασχολούν τα μέλη της σημερινής κυβέρνησης, των οποίων η απολίτικη στάση, ο χυδαίος κυνισμός και οι μικροπολιτικοί συμφεροντολογικοί υπολογισμοί είναι πλέον παροιμιώδεις και δε σταματούν να εκπλήσσουν ακόμη και τους πλέον εθισμένους στην απερίγραπτη χυδαιότητα των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων.
* Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Προοδευτικής Πολιτικής (9.2.2008).
<< Home