Κυριακή, Φεβρουαρίου 27, 2005

From the Archives: Από το Κοινωνικό Κράτος στην Κοινωνία της Πρόνοιας

«Δεν υπάρχει ανακολουθία ανάμεσα στο σύστημα ελεύθερης αγοράς και στην επιδίωξη ευρύτερων κοινωνικών σκοπών»
Milton Friedman, Free To Choose




Εάν υπήρξε ένας κοινός τόπος στον πολιτικό λόγο όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών κομμάτων κατά την προεκλογική περίοδο, αυτός δεν ήταν άλλος άλλο από την ομόφωνη καταδίκη του «νεοφιλελευθερισμού». Σε ένα πρώτο επίπεδο, οι αναφορές αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο ενός «λαϊκισμού της ταμπέλας», στη βάση του παλαιού λενινιστικού δόγματος πως ό,τι κατηγοριοποιείται δεν χρειάζεται να αναλυθεί. Είναι προφανές ότι οι- συχνά παρά τη θέλησή τους- φέροντες την επάρατη στη χώρα μας ταμπέλα του νεοφιλελευθερισμού δεν είναι ανθρωποβόρα κτήνη που ενσαρκώνουν έναν πρωτόγονο κοινωνικό δαρβινισμό, και πάντως σε κάθε περίπτωση οι κατήγοροί τους δεν έχουν το μονοπώλιο των ευαισθησιών και της κοινωνικής υπευθυνότητας. Άλλωστε, για τους ελάχιστα γνωρίζοντες, ένα μεγάλο μέρος της φιλελεύθερης παράδοσης, από τον ωφελιμισμό του John Stuart Mill έως την διατυπωμένη για πρώτη φορά από τον μονεταριστή Milton Friedman πρόταση για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ως δίχτυ κοινωνικής προστασίας (safety net), χαρακτηρίζεται από την πίστη της στην κοινωνική πρόοδο και ευημερία.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η εμμονή στη στείρα αποκήρυξη του νεοφιλελευθερισμού συγκαλύπτει το εκκωφαντικό έλλειμμα νέων ιδεών και προτάσεων και την τραγική αδυναμία μεταφοράς και επεξεργασίας των σύγχρονων προσεγγίσεων και αντιλήψεων στην ελληνική πραγματικότητα που αφορούν στην αναγκαία μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους.

Η αποτυχία της σοσιαλδημοκρατίας και η εξάντληση των ορίων του κοινωνικού κράτους που άρχισαν να γίνονται ευρέως αντιληπτά από τη δεκαετία του 1970 έκανε σαφές πως, οι διαχειριστικές λογικές του κυρίαρχου μοντέλου υπερέβησαν τις δυνατότητές τους. Χωρίς να παραγνωρίζεται η συμβολή του στα υψηλά επίπεδα διαβίωσης στις δυτικές κοινωνίες, δημιούργησε στρεβλώσεις στη λειτουργία των αγορών υπονομεύοντας την ανάπτυξη και πλήθος δημοσιονομικών προβλημάτων που συχνά οδήγησαν τα δημόσια οικονομικά σε αδιέξοδο.

Από τον κανόνα αυτό δεν ξέφυγε φυσικά ούτε η χώρα μας, όπου το ζητούμενο στη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων κοινωνικών υπηρεσιών δεν είναι τόσο η αύξηση των κοινωνικών δαπανών όπως μονοσήμαντα και μονότονα επισημαίνει το σύνολο των πολιτικών κομμάτων, όσο η σε βάθος μεταρρύθμιση του υφιστάμενου συστήματος. Πραγματικά, οι κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα σήμερα ανέρχονται στο 27% του ΑΕΠ, οι υψηλότερες στον ευρωπαϊκό νότο, και εκτιμάται πως μέσα στο 2004 θα φτάσει τα επίπεδα του μέσου κοινοτικού όρου του 27,5%. Πέρα λοιπόν από το ζήτημα της μεγέθυνσης του ΑΕΠ ως μέσο αύξησης των κοινωνικών δαπανών, η βελτίωση του συστήματος παροχής κοινωνικών υπηρεσιών δεν περνά μέσα από τον εξορθολογισμό του (καλύτερη διαχείριση, περιορισμό σπατάλης) αλλά από ριζοσπαστικές πολιτικές που περιλαμβάνουν τόσο διαφορετικούς στόχους όσο και μέσα για την επίτευξή τους.

Ριζοσπαστικές πολιτικές στον πυρήνα των οποίων βρίσκεται ο ρόλος που πρέπει να διαδραματίζει το σύγχρονο κράτος: παρέμβαση όχι προς υποκατάσταση της αγοράς αλλά προς ενίσχυσή της, κάλυψη των κενών της και εξασφάλιση πρόσβασης όλων σε αυτή. Τούτο θα γίνει μέσα από το πέρασμα από το κοινωνικό κράτος (welfare state) στην κοινωνία της πρόνοιας (welfare society) στη βάση μίας νέας ισορροπίας κράτους και αγοράς που δεν εδράζεται στα δόγματα της μεικτής οικονομίας που δεν αναγνωρίζει απλά (ως αναπόφευκτο) την κυριαρχία των αγορών αλλά και τις ενθαρρύνει, συμπληρώντας τις παράλληλα με μη κρατικές μορφές κοινωνικής προστασίας.

Οι παραπάνω όροι δεν είναι απαραίτητα συμπληρωματικοί. Μάλιστα από ορισμένες πλευρές είναι και αντιθετικοί. Τούτο διότι το κοινωνικό κράτος δημιούργησε, συντήρησε και ανέπτυξε μία κουλτούρα εξάρτησης που υπονόμευσε μία σειρά προσπαθειών οικονομικού εκσυγχρονισμού, συνετέλεσε στην υπανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και συνέβαλε στη δημιουργία ευνοημένων κοινωνικών ομάδων που λειτουργούν ως οργανωμένες ομάδες πίεσης-συμφερόντων και οδηγούν στην περιθωριοποίηση τμημάτων του πληθυσμού (κοινωνίες των δύο τρίτων).

Παράλληλα, δεν επέτρεψε την ανάπτυξη του κοινωνικού κεφαλαίου και της κοινωνίας των πολιτών, που πλέον αναγνωρίζονται ευρέως ως καθοριστικοί παράγοντες οικονομικής ανάπτυξης (Putnam, Fukuyama), στη βάση της σκέψης του Alexis de Tocqueville, ο οποίος στο ιδιαίτερα σημαντικό έργο του Δημοκρατία στην Αμερική (Democracy In America-1835) περιγράφει με πραγματικό θαυμασμό το πλήθος των εθελοντικών οργανώσεων πολιτών στις Η.Π.Α. που, λειτουργώντας ως ενδιάμεσοι θεσμοί, συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη εξυπηρετώντας παράλληλα μία σειρά κοινωνικών σκοπών.

Αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό και η ελληνική περίπτωση όπου ο κρατισμός αποτελεί τον κυρίαρχο ιδεολογικό μύθο. Τα αίτια της ατροφίας της κοινωνίας πολιτών πρέπει να αναζητηθούν στο γιγαντισμό του νεοελληνικού κράτους, ο οποίος εδράζεται στο κυρίαρχο πολιτιστικό πρότυπο που επιβιώνει ιστορικά από το Βυζάντιο ως τις μέρες μας. Αυτό το πρότυπο στηρίζεται στις αδιαμεσολάβητες σχέσεις ανάμεσα στους πολίτες και το κράτος, οι θεσμοί του οποίου είναι οι σχεδόν αποκλειστικοί φορείς νομιμοποίησης της κοινωνική πρακτικής. Μεταξύ άλλων, το κρατικιστικό πρότυπο οδήγησε στη στρεβλή οικονομική ανάπτυξη και στη διαμόρφωση μίας κοινωνίας μηδαμινής κοινωνικής προσφοράς και αλληλεγγύης, με τη μοναδική εξαίρεση του θεσμού της οικογένειας, θεσμός που επιβιώνει σε κοινωνίες «χαμηλής εμπιστοσύνης» (low-trust societies) όπου απουσιάζει κάθε έννοια ατομικής και κοινωνικής υπευθυνότητας.

Δεν χωρά λοιπόν αμφιβολία ότι, οι απαντήσεις στα σύγχρονα προβλήματα της κοινωνικής μέριμνας και προστασίας δεν μπορεί να προέλθουν μέσα από τις ξεπερασμένες και αποδεδειγμένα αναποτελεσματικές πρακτικές του σοσιαλδημοκρατικού κοινωνικού κράτους. Αντίθετα, αυτές θα πρέπει να αναζητηθούν στη βάση ενός νέου οικονομικού φιλελευθερισμού που, έχοντας πλέον επιτύχει σε μεγάλο βαθμό στο στόχο της δημιουργίας μίας πρωτοφανούς υλικής ευημερίας σε ένα μεγάλο τμήμα του πλανήτη, μπορεί κα πρέπει να κινηθεί προς την κατεύθυνση ενός περισσότερο δίκαιου κόσμου στη βάση της ισότητας των ευκαιριών, της μεγιστοποίησης της κοινωνικής κινητικότητας, της διάχυσης του πλούτου σε ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού και στην εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης στους αναξιοπαθούντες συμπολίτες μας, ενσωματώνοντας τις νέες συνθήκες και προκλήσεις.

Αυτός ο υπό διαμόρφωση νέος φιλελευθερισμός (ή μετα-φιλελευθερισμός) πρέπει να κινηθεί γύρω από τρεις άξονες. Την παραδοσιακή φιλελεύθερη δυσπιστία απέναντι στο κράτος, την εμπιστοσύνη απέναντι στις δημιουργικές δυνάμεις των ατόμων και των αγορών και την προβολή-προώθηση της κεντρικής σε όλα τα συστήματα ηθικής (πολιτικά και θρησκευτικά) αξία της κοινωνικής αλληλεγγύης.

Με βάση τις παραπάνω αρχές, η αποτελεσματική διαχείριση της κοινωνικής προστασίας στηρίζεται στην εφαρμογή πολιτικών που, προωθούν μία ευρείας κλίμακας αποκέντρωση εξουσιών και διαδικασιών, ενισχύουν μη κρατικούς θεσμούς κοινωνικής προσφοράς (φιλανθρωπικά δίκτυα, μη κυβερνητικές οργανώσεις, εταιρική ευθύνη, δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης) και παρέχουν εξατομικευμένες κοινωνικές υπηρεσίες (ελεύθερη επιλογή συστημάτων ασφάλισης, περίθαλψης, κ.λπ).

Η επιτυχία του εγχειρήματος προϋποθέτει βέβαια την απαγκίστρωση από πνευματικές αγκυλώσεις, ιδεοληψίες και δογματισμούς που κυριαρχούν καταθλιπτικά στην εγχώρια πολιτική συζήτηση καθώς και την ανάπτυξη ενός χώρου συνάντησης και διαλόγου ανάμεσα σε ετερόκλητες εκ πρώτης όψεως πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, που τις συνδέει η ευρύτητα πνεύματος αντί της καταστροφικής εμμονής σε στερεότυπα, η γνώση αντί της προκλητικής άγνοιας και η αναγκαία βούληση για την προώθηση πολιτικών τομών αντί του καιροσκοπικού συμβιβασμού υπό τον μανδύα της συναίνεσης και του διαλόγου. Κάποια πρώτα και θαρραλέα βήματα έδειξαν να δρομολογούνται, σε συμβόλικο έστω επίπεδο, στην πρόσφατη προεκλογική περίοδο και όσοι δεν έχουν υποκύψει ακόμη στην κυριαρχία της μικροκομματικής μιζέριας και των μικροσυμφερόντων, είναι βέβαιο ότι παρακολουθούν με έκδηλο ενδιαφέρον τη μελλοντική τύχη τους.

Αυτή η μετάβαση από το κοινωνικό κράτος στη κοινωνία της πρόνοιας θα επιτρέψει- για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του γάλλου φιλελεύθερου διανοητή Guy Sorman- τη συμφιλίωση της ανάπτυξης με την αλληλεγγύη, δημιουργώντας κοινωνίες ευημερίας που διασφαλίζουν (και) την οικονομική αξιοπρέπεια των μελών τους. Αυτό (πρέπει να) είναι το ζητούμενο της εποχής μας.
*Δημοσιεύτηκε στις ιστοσελίδες του Δικτύου Ελευθερίας (www.libertynet.gr) και της Προοδευτικής Πολιτικής (www.ppol.gr).