Δευτέρα, Φεβρουαρίου 28, 2005

Ο Sen, ο Hayek και το Οικονομικό Πρόγραμμα της Ελευθερίας

Ο αμερικανός πολιτικός Alexander Hamilton συνήθιζε να αποκαλεί την πολιτική οικονομία «πολιτική αριθμητική». Πραγματικά, παρά τις επίμονες προσπάθειες της επιστημονικής κοινότητας για την πλήρη «μαθηματικοποίηση» της, και τη μετατροπή της σε πειθαρχία (discipline) ανεξάρτητης αξιακών προϋποθέσεων, από την εποχή των Adam Smith, David Ricardo και Karl Marx, παραμένει δέσμια κανονιστικών (normative) προτύπων και ιδεολογικών παραδοχών (assumptions).

Ειδικότερα οι ρίζες των κανονιστικών παραδοχών της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας βρίσκονται στο έργο του βρετανού φιλοσόφου Jeremy Bentham (1748-1832) και στο ωφελιμιστικό σύστημα σκέψης (utilitarianism). Αξίζει δε να σημειωθεί ότι, η φιλοσοφία του κοινωνικού ωφελιμισμού άσκησε σημαντική επιρροή στην ανάπτυξη ποικίλων θεωριών οικονομικού και πολιτικού κολεκτιβισμού. Έτσι, ο ωφελιμισμός συνέβαλε στην ανάπτυξη του διαχειριστικού κράτους στη βικτοριανή Αγγλία, ανοίγοντας το δρόμο στην κρατική παρέμβαση στην οικονομική σφαίρα (βλ. σχετικά, Axel Davies, The Utilitarian Foundations of Collectivism, Libertarian Heritage, No. 15, 1995, έκδοση του ιδρύματος Libertarian Alliance- www.libertarian.co.uk). Ως συνέπεια, οι κυβερνητικές προτεραιότητες κατευθύνονται προς τη μεγιστοποίηση του οφέλους του κοινωνικού συνόλου, νομιμοποιώντας τον περιορισμό των οικονομικών ελευθεριών των ατόμων. Ο οικονομικός ωφελιμισμός («το μέγιστο δυνατό καλό για τον μέγιστο δυνατό αριθμό ανθρώπων») βρίσκεται στη βάση της επικρατούσας «νέο-κλασσικής σύνθεσης». Από αυτό το πλαίσιο δεν απέκλιναν ακόμη και νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι, όπως ο Milton Friedman.

Την προτεραιότητα της ελευθερίας ως ηθική επιταγή της πολιτικής οικονομίας επαναφέρει το έργο του αριστερού ινδού οικονομολόγου και καθηγητή στο Harvard Amartya Sen, ο οποίος τιμήθηκε με το Nobel Οικονομικών (1998) για το έργο του στα οικονομικά της ανάπτυξης και της ευημερίας (welfare economics). Στο σημαντικό έργο του «Η Ανάπτυξη ως Ελευθερία» (Development As Freedom, Anchor, 2000, 384 σελ.) προχωρά πέρα από το κλασσικό επιχείρημα της αποτελεσματικότητας της ελεύθερης οικονομίας ως παράγοντα οικονομικής ευημερίας (effectiveness reason), στην αξιολόγησή της με βάση τη μεγιστοποίηση της ανθρώπινης ελευθερίας (evaluative reason). Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι, «η αξιολόγηση της προόδου πρέπει πρωταρχικά να γίνεται με κριτήριο το κατά πόσο ενδυναμώνονται οι ελευθερίες των ανθρώπων» (σελ. 4).


Ο Sen, σύμφωνα με την Επιτροπή των βραβείων Nobel, επαναφέρει την «ηθική διάσταση» στην οικονομική επιστήμη. Όσο και αν ακούγεται παράδοξο, κάτι τέτοιο τον φέρνει κοντά στον, «κοινωνικό δαρβινιστή» και απολογητή του καπιταλισμού για την αριστερή οικονομική σκέψη, Friedrich Augustus von Hayek, αλλά ακόμη και σε αυτούς τους φιλελευθεριστές (libertarians) οικονομολόγους της σχολής των Αυστριακών Οικονομικών (Austrian Economics), όπως ο Murray Rothbard.

Είναι χαρακτηριστικό πως, ο ίδιος ο Sen δεν διστάζει να αναγνωρίσει τη συμβολή του Friedrich von Hayek, της εμβληματικής αυτής μορφής για τον φιλελευθερισμό του 20ου αιώνα, στην οικονομική επιστήμη. Σε άρθρο του με αφορμή τη συμπλήρωση 60 χρόνων από την έκδοση του βιβλίου του Hayek «Ο Δρόμος προς τη Δουλεία» σημειώνει πως, «το χρέος μας στον Hayek είναι ουσιαστικό. Βοήθησε να καθιερώσουμε μία προσέγγιση εκτίμησης βασισμένη στην ελευθερία, με βάση την οποία κρίνονται τα οικονομικά συστήματα» («An Insight into the purpose of prosperity», Financial Times, 20.9.2004).

Ένα πολιτικό πρόγραμμα σύγκλισης Αριστεράς-Δεξιάς στον οικονομικό τομέα, για το οποίο πολύς λόγος γίνεται τα τελευταία χρόνια, οφείλει να κινηθεί στην αναζήτηση μίας διαλεκτικής σύνθεσης των θεωριών των Sen και Hayek, αμφότεροι οι οποίοι επεχείρησαν να συνδυάσουν τις ατομικές προτιμήσεις και επιλογές των ανθρώπων με το κοινωνικό όφελος (common good), ή διαφορετικά, να συγκεράσουν την ατομική ελευθερία με την κοινωνική δικαιοσύνη.

Η ηθική βάση νομιμοποίησης της παραπάνω σύνθεσης προσφέρεται από τον σπουδαίο αμερικανό φιλόσοφο John Rawls και τη θεωρία του για την «αναδιανεμητική δικαιοσύνη» (distributive justice), όπως αναπτύσσεται στο γνωστό έργο του «Θεωρία Δικαιοσύνης» (A Theory of Justice, Belknap Press, 1999 [1971], 538 σελ.). Για τον Rawls (που κακώς «χαρίζεται» από πολλούς φιλελεύθερους στην Αριστερά), η κατοχύρωση και διεύρυνση των ατομικών ελευθεριών πρέπει να συνοδεύεται από την παράλληλη παρέμβαση υπέρ των λιγότερο ευνοουμένων και όχι κατ? ανάγκη των ασθενέστερων ή των φτωχότερων. Πρόκειται δηλαδή για απομάκρυνση τόσο από τον οικονομικό ωφελιμισμό των συντηρητικών αλλά και νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων, όσο και τον εξισωτισμό (egalitarianism) της παραδοσιακής σοσιαλιστικής θεωρίας.


Ο Τάκης Μίχας σε άρθρο με τίτλο «Φιλελευθερισμός, Σοσιαλισμός, ΠΑΣΟΚ» (www.ppol.gr) σωστά επισημαίνει πως, η λειτουργική σύγκλιση φιλελεύθερων-σοσιαλιστών δεν μπορεί να εξαντληθεί σε ευκαιριακές αποσπασματικές συμμαχίες ούτε στις (όντως υπαρκτές) κοινές ιστορικές καταβολές των δύο ρευμάτων, αλλά αντίθετα προϋποθέτει την αξιακή τους σύνθεση. Και ορθά προβάλει το έργο του Rawls ως το πλέον κατάλληλο για την παραπάνω σύνθεση. Σε αυτό το πλαίσιο, η οικονομική ανισότητα δεν (πρέπει να) είναι καταδικαστέα per se. Τουναντίον, «αυτό που προσδιορίζει την ηθική φύση των οικονομικών δομών μιας κοινωνίας δεν είναι αν αυτές παράγουν ανισότητα η ισότητα, αλλά τα αποτελέσματα που έχουν στην ευημερία των λιγότερο ευνοημένων ατόμων».

Στις μέρες μας, η ευημερία του κοινωνικού συνόλου μοιάζει συχνά να οικοδομείται πάνω στα θεμέλια της περιθωριοποίησης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, μέσα από την δημιουργία των λεγόμενων «κοινωνιών των 2/3». Έτσι, από την απομόνωση των ανέργων υπό το καθεστώς των ασφυκτικών ρυθμίσεων των αγορών εργασίας και των αποκλεισμό των αλλοδαπών από τους αυστηρούς μεταναστευτικούς νόμους, έως την καταδίκη στη μιζέρια του αγροτικού πληθυσμού του Τρίτου Κόσμου μέσα από τον περιορισμό του διεθνούς εμπορίου και την εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), συναντούμε ένα συνεχώς διευρυνόμενο υπο-προλεταριάτο ανθρώπων που στερούνται στοιχειώδη ατομικά δικαιώματα και οικονομικές ελευθερίες, δημιουργώντας μια βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της κοινωνικής συνοχής.


Η παγίωση-θεσμοθέτηση και η αναπαραγωγή σχέσεων ανισότητας, μέσα από διοικητικές ρυθμίσεις, σε βάρος των λιγότερο ευνοημένων συνιστά ανεπίτρεπτη παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων και μέγιστη κοινωνική αδικία. Η ενσωμάτωσή τους αποτελεί το μεγάλο στοίχημα για την οικονομική ευημερία, την αρμονική συνύπαρξη και την διεθνή ασφάλεια τον 21ο αιώνα. Και τον πρωταρχικό και φιλόδοξο στόχο ενός οικονομικού προγράμματος της Ελευθερίας.