Ο Ορχάν Παμούκ και η αναζήτηση εθνικής ταυτότητας
Ο Alexis de Tocqueville συνήθιζε να λέει πως, οι δεξιότητες που παράγουν καλή λογοτεχνία δεν παράγουν απαραίτητα και καλή πολιτική. Και τις περισσότερες φορές είχε δίκιο- αρκεί να αναλογιστεί κάποιος τις φιλοφασιστικές πολιτικές θέσεις του σπουδαίου ιρλανδού θεατρικού συγγραφέα George Bernard Shaw, ή τον στρατευμένο κομμουνισμό του γάλλου υπαρξιστή φιλοσόφου Jean-Paul Sartre.
Το έργο όμως του Orhan Pamuk, του σημαντικότερου ίσως τούρκου συγγραφέα στην εποχή μας, αποτελεί εξαίρεση, καθώς πέρα από την αναμφισβήτητη λογοτεχνική αξία του, περιγράφει όσο ελάχιστα συγγράμματα πολιτικής επιστήμης και κοινωνικής ψυχολογίας την αναζήτηση εθνικής ταυτότητας στη σύγχρονη Τουρκία.
Πραγματικά, ο Pamuk προσεγγίζει τα θέματα που πραγματεύεται με τρόπο μοναδικό, εφάμιλλο της ανατομίας της ρωσικής ψυχής που μας προσέφερε ο Fyodor Dostoyevsky. Στο εξαιρετικό έργο του Το Μαύρο Βιβλίο (Ωκεανίδα, 1990), ο συγγραφέας, αναζητώντας την ταυτότητα της πόλης του, της Κωνσταντινούπολης, ουσιαστικά μας προσφέρει την εικόνα μίας χώρας ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, ανάμεσα σε σύνθεση και σύγκρουση. Για τον Pamuk, η «τουρκική ψυχή» (ό,τι και αν αυτό σημαίνει) ισορροπεί άτσαλα ανάμεσα σε δύο ταυτότητες, ανάμεσα στη Μέκκα και τις Βρυξέλλες.
Στο τελευταίο του έργο με τίτλο «Χιόνι» (Snow, Knopf, 2004), όπου αυτή τη φορά η δράση εξελίσσεται όχι στη κοσμοπολίτικη Κωνσταντινούπολη αλλά σε μία φτωχή πόλη της Ανατολίας, στο στόχαστρο του βρίσκεται το κοσμικό κράτος και οι υπερβολές του. Κούρδοι, Αρμένιοι, πολιτικές δολοφονίες και μουσουλμανικές μαντίλες, διαπλέκονται στις σελίδες του βιβλίου, αποκαλύπτοντας με δραματικό τρόπο τα υπαρξιακά άγχη της σύγχρονης Τουρκίας ως «διχασμένη χώρα» (torn country), σύμφωνα με την έννοια που χρησιμοποιεί ο Samuel Huntington στο έργο του Η σύγκρουση των Πολιτισμών και ο Ανασχηματισμός της Παγκόσμιας Τάξης (Terzo Books, 1998).
Ουσιαστικά ο συγγραφέας ασκεί σκληρή κριτική στα όρια του επιβαλλόμενου «από τα πάνω» εκσυγχρονισμού (modernization) της τουρκικής κοινωνίας και τα αδιέξοδα του κεμαλικού μοντέλου (βίαιη ομογενοποίηση, παντουρκισμός, εθνικισμός). Το γεγονός πως το βιβλίο του Pamuk συγκέντρωσε τα πυρά όλων των πλευρών αποτελεί αναμφισβήτητα ένδειξη επιτυχούς στόχευσης. Ταυτόχρονα βέβαια, καταδεικνύει ότι η τουρκική κοινωνία δεν είναι ακόμη έτοιμη να ξεκινήσει ένα ταξίδι συλλογικής αυτογνωσίας με προορισμό την θέση της στο σύγχρονο κόσμο.
Φυσικά, η περίπτωση της Τουρκίας δεν είναι μοναδική. Πλήθος κοινωνιών βιώνουν ανάλογες κρίσεις, συνέπεια της προβληματικής σχέσης τους με την νεωτερικότητα και τις προκλήσεις που αυτή θέτει, ιδιαίτερα στις σημερινές νέες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης. Έτσι, για παράδειγμα, ολόκληρη η ιστορική διαδρομή της Ρωσίας μπορεί να ειδωθεί ως μία διαρκής εσωτερική αντιπαλότητα γύρω από την «ρωσική ιδέα», ανάμεσα στον «δυτικισμό» (zapadniki), την προσπάθεια δηλαδή εκμοντερνισμού με στόχο την συμπόρευση με την Δύση, και τον «ευρασιανισμό» (eurasianism) που προβάλει την πνευματικότητα απέναντι στον πραγματισμό, και τον κολεκτιβισμό απέναντι στον ατομικισμό.
Ανάλογα ζητήματα συναντούμε με τις «δύο Σερβίες» της γειτονικής μας χώρας, όπου το φιλοευρωπαϊκό, ορθολογικό τμήμα της κοινωνίας έχει να αντιπαλέψει τον αν-ιστορικό μυθολογικό κοινοτισμό της «Αστρικής Σερβίας» και του «επουράνιου λαού», με το δικό του βέβαια μερίδιο ευθύνης στον παραλογισμό της σύγκρουσης στον χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας (βλέπε σχετικά το βιβλίο Η Επιβολή της Βαρβαρότητας στη Γιουγκοσλαβία, Παρατηρητής, 1998).
Εξίσου διχασμένη βέβαια παραμένει και η χώρα μας, όπου η προβληματική μετάβαση στο δυτικό πρότυπο, λόγω της ημιτελούς πραγμάτωσης του προγράμματος του ελληνικού Διαφωτισμού, οδήγησε σε μία αμφίσημη σχέση με τη Δύση και ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει για μας. Το εξαιρετικό βιβλίο του Νικηφόρου Διαμαντούρου Πολιτισμικός Δυϊσμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης (Αλεξάνδρεια, 2000) περιγράφει με διεισδυτικότητα τις πολιτικές συνέπειες αυτού του πολιτιστικού δίπολου, στο πλαίσιο του εκσυγχρονιστικού πολιτικού και οικονομικού εγχειρήματος.
Στο βαθμό που οι πολιτισμοί παρακμάζουν όταν οι δεοντολογικές απόψεις τους χάσουν την ενοποιητική τους ικανότητα, όπως υποστήριζε ο ιστορικός A. Toynbee, γίνεται αντιληπτή η σημασία του «δεσμού» (bounding) ανάμεσα στα μέλη μίας κοινωνίας, αλλά και ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνίες. Σε κάθε διαφορετική περίπτωση διάρρηξης αυτών των δεσμών (συνέπεια της υιοθέτησης προβληματικών, ανεπεξέργαστων και συγκρουόμενων ταυτοτήτων), τα μέλη μιας κοινωνίας ζουν σε διαφορετικό ιστορικό χρόνο και οι κοινωνίες χάνουν τον βηματισμό τους μέσα στην Ιστορία, και οδηγούνται σε πολιτιστικές κρίσεις με απρόβλεπτες συνέπειες.
Αν η αφήγηση (narrative) διαμορφώνει τον κόσμο όπως τον αντιλαμβανόμαστε, όπως εύστοχα υποστηρίζει η καναδή συγγραφέας Margaret Atwood σε κριτική της για το βιβλίο του Pamuk (The New York Times, 15/8/2004), τότε βιβλία όπως το «Χιόνι» σκιαγραφούν ένα λειτουργικό μοντέλο συνύπαρξης βασισμένου στις αναγκαίες σχέσεις ισότιμης ετερότητας, αντί μιας ατελέσφορης τεχνητής και επιβαλλόμενης ομογενοποιήσεις.
Η εκδοτική επιτυχία έργων ελλήνων συγγραφέων, τα τελευταία χρόνια, όπως η τριλογία του Νίκου Θέμελη (Αναζήτηση, Ανατροπή, Αναλαμπή) για την εγχώρια αστική τάξη, ή της Μάρως Δούκα (Αθώοι και Φταίχτες) για τους τουρκοκρητικούς, στο βαθμό που αντανακλούν αντίστοιχες ανησυχίες του αναγνωστικού κοινού, εκφράζουν αναζητήσεις στην κατεύθυνση της συγκρότησης μίας σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας, απαλλαγμένης από τα συλλογικά στερεότυπα του παρελθόντος, ικανής να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του παρόντος και να προδιαγράψει ένα δυναμικό μέλλον. Κάτι τέτοιο είναι, αν μη τι άλλο, ενθαρρυντικό, και δείχνει πως απέχουμε, ακόμη τουλάχιστον, από το «finis Graecia», των εγχώριων συντηρητικών στοχαστών.
Το έργο όμως του Orhan Pamuk, του σημαντικότερου ίσως τούρκου συγγραφέα στην εποχή μας, αποτελεί εξαίρεση, καθώς πέρα από την αναμφισβήτητη λογοτεχνική αξία του, περιγράφει όσο ελάχιστα συγγράμματα πολιτικής επιστήμης και κοινωνικής ψυχολογίας την αναζήτηση εθνικής ταυτότητας στη σύγχρονη Τουρκία.
Πραγματικά, ο Pamuk προσεγγίζει τα θέματα που πραγματεύεται με τρόπο μοναδικό, εφάμιλλο της ανατομίας της ρωσικής ψυχής που μας προσέφερε ο Fyodor Dostoyevsky. Στο εξαιρετικό έργο του Το Μαύρο Βιβλίο (Ωκεανίδα, 1990), ο συγγραφέας, αναζητώντας την ταυτότητα της πόλης του, της Κωνσταντινούπολης, ουσιαστικά μας προσφέρει την εικόνα μίας χώρας ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, ανάμεσα σε σύνθεση και σύγκρουση. Για τον Pamuk, η «τουρκική ψυχή» (ό,τι και αν αυτό σημαίνει) ισορροπεί άτσαλα ανάμεσα σε δύο ταυτότητες, ανάμεσα στη Μέκκα και τις Βρυξέλλες.
Στο τελευταίο του έργο με τίτλο «Χιόνι» (Snow, Knopf, 2004), όπου αυτή τη φορά η δράση εξελίσσεται όχι στη κοσμοπολίτικη Κωνσταντινούπολη αλλά σε μία φτωχή πόλη της Ανατολίας, στο στόχαστρο του βρίσκεται το κοσμικό κράτος και οι υπερβολές του. Κούρδοι, Αρμένιοι, πολιτικές δολοφονίες και μουσουλμανικές μαντίλες, διαπλέκονται στις σελίδες του βιβλίου, αποκαλύπτοντας με δραματικό τρόπο τα υπαρξιακά άγχη της σύγχρονης Τουρκίας ως «διχασμένη χώρα» (torn country), σύμφωνα με την έννοια που χρησιμοποιεί ο Samuel Huntington στο έργο του Η σύγκρουση των Πολιτισμών και ο Ανασχηματισμός της Παγκόσμιας Τάξης (Terzo Books, 1998).
Ουσιαστικά ο συγγραφέας ασκεί σκληρή κριτική στα όρια του επιβαλλόμενου «από τα πάνω» εκσυγχρονισμού (modernization) της τουρκικής κοινωνίας και τα αδιέξοδα του κεμαλικού μοντέλου (βίαιη ομογενοποίηση, παντουρκισμός, εθνικισμός). Το γεγονός πως το βιβλίο του Pamuk συγκέντρωσε τα πυρά όλων των πλευρών αποτελεί αναμφισβήτητα ένδειξη επιτυχούς στόχευσης. Ταυτόχρονα βέβαια, καταδεικνύει ότι η τουρκική κοινωνία δεν είναι ακόμη έτοιμη να ξεκινήσει ένα ταξίδι συλλογικής αυτογνωσίας με προορισμό την θέση της στο σύγχρονο κόσμο.
Φυσικά, η περίπτωση της Τουρκίας δεν είναι μοναδική. Πλήθος κοινωνιών βιώνουν ανάλογες κρίσεις, συνέπεια της προβληματικής σχέσης τους με την νεωτερικότητα και τις προκλήσεις που αυτή θέτει, ιδιαίτερα στις σημερινές νέες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης. Έτσι, για παράδειγμα, ολόκληρη η ιστορική διαδρομή της Ρωσίας μπορεί να ειδωθεί ως μία διαρκής εσωτερική αντιπαλότητα γύρω από την «ρωσική ιδέα», ανάμεσα στον «δυτικισμό» (zapadniki), την προσπάθεια δηλαδή εκμοντερνισμού με στόχο την συμπόρευση με την Δύση, και τον «ευρασιανισμό» (eurasianism) που προβάλει την πνευματικότητα απέναντι στον πραγματισμό, και τον κολεκτιβισμό απέναντι στον ατομικισμό.
Ανάλογα ζητήματα συναντούμε με τις «δύο Σερβίες» της γειτονικής μας χώρας, όπου το φιλοευρωπαϊκό, ορθολογικό τμήμα της κοινωνίας έχει να αντιπαλέψει τον αν-ιστορικό μυθολογικό κοινοτισμό της «Αστρικής Σερβίας» και του «επουράνιου λαού», με το δικό του βέβαια μερίδιο ευθύνης στον παραλογισμό της σύγκρουσης στον χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας (βλέπε σχετικά το βιβλίο Η Επιβολή της Βαρβαρότητας στη Γιουγκοσλαβία, Παρατηρητής, 1998).
Εξίσου διχασμένη βέβαια παραμένει και η χώρα μας, όπου η προβληματική μετάβαση στο δυτικό πρότυπο, λόγω της ημιτελούς πραγμάτωσης του προγράμματος του ελληνικού Διαφωτισμού, οδήγησε σε μία αμφίσημη σχέση με τη Δύση και ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει για μας. Το εξαιρετικό βιβλίο του Νικηφόρου Διαμαντούρου Πολιτισμικός Δυϊσμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης (Αλεξάνδρεια, 2000) περιγράφει με διεισδυτικότητα τις πολιτικές συνέπειες αυτού του πολιτιστικού δίπολου, στο πλαίσιο του εκσυγχρονιστικού πολιτικού και οικονομικού εγχειρήματος.
Στο βαθμό που οι πολιτισμοί παρακμάζουν όταν οι δεοντολογικές απόψεις τους χάσουν την ενοποιητική τους ικανότητα, όπως υποστήριζε ο ιστορικός A. Toynbee, γίνεται αντιληπτή η σημασία του «δεσμού» (bounding) ανάμεσα στα μέλη μίας κοινωνίας, αλλά και ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνίες. Σε κάθε διαφορετική περίπτωση διάρρηξης αυτών των δεσμών (συνέπεια της υιοθέτησης προβληματικών, ανεπεξέργαστων και συγκρουόμενων ταυτοτήτων), τα μέλη μιας κοινωνίας ζουν σε διαφορετικό ιστορικό χρόνο και οι κοινωνίες χάνουν τον βηματισμό τους μέσα στην Ιστορία, και οδηγούνται σε πολιτιστικές κρίσεις με απρόβλεπτες συνέπειες.
Αν η αφήγηση (narrative) διαμορφώνει τον κόσμο όπως τον αντιλαμβανόμαστε, όπως εύστοχα υποστηρίζει η καναδή συγγραφέας Margaret Atwood σε κριτική της για το βιβλίο του Pamuk (The New York Times, 15/8/2004), τότε βιβλία όπως το «Χιόνι» σκιαγραφούν ένα λειτουργικό μοντέλο συνύπαρξης βασισμένου στις αναγκαίες σχέσεις ισότιμης ετερότητας, αντί μιας ατελέσφορης τεχνητής και επιβαλλόμενης ομογενοποιήσεις.
Η εκδοτική επιτυχία έργων ελλήνων συγγραφέων, τα τελευταία χρόνια, όπως η τριλογία του Νίκου Θέμελη (Αναζήτηση, Ανατροπή, Αναλαμπή) για την εγχώρια αστική τάξη, ή της Μάρως Δούκα (Αθώοι και Φταίχτες) για τους τουρκοκρητικούς, στο βαθμό που αντανακλούν αντίστοιχες ανησυχίες του αναγνωστικού κοινού, εκφράζουν αναζητήσεις στην κατεύθυνση της συγκρότησης μίας σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας, απαλλαγμένης από τα συλλογικά στερεότυπα του παρελθόντος, ικανής να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του παρόντος και να προδιαγράψει ένα δυναμικό μέλλον. Κάτι τέτοιο είναι, αν μη τι άλλο, ενθαρρυντικό, και δείχνει πως απέχουμε, ακόμη τουλάχιστον, από το «finis Graecia», των εγχώριων συντηρητικών στοχαστών.
<< Home