Ο Chirac και οι Αντιφιλελεύθεροι εκ Δεξιών
Οι πρόσφατες δηλώσεις του Γάλλου Προέδρου Jacques Chirac σύμφωνα με τις οποίες ο «υπερ- φιλελευθερισμός (ultra-liberalism) αποτελεί τον κομμουνισμό της εποχής μας», πέρα από τα όποια εννοιολογικά τους προβλήματα, δίνουν την αφορμή για μία σειρά χρήσιμων παρατηρήσεων.
Αν και ο λαϊκισμός δεν αποτελεί αχαρτογράφητο μονοπάτι για τον Γάλλο πολιτικό, ιδιαίτερα καθώς βαδίζει προς τις προεδρικές εκλογές του 2007, δεν πρέπει να οδηγηθούμε στο λανθασμένο συμπέρασμα πως ανακάλυψε, έστω και καθυστερημένα, την στρατηγική του «μεσαίου χώρου».
Αντίθετα, οι πολιτικές θέσεις και επιλογές του κινήθηκαν στις περισσότερες των περιπτώσεων εντός του πλαισίου ενός σοσιαλιστικού/ συντηρητικού κορπορατισμού παρά ενός σύγχρονου, έστω και γαλλικού, φιλελευθερισμού. Από τις «κορώνες» κατά της παγκοσμιοποίησης έως την πρόσφατη αντίθεση του στην απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέχρι και η αριστερή Liberation παρατηρεί την πρόθυμη ικανοποίηση των αιτημάτων των γαλλικών συνδικάτων για αύξηση των κατώτερων ημερομισθίων του δημόσιου τομέα, για δεύτερη συνεχή χρονιά, έπειτα από διαδηλώσεις ενός εκατομμυρίου ατόμων, υπογραμμίζοντας πως στέλνει λανθασμένα μηνύματα διεκδίκησης σε μία περίοδο που τα δημόσια οικονομικά δεν βρίσκονται στην καλύτερη δυνατή κατάσταση. Διόλου τυχαία λοιπόν, ο βρετανικός Economist σπεύδει να του αποδώσει τον χαρακτηρισμό του «σοσιαλιστή», την οικονομική πολιτική του οποίου τοποθετεί «στα αριστερά» του Tony Blair («Jacques Chirac, socialist», 19/4/2005).
Σε ένα δεύτερο επίπεδο ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι απόψεις Chirac δεν περιορίζονται στο πλαίσιο του γαλλικού συντηρητισμού. Αντίθετα, εντάσσονται στη μακρά παράδοση του ευρωπαϊκού, και όχι μόνο γκωλικού, συντηρητισμού, ο οποίος είναι επιφυλακτικός απέναντι στην ελεύθερη οικονομία αλλά και στο σύνολο σχεδόν των αξιακών παραδοχών που συγκροτούν τον κλασσικό φιλελευθερισμό. Άλλωστε, ιστορικά, η φιλελεύθερη και η συντηρητική κομματική οικογένεια υπήρξαν, περισσότερο ή λιγότερο, πολιτικά και εκλογικά διακριτές.
Έτσι, είναι φανερό πως το μεταπολεμικό μοντέλο της «φιλελεύθερης/ συντηρητικής συναίνεσης», η οποία εκφράστηκε επιτυχημένα στο εκλογικό επίπεδο με τακτικές πολιτικές/ κομματικές συμμαχίες (ο Girvin μιλά για «φιλελεύθερο συντηρητισμό»), διέρχεται κρίση καθώς εξέλειπαν οι συνθήκες που επέβαλαν την συμπόρευση των δύο ρευμάτων, ήτοι η αντιπαράθεση με το μεγάλο κράτος και τις κολεκτιβιστικές πρακτικές (οικονομικό πεδίο) καθώς και τις διπολικές λογικές του διεθνούς συστήματος την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου (πολιτικό-γεωστρατηγικό πεδίο). Σε αυτές τις αλλαγές πρέπει να προστεθούν μια σειρά από νέα ζητήματα (μετανάστευση, κ.λπ), επιμέρους μεταβολές μετα-υλιστικές ευαισθησίες (post-material concerns) και ζητήματα πολιτισμικού φιλελευθερισμού, το σύνολο των οποίων δημιουργεί ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, που συχνά επιβάλει διαφορετικές πολιτικές επιλογές για συντηρητικούς και φιλελεύθερους, υπερβαίνοντας τις παραδοσιακές παραταξιακές λογικές.
Από τη δεκαετία του 1990, καθώς τα πολιτικά συστήματα καλούνται να διαχειριστούν, μεταξύ άλλων, την κρίση του κοινωνικού κράτους, την ανάδυση ζητημάτων «νέας» πολιτικής, και τα πιεστικά ζητήματα που θέτει η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, παρατηρούνται «τριγμοί» στο μοντέλο της φιλελεύθερης-συντηρητικής συναίνεσης. Οι εξελίξεις αυτές, κατά περίπτωση, θέτουν σε κρίση το παραπάνω μοντέλο, λειτουργώντας φυγόκεντρα για τη συνοχή του, καθώς επιτρέπουν την εκ νέου ανάδυση παραδοσιακών αξιακών διαφορών του φιλελεύθερου και του συντηρητικού διανοητικού ρεύματος, στο βαθμό που τα νέα ζητήματα θέτουν ερωτήματα οι απαντήσεις στα οποία προϋποθέτουν αναγωγές σε κέντρα αναφοράς, σε αξιακές αφετηρίες.
Διόλου τυχαία λοιπόν, παρατηρείται στον ευρωπαϊκό χώρο μία στροφή των συντηρητικών κομμάτων σε εθνικιστικές/ κοινοτιστικές θέσεις και αυταρχικές/ πατερναλιστικές επιλογές (μετανάστευση, κλπ), την στιγμή που οι φιλελεύθεροι κινούνται προς την επαναβεβαίωση του κλασσικού φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού και του πρωτείου των ατομικών επιλογών.
Ο Keynes συνήθιζε να λέει ορθά ότι, τίποτε δεν είναι πιο χρήσιμο από μία καλή θεωρία. Ισχύει εξίσου βέβαια και το αντίστροφο. Μία λανθασμένη θεωρία αποτελεί εγγυημένη συνταγή αποτυχίας. Οι εσφαλμένες αντιλήψεις που κυριαρχούν στο μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης (με τις φωτεινές εξαιρέσεις της Βρετανίας και της Δανίας) αναφορικά με το ρόλο των αγορών και τις προτεραιότητες της κυβερνητικής πολιτικής, εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την αδυναμία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να μεταρρυθμίσουν το προβληματικό κοινωνικό κράτος και να προσδώσουν στις ευρωπαϊκές οικονομίες την χαμένη τους ανταγωνιστικότητα και στις ευρωπαϊκές κοινωνίες το όραμα και την προοπτική για ένα καλύτερο αύριο.
Το δυστύχημα είναι πως τα συντηρητικά κόμματα, στις περισσότερες περιπτώσεις, συναινούν, όταν δεν πρωτοστατούν, στις αντιφιλελεύθερες επιλογές. Για τους γνωρίζοντες όμως την πολιτική ιστορία και τις αξιακό σύστημα και τις αφετηριακές παραδοχές του συντηρητισμού, τα παραπάνω είναι λίγο-πολύ γνωστά. Η ύπαρξη των εκ δεξιών αντιφιλελεύθερων σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί έκπληξη. Σήμερα, μάλιστα, με την μετακίνηση των σοσιαλιστικών/ σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων προς φιλελεύθερες θέσεις (ώστε πολλοί αναλυτές να κάνουν λόγο για μία υπό διαμόρφωση φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία) ίσως να αποτελούν μελλοντικά και τον κύριο αντίπαλο του φιλελευθερισμού.
Αν και ο λαϊκισμός δεν αποτελεί αχαρτογράφητο μονοπάτι για τον Γάλλο πολιτικό, ιδιαίτερα καθώς βαδίζει προς τις προεδρικές εκλογές του 2007, δεν πρέπει να οδηγηθούμε στο λανθασμένο συμπέρασμα πως ανακάλυψε, έστω και καθυστερημένα, την στρατηγική του «μεσαίου χώρου».
Αντίθετα, οι πολιτικές θέσεις και επιλογές του κινήθηκαν στις περισσότερες των περιπτώσεων εντός του πλαισίου ενός σοσιαλιστικού/ συντηρητικού κορπορατισμού παρά ενός σύγχρονου, έστω και γαλλικού, φιλελευθερισμού. Από τις «κορώνες» κατά της παγκοσμιοποίησης έως την πρόσφατη αντίθεση του στην απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέχρι και η αριστερή Liberation παρατηρεί την πρόθυμη ικανοποίηση των αιτημάτων των γαλλικών συνδικάτων για αύξηση των κατώτερων ημερομισθίων του δημόσιου τομέα, για δεύτερη συνεχή χρονιά, έπειτα από διαδηλώσεις ενός εκατομμυρίου ατόμων, υπογραμμίζοντας πως στέλνει λανθασμένα μηνύματα διεκδίκησης σε μία περίοδο που τα δημόσια οικονομικά δεν βρίσκονται στην καλύτερη δυνατή κατάσταση. Διόλου τυχαία λοιπόν, ο βρετανικός Economist σπεύδει να του αποδώσει τον χαρακτηρισμό του «σοσιαλιστή», την οικονομική πολιτική του οποίου τοποθετεί «στα αριστερά» του Tony Blair («Jacques Chirac, socialist», 19/4/2005).
Σε ένα δεύτερο επίπεδο ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι απόψεις Chirac δεν περιορίζονται στο πλαίσιο του γαλλικού συντηρητισμού. Αντίθετα, εντάσσονται στη μακρά παράδοση του ευρωπαϊκού, και όχι μόνο γκωλικού, συντηρητισμού, ο οποίος είναι επιφυλακτικός απέναντι στην ελεύθερη οικονομία αλλά και στο σύνολο σχεδόν των αξιακών παραδοχών που συγκροτούν τον κλασσικό φιλελευθερισμό. Άλλωστε, ιστορικά, η φιλελεύθερη και η συντηρητική κομματική οικογένεια υπήρξαν, περισσότερο ή λιγότερο, πολιτικά και εκλογικά διακριτές.
Έτσι, είναι φανερό πως το μεταπολεμικό μοντέλο της «φιλελεύθερης/ συντηρητικής συναίνεσης», η οποία εκφράστηκε επιτυχημένα στο εκλογικό επίπεδο με τακτικές πολιτικές/ κομματικές συμμαχίες (ο Girvin μιλά για «φιλελεύθερο συντηρητισμό»), διέρχεται κρίση καθώς εξέλειπαν οι συνθήκες που επέβαλαν την συμπόρευση των δύο ρευμάτων, ήτοι η αντιπαράθεση με το μεγάλο κράτος και τις κολεκτιβιστικές πρακτικές (οικονομικό πεδίο) καθώς και τις διπολικές λογικές του διεθνούς συστήματος την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου (πολιτικό-γεωστρατηγικό πεδίο). Σε αυτές τις αλλαγές πρέπει να προστεθούν μια σειρά από νέα ζητήματα (μετανάστευση, κ.λπ), επιμέρους μεταβολές μετα-υλιστικές ευαισθησίες (post-material concerns) και ζητήματα πολιτισμικού φιλελευθερισμού, το σύνολο των οποίων δημιουργεί ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, που συχνά επιβάλει διαφορετικές πολιτικές επιλογές για συντηρητικούς και φιλελεύθερους, υπερβαίνοντας τις παραδοσιακές παραταξιακές λογικές.
Από τη δεκαετία του 1990, καθώς τα πολιτικά συστήματα καλούνται να διαχειριστούν, μεταξύ άλλων, την κρίση του κοινωνικού κράτους, την ανάδυση ζητημάτων «νέας» πολιτικής, και τα πιεστικά ζητήματα που θέτει η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, παρατηρούνται «τριγμοί» στο μοντέλο της φιλελεύθερης-συντηρητικής συναίνεσης. Οι εξελίξεις αυτές, κατά περίπτωση, θέτουν σε κρίση το παραπάνω μοντέλο, λειτουργώντας φυγόκεντρα για τη συνοχή του, καθώς επιτρέπουν την εκ νέου ανάδυση παραδοσιακών αξιακών διαφορών του φιλελεύθερου και του συντηρητικού διανοητικού ρεύματος, στο βαθμό που τα νέα ζητήματα θέτουν ερωτήματα οι απαντήσεις στα οποία προϋποθέτουν αναγωγές σε κέντρα αναφοράς, σε αξιακές αφετηρίες.
Διόλου τυχαία λοιπόν, παρατηρείται στον ευρωπαϊκό χώρο μία στροφή των συντηρητικών κομμάτων σε εθνικιστικές/ κοινοτιστικές θέσεις και αυταρχικές/ πατερναλιστικές επιλογές (μετανάστευση, κλπ), την στιγμή που οι φιλελεύθεροι κινούνται προς την επαναβεβαίωση του κλασσικού φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού και του πρωτείου των ατομικών επιλογών.
Ο Keynes συνήθιζε να λέει ορθά ότι, τίποτε δεν είναι πιο χρήσιμο από μία καλή θεωρία. Ισχύει εξίσου βέβαια και το αντίστροφο. Μία λανθασμένη θεωρία αποτελεί εγγυημένη συνταγή αποτυχίας. Οι εσφαλμένες αντιλήψεις που κυριαρχούν στο μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης (με τις φωτεινές εξαιρέσεις της Βρετανίας και της Δανίας) αναφορικά με το ρόλο των αγορών και τις προτεραιότητες της κυβερνητικής πολιτικής, εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την αδυναμία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να μεταρρυθμίσουν το προβληματικό κοινωνικό κράτος και να προσδώσουν στις ευρωπαϊκές οικονομίες την χαμένη τους ανταγωνιστικότητα και στις ευρωπαϊκές κοινωνίες το όραμα και την προοπτική για ένα καλύτερο αύριο.
Το δυστύχημα είναι πως τα συντηρητικά κόμματα, στις περισσότερες περιπτώσεις, συναινούν, όταν δεν πρωτοστατούν, στις αντιφιλελεύθερες επιλογές. Για τους γνωρίζοντες όμως την πολιτική ιστορία και τις αξιακό σύστημα και τις αφετηριακές παραδοχές του συντηρητισμού, τα παραπάνω είναι λίγο-πολύ γνωστά. Η ύπαρξη των εκ δεξιών αντιφιλελεύθερων σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί έκπληξη. Σήμερα, μάλιστα, με την μετακίνηση των σοσιαλιστικών/ σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων προς φιλελεύθερες θέσεις (ώστε πολλοί αναλυτές να κάνουν λόγο για μία υπό διαμόρφωση φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία) ίσως να αποτελούν μελλοντικά και τον κύριο αντίπαλο του φιλελευθερισμού.
<< Home