Δευτέρα, Μαΐου 16, 2005

Συντηρητική σκέψη και Ιδεολογική Ένδεια

«Αμφιβάλω αν μπορεί να υπάρξει κάτι που να
ονομάζεται συντηρητική πολιτική φιλοσοφία.»

Friedrich Hayek


Ο Τάκης Μίχας, στο κείμενο του «Η ιδεολογική σύγκλιση Νέας Δημοκρατίας και ΚΚΕ» στην ιστοσελίδα της Προοδευτικής Πολιτικής (14.5.2005) περιγράφει, με τον πραγματικά μοναδικό προβοκατόρικο και τεκμηριωμένο τρόπο του, την ιδεολογική σύμπλευση που παρατηρείται στις μέρες μας ανάμεσα στην μαρξιστική Αριστερά και την συντηρητική Δεξιά στη χώρα μας, όπως αυτές εκφράζονται κύρια από το ΚΚΕ και τη Νέα Δημοκρατία.

Σε γενικές γραμμές πρόκειται για ένα φαινόμενο που δεν περιορίζεται στην Ελλάδα, αλλά αντίθετα συναντάται σε πανευρωπαϊκό, και όχι μόνο, επίπεδο, φέρνοντας κοντά τα πολιτικά άκρα. Καθώς οι βεβαιότητες του παρελθόντος εξέλειπαν και οι γεωπολιτικές αναγκαιότητες του διπολικού κόσμου δεν επιβάλουν πλέον την συμπόρευση συντηρητικών και φιλελεύθερων, συντελείται βαθμιαία η απομάκρυνσή τους. Ένα κομμάτι του συντηρητικού χώρου ακολουθεί τις αρχές του φιλελευθερισμού κινούμενο στην κατεύθυνση ενός ατομοκεντρικού (φιλελεύθερου) συντηρητισμού (Girvin) ενώ ένα άλλο κομμάτι ριζοσπαστικοποιείται σε συντηρητική κατεύθυνση υιοθετώντας κοινοτιστικές, εθνικιστικές και αυταρχικές θέσεις.

Ο Hayek στο καταληκτικό κεφάλαιο του σπουδαίου έργου του The Constitution of Liberty (1960) που επιγράφεται με τον χαρακτηριστικό τίτλο Γιατί Δεν Είμαι Συντηρητικός, δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τις εγγενείς αδυναμίες του συντηρητισμού να κυριαρχήσει στο χώρο των ιδεών. Οι συντηρητικοί, στερούμενοι δικών τους διακριτών πολιτικών αρχών, περιορίζονται στο να καθυστερούν τις επερχόμενες αλλαγές, ακολουθώντας απλά τις κινήσεις του πολιτικού εκκρεμούς.

Στο βαθμό που οι επερχόμενες αλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο κινούνται στην κατεύθυνση των ανοικτών αγορών και των πολυ-πολιτισμικών κοινωνιών, προκαλώντας- παράλληλα με τις ευκαιρίες που δημιουργούν- δικαιολογημένη ανασφάλεια στις ομάδες που θίγονται, οι συντηρητικοί σχεδόν ενστικτωδώς οπισθοχωρούν στην ψευδαίσθηση της ασφάλειας της κοινότητας και του οικονομικού προστατευτισμού. Ο Raymond Aron, ίσως ο σπουδαιότερος συντηρητικός στοχαστής του εικοστού αιώνα, συνήθιζε άλλωστε να λέει πως ο συντηρητισμός είναι περισσότερο μία στάση ζωής παρά μια πολιτική ιδεολογία. Έτσι εξηγείται σε μεγάλο βαθμό το γεγονός πως συντηρητικά κόμματα από τους Γάλλους γκωλικούς ως την ΝΔ, αντί να επωφεληθούν ιδεολογικά από την κατάρρευση του σοβιετικού ολοκληρωτισμού και την νίκη του φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού, έσπευσαν να επιβιβαστούν στο όχημα της αντι-παγκοσμιοποίησης.

Ο Γ. Κ. Βλάχος, ένας από τους ελάχιστους συντηρητικούς διανοούμενους της χώρας μας με τους οποίους αξίζει να ασχοληθεί σοβαρά κανείς, έγραφε στα 1932 χαρακτηριστικά, απηχώντας τον Hayek, αν και από το απέναντι στρατόπεδο: «Το Λαϊκόν Κόμμα είναι το κόμμα των παλαιών συνηθειών, των παλαιών μεθόδων, των παλαιών παραδόσεων, του κοινοβουλευτισμού, της νοικοκυροσύνης, της τάξεως, με όλα τα αγαθά, όλα τα προτερήματα και όλα τα ελαττώματα αυτών των ιδιοτήτων του. Δεν θα κάμει μεγάλην πολιτική, αλλά δε θα πληρώσει και τας συνεπείας τας μεγάλας και τας δυσβαστάκτους» (περιλαμβάνεται στο Μ. Δραγούμη, Πορεία προς τον Φιλελευθερισμό, Ελληνική Ευρωεκδοτική,1991, σελ. 481).

Θυμίζουμε, επίσης, ότι ο «μεσαίος χώρος» δεν αποτελεί αποτέλεσμα ρηξικέλευθων ιδεολογικών αναζητήσεων αναλυτών της εγχώριας φωτισμένης Δεξιάς, αλλά αντίθετα είναι παλαιός όσο και η ιδεολογική ένδεια του συντηρητικού χώρου από τον οποίο προέρχεται. Έτσι, ήδη από το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, ο βρετανός πρωθυπουργός και ηγέτης των συντηρητικών Τόρυδων Harold Macmillan (1894-1986), εξέδιδε βιβλίο με τον χαρακτηριστικό τίτλο The Middle Way (1938). Και βέβαια δεν είναι να απορεί κανείς που ο Macmillan, γνωστός για τις αριστερές ιδέες του (και την ιδεολογική του σύγχυση, θα προσθέταμε εμείς), όχι μόνο γνώρισε την συντριβή στις εκλογές του 1945 αλλά έχασε ακόμη και την βουλευτική έδρα του.

Τα παραπάνω βέβαια δεν σημαίνουν πως η συντηρητική σκέψη δεν είναι σε θέση να παράγει πνευματικό έργο. Αρκεί να αναλογιστεί κάποιος σπουδαίους συντηρητικούς στοχαστές όπως o Edmund Burke, o Alexis de Tocqueville, ακόμη και ο Joseph de Maistre και ο Carl Schmitt.

Έτσι, σε χώρες με σπουδαία αστική τάξη, όπως η Γαλλία, η συντηρητική σκέψη υπήρξε πάντοτε σημαντική και παραμένει ακόμη και σήμερα ασκώντας επιρροή, ακόμη και αν αυτή δεν εκφράζεται εκλογικά.

Αντίθετα, σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου η αστική τάξη δεν είναι επαρκώς αναπτυγμένη, η συντηρητική πολιτική σκέψη παραμένει σε λανθάνουσα μορφή. Έτσι δεν θα συναντήσει κανείς ελληνικούς Times, Le Figaro, Suddeutsche Zeitung (διάολε, ούτε ένα συντηρητικό Βήμα).

Διόλου τυχαία ο ταλαίπωρος Ροΐδης, χαρακτηριστικός τύπος φιλελεύθερου αστού της εποχής του, έβρισκε βολικότερο και πιο φυσιολογικό να εκφράζει τις ανησυχίες του μέσα από ριζοσπαστικά και σοσιαλιστικά έντυπα της εποχής όπως ο Ραμπαγάς, παρά στον αφιλόξενο προς τις ιδέες του συντηρητικό χώρο. Από την εποχή βέβαια του Ροΐδη ελάχιστα έχουν αλλάξει για τους εναπομείναντες εκπροσώπους της σκεπτόμενης Δεξιάς.

Το πρόβλημα, λοιπόν, της σύγκλισης ανάμεσα στην μαρξιστική Αριστερά και στη συντηρητική Δεξιά στην Ελλάδα, δεν οφείλεται αποκλειστικά σε μία ευκαιριακή λαϊκιστική συμπόρευση με στόχο άμεσα εκλογικά οφέλη. Ούτε στις κοινές αφετηριακές παραδοχές των δύο πολιτικών ρευμάτων (μεταφυσικός κοινοτισμός, πολιτικός ανορθολογισμός, ιστορικός μεγαλοϊδεατισμός), όπως ορθά, πλην όμως περιοριστικά, επισημαίνει ο Τάκης Μίχας. Και βέβαια δεν οφείλεται στο ότι η αστική τάξη έχασε την ιδεολογική μάχη, όπως υποστηρίζει σε άρθρο του ο φίλος Πάσχος Μανδραβέλης. Απλούστατα διότι ποτέ δεν έδωσε μια τέτοια μάχη.

Ο Brian C. Anderson, συγγραφέας του πολύκροτου έργου South Park Conservatives- the Revolt against Liberal Media Bias (2005) που αξίζει να διαβαστεί με προσοχή, περιγράφει την ανάδειξη συντηρητικών πολιτικών ιδεών την τελευταία δεκαπενταετία σε πείσμα της αριστερής (liberal) μηντιακής ηγεμονίας, υπεύθυνη σε μεγάλο βαθμό για την ιδεολογική ηγεμονία των αμερικανών συντηρητικών που μεταφράζεται σε εκλογικές νίκες για τους Ρεπουμπλικάνους.

Φυσικά, η ιδεολογική ένδεια του ελλαδικού συντηρητικού χώρου δεν μπορεί να αποδοθεί σε αποκλεισμούς που έχει επιβάλει η συνομωσία των διαπλεκομένων στο χώρο του Τύπου και των εκδόσεων, αν και οι μικρότητες, οι εγωισμοί, οι δημόσιες σχέσεις και τα συμφέροντα είναι και εδώ, όπως άλλωστε σε όλους τους χώρους της κοινωνικής δραστηριότητας, υπαρκτά.

Έχει λεχθεί με κάποια δόση υπερβολής ομολογούμενα ότι, τα σπουδαία πνευματικά έργα είναι προϊόν κάποιας εσωτερικής πίεσης (frustration). Είναι βέβαια εξίσου αληθές πως, μεταπολεμικά οι εκπρόσωποι της συντηρητικής διανόησης δεν είχαν πολλές τέτοιες εσωτερικές παρορμήσεις ή εξωτερικές αναγκαιότητες. Η επαγγελματική και κοινωνική ανέλιξη καθορίζονταν σε μεγάλο βαθμό από το πλέγμα των τζακιών, της οικογενειοκρατίας και των κοινωνικών φρονημάτων, και ως εκ τούτου η συμμετοχή τους εξασφαλίζονταν δικαιωματικά. Ο κατάλογος των ημιμαθών απαίδευτων που σταδιοδρόμησαν άκοπα, είναι μακρύς στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία.

Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι, οι μεταπολιτευτικές κοινωνικές αλλαγές δεν περιορίστηκαν να διαρρήξουν τα απαράδεκτα κοινωνικά στεγανά ως όφειλαν, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις οδήγησαν στο αντίθετο άκρο, στην υιοθέτηση δηλαδή ενός στείρου αντιδεξιού λόγου ως διαβατηρίου επαγγελματικής, κοινωνικής και πολιτικής ανόδου (εξίσου μακρύς κατάλογος, αρκεί να περιοριστεί κανείς στα πανεπιστημιακά ιδρύματα).

Οι πολιτικοί φορείς της συντηρητικής παράταξης από την πλευρά τους φέρουν σημαντικές ευθύνες, καθώς όχι μόνο δεν έκαναν τίποτε προκειμένου να διορθώσουν κάπως την κατάσταση, αλλά αντίθετα προσυπέγραψαν το διαζύγιο του χώρου τους από την πολιτική σκέψη. Έτσι, ενώ στο συνέδριο της Χαλκιδικής (Απρίλιος 1994) ο Μιλτιάδης Έβερτ αποκήρυξε τον νεοφιλελευθερισμό («δεν είμαστε νεοφιλελεύθεροι»- λες και υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία γι? αυτό) που θα μπορούσε να ανανεώσει το γερασμένο ιδεολογικό οπλοστάσιο της παράταξης, ο Κώστας Καραμανλής στο πρόσφατο συνέδριο του κόμματος του (Ιούνιος 2004) ξεμπέρδεψε με τις πολιτικές ιδέες στο σύνολό τους.

Όρισε, έτσι, την Νέα Δημοκρατία ως το «κόμμα του κοινωνικού κέντρου» και έκφραση της «γνήσιας δημοκρατικής παράταξης». Αν απορρίψουμε το ενδεχόμενο (πάντοτε υπαρκτό, βέβαια) ο πρόεδρος της ΝΔ να υιοθετεί τον πολιτικό λόγο του Ανδρέα Παπανδρέου με είκοσι χρόνια καθυστέρηση, τότε αβίαστα συμπεραίνουμε ότι η ΝΔ κινείται πλέον εντός του ιδεολογικού πλαισίου μίας δογματικής Αριστεράς. Αν μάλιστα δεχτούμε πως κινείται στο μεσαίο χώρο του πραγματισμού, απορρίπτοντας τους ιδεολογικούς αναχρονισμούς, όπως υποστηρίζουν οι ιδεολογικοί γκουρού της, τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η αριστερή ρητορική έχει εσωτερικευθεί ως ουδέτερος, μέσος πολιτικός λόγος. Η σημειολογία του νεοδημοκρατικού πολιτικού λεξιλογίου είναι αρκούντως αποκαλυπτική. Τέτοια επιτυχία δεν θα μπορούσε να φανταστεί ούτε ο πλέον φιλόδοξος εισοδιστής.

Αν λοιπόν για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, η ΝΔ δανειζόταν από την φαρέτρα της Δεξιάς και της Αριστεράς, η σημερινή ΝΔ δανείζεται αποκλειστικά από την Αριστερά. Και σαν πρωτοετής φοιτητής μοιάζει προσηλωμένη στην άκριτη αποδοχή βασικών θέσεων, αγνοώντας τις σύγχρονες αναζητήσεις στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, μένοντας προσκολλημένη στις βασικές έννοιες του δογματικού μαρξισμού, με την πίστη του νεοφώτιστου. Εάν, για παράδειγμα, άκουγε κάποιος τον υφυπουργό Απασχόλησης Γ. Γιακουμάτο να τοποθετείται προ ημερών σε τηλεοπτικό παράθυρο για την εργατική Πρωτομαγιά, θα νόμιζε πως βρισκόταν στο Σικάγο πριν την κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων.

Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που, η συντηρητική διανόηση τείνει να αποτελέσει στη χώρα μας εννοιολογική αντίφαση καθαυτή (contradiction in terms).

Δίκαια λοιπόν παραπονείται ο Γ. Κύρτσος (Ο Μυστικός Πόλεμος των Εξουσιών, Καστανιώτης, 2003, σελ. 46)- αναφερόμενος στη ΝΔ της περιόδου 1990-93 όταν και συμμετείχε στην επικοινωνιακή ομάδα Έβερτ- γιατί, «το πολιτικό, ιδεολογικό επίπεδο ήταν εξαιρετικά χαμηλό», καθώς και για τις μάταιες προσπάθειες του να καθιερώσει τον Ελεύθερο Τύπο ως μια ποιοτική εφημερίδα γνώμης. Είναι βέβαιο ότι ο αξιόλογος αρθρογράφος, παρά τις αναμφισβήτητες επαγγελματικές επιτυχίες του, τα χρόνια που θήτευσε στον συντηρητικό χώρο, πρέπει να έζησε ένα ιδεολογικό δράμα.

Ο Anderson, σε πρόσφατο άρθρο του στους Los Angeles Times (15.5.2005) απευθύνεται στους αμερικανούς φιλελεύθερους ισχυριζόμενος πως, «η Δεξιά μπορεί πραγματικά να γράφει» (the Right really can write). Για την εγχώρια Δεξιά, ωστόσο, ας μας επιτρέψει να διατηρήσουμε τις επιφυλάξεις μας.

Τέλος, όσον αφορά τον υπουργό Επικρατείας που δηλώνει με αυταπάρνηση πως, «θα γίνει ακόμη και κομμουνιστής για χάρη του λαού», τον ευχαριστούμε για την θυσία, δεν χρειάζεται όμως να κοπιάσει ιδιαίτερα. Είναι, ακόμη και αν δεν το γνωρίζει ο ίδιος.
*Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της "Προοδευτικής Πολιτικής" (www.ppol.gr).