Τρίτη, Ιουνίου 21, 2005

From the Archives: Η συμμετοχική δημοκρατία και η αδύναμη κοινωνία των πολιτών

"Οι μέρες που οι αρχές σχεδίαζαν και διένειμαν τα πάντα πέρασαν"
Tony Blair (1998)



Αποτελεί ευρύτατα διαδομένη εκτίμηση πως η εικόνα έχει κυριαρχήσει πλήρως στην πολιτική επικοινωνία όπως αυτή διεξάγεται τις τελευταίες εβδομάδες. Και πως θα μπορούσε άλλωστε να γίνει διαφορετικά σε μία κοινωνία από την οποία απουσιάζουν επιδεικτικά όλα εκείνα τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν τον αναπτυγμένο πολιτικό λόγο, όπως η κουλτούρα του διαλόγου, η πολιτική παιδεία και το επιχείρημα. Αντίθετα, κυριαρχούν η συνθηματολογία, οι άναρθρες κραυγές, η προσφυγή στο συναίσθημα και ο ανορθολογισμός. Έτσι, όσοι επιθυμούν να κολυμπήσουν αντίθετα στο ρεύμα της πολιτικής κενότητας και της καταθλιπτικής απάθειας, είναι υποχρεωμένοι να διυλίσουν στάσεις, να απομονώσουν συμπεριφορές, ακόμη και να αποδομήσουν (τι όρος και αυτός;) σκόρπιες λέξεις προκειμένου να εξάγουν ασφαλή συμπεράσματα για τις πραγματικές προθέσεις συμπολιτευόμενων και αντιπολιτευόμενων.

Εάν για τον πολιτικό λόγο της Νέας Δημοκρατίας τα πράγματα είναι σχετικά απλά, καθώς τα τελευταία επτά χρόνια, υπό την ηγεσία του Κώστα Καραμανλή, επιδόθηκε σε μία συνειδητή προσπάθεια από-ιδεολογικοποίησης και αποθέωσης ενός άνευ αντικειμένου πολιτικού πραγματισμού (οι καταστροφικές συνέπειες του οποίου στο πολιτικό μας σύστημα και ειδικότερα για τον φιλελεύθερο χώρο δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν), για τον Γιώργο Παπανδρέου στον οποίο το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης στράφηκε μάλλον πρόσφατα τα πράγματα χρίζουν περισσότερης προσοχής.

Το προβαλλόμενο, το τελευταίο διάστημα από τον ίδιο, ιδεολόγημα της «συμμετοχικής δημοκρατίας» παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς ερμηνεύεται λανθασμένα τόσο από τους συμπαθούντες το ΠΑΣΟΚ (που μάλλον ονειρεύονται δημοψηφίσματα και λαϊκές δημοκρατίες) όσο και από τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας (που εκλαμβάνεται ως ακόμη ένα δείγμα της ιδιαίτερης σχέσης του κυβερνώντος κόμματος με την ξύλινη γλώσσα). Οι τελευταίοι άλλωστε τείνουν να δημιουργήσουν σχολή πολιτικής παρερμηνείας καθώς αποτυγχάνουν συστηματικά να αναλύσουν ορθά τα πολιτικά δρώμενα, από την εκλογή Σημίτη, τον οποίο θεωρούσαν μεταβατικό πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ διάρκειας λίγων μηνών, έως πρόσφατα με την εκτίμηση πως το ΠΑΣΟΚ θα βαδίσει στις εκλογές με τον ίδιο αρχηγό και τη βεβαιότητα που προσέφεραν οι δημοσκοπήσεις των δύο τελευταίων ετών. Από την τάση αυτή δεν ξέφυγαν βέβαια ούτε οι πολιτικοί συντάκτες και αναλυτές, οι περισσότεροι των οποίων εξαντλούν τη διανοητική προσφορά τους στην αναπαραγωγή έτοιμων δελτίων τύπου των κομμάτων και των πλέον ρηχών πολιτικών αναλύσεων (Αξίζει ίσως να σημειωθεί ότι, η μοναδική σοβαρή αναφορά στη συμμετοχική δημοκρατία που υπέπεσε στην αντίληψη του γράφοντα υπήρξε το σημείωμα του Α. Ανδριανόπουλου στην προσωπική του ιστοσελίδα- «Το χτίσιμο ενός νέου πολιτικού μύθου», 16/01/04, www.andrianopoulos.gr).

Η έννοια της συμμετοχικής δημοκρατίας έγινε αντικείμενο θεωρητικής επεξεργασίας από τον καθηγητή κοινωνικής θεωρίας στο λονδρέζικο πανεπιστήμιο του Birkbeck, Paul Hirst, ο οποίος απεβίωσε τον περασμένο Ιούνιο σε ηλικία 57 ετών. Ο Hirst ανέπτυξε την έννοια της συμμετοχικής δημοκρατίας κύρια στο βιβλίο του «Associative Democracy- New Forms of Economic and Social Governance» (Amherst, University of Massachusetts Press, 1994) προτείνοντας νέους τρόπους κοινωνικής οργάνωσης πέρα από το κυρίαρχο κρατικό μοντέλο. Σε πολιτικό επίπεδο οι Νέοι Εργατικοί του Tony Blair χρησιμοποίησαν πλευρές της συμμετοχικής δημοκρατίας του Hirst προκειμένου να δώσουν πρακτικό περιεχόμενο στον Τρίτο Δρόμο του Giddens.

Ο Hirst προσπάθησε να διαχωρίσει την μακρά παράδοση του «συνεργατισμού» (όπως ίσως θα μπορούσαμε να αποδώσουμε τον όρο «associationalism») από τον σοσιαλισμό. Τα γραπτά του Hirst είναι αρκούντως αποκαλυπτικά: «Η συμμετοχική δημοκρατία είναι εξαιρετικά απλή στις πλέον βασικές πολιτικές αιτιάσεις της?Ο συνεργατισμός κάνει τη δεοντολογική πρόταση ότι η ατομική ελευθερία και η ευημερία των ανθρώπων εξυπηρετούνται καλύτερα όταν οι κατά το δυνατό περισσότερες υποθέσεις της κοινωνίας διαχειρίζονται από εθελοντικές και δημοκρατικά αυτοδιοικούμενες ενώσεις» (Associative Democracy, σελ. 19). Με άλλα λόγια, οι πολίτες επιλέγουν τις κοινωνικές υπηρεσίες που επιθυμούν από μία σειρά προσφερόμενες (θυμίζει κάτι η πρώτη και προσεκτικά διατυπωμένη πρόταση του Γ. Παπανδρέου περί μη κρατικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων;)

Ουσιαστικά ο Hirst επιστρέφει στη μακρά παράδοση του κλασσικού φιλελευθερισμού του John Locke και του Alexis de Tocqueville και τη συμβολή της κοινωνίας πολιτών (civil society) και των εθελοντικών ενώσεων που αποτελούν τη βάση της στην ατομική και την συλλογική ευημερία. Εάν μάλιστα αυτές οι παραπάνω υπηρεσίες (πανεπιστήμια, ασφαλιστικοί φορείς, κ.λπ.) ανταγωνίζονται μεταξύ τους τότε βρισκόμαστε στο (νέο)φιλελεύθερο παράδεισο, που ουδεμία σχέση έχει με τον κρατισμό (statism) της παρωχημένης και αναποτελεσματικής σοσιαλδημοκρατίας.

Το ερώτημα που προκύπτει αβίαστα είναι σε ποιο βαθμό μπορούν να εφαρμοστούν και να αποδώσουν προτάσεις συμμετοχικής δημοκρατίας, ειδικά σε μία κοινωνία όπως η ελληνική που στερείται στοιχειωδών θεσμών της κοινωνίας των πολιτών. Ως γνωστό, η κοινωνικο-οικονομική ζωή της χώρας οργανώνεται γύρω από κάθετες ιεραρχικές σχέσεις, όπου ανάμεσα στον πολίτη και το κράτος διαμεσολαβούν οι θεσμοί της γραφειοκρατίας και του κομματικού κράτους.

Σε αυτό το πλαίσιο η κυρίαρχη ιδεολογία είναι αυτή του «τζαμπατζή» («free rider», σύμφωνα με τον όρο που χρησιμοποιείται στην οικονομική επιστήμη) που ακολουθείται πιστά ως όρος επιβίωσης και ευημερίας σε μια «κοινωνία της αρπαχτής» όπου νομιμοποιούνται οι τυχοδιωκτικές και στενά εγωιστικές συμπεριφορές ατόμων και ομάδων, σε ένα σύστημα που η οικονομία οργανώνεται με βάση ένα ιδιότυπο μοντέλο «παρεοκρατικού καπιταλισμού» (crony capitalism) και η κοινωνία γύρω από τις πάντα ισχυρές πελατειακές σχέσεις. Είναι αυτονόητο πως δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας σε μια κοινωνία «χαμηλής εμπιστοσύνης» (Fukuyama) με έλλειμμα κοινωνικού κεφαλαίου, το οποίο επιτρέπει σε άτομα και ομάδες να συνεργάζονται με αμοιβαίο όφελος στη βάση της ανταπόδοσης (συνεργατικά παίγνια).

Σε αυτό το πλαίσιο είναι σαφές ότι βραχυπρόθεσμα οι προσπάθειες συμμετοχικής δημοκρατίας είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Αντίστροφα βέβαια, μία εκδοχή του μοντέλου της συμμετοχικής δημοκρατίας προσαρμοσμένου στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να υποδείξει διαφορετικές κατευθύνσεις και να προκαλέσει ρωγμές σε ένα πολιτικό σύστημα όπου κυριαρχεί- και καλλιεργείται- η άποψη πως τίποτε δεν είναι δυνατό να αλλαχτεί.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάλυσης, είναι προφανές πως η υιοθέτηση ιδεών και πρακτικών από το ΠΑΣΟΚ θα προκαλέσει τριγμούς στο εσωτερικό του κόμματος και ευρύτερα πολιτικό και κοινωνικό σύστημα καθώς προϋποθέτει αλλά και συνεπάγεται ρήξη με κατεστημένες νοοτροπίες και καλά εδραιωμένα συμφέροντα. Με αυτή την έννοια, ο λόγος που μοιάζει να εκφέρει- επί του παρόντος μόνο σε συμβολικό επίπεδο- ο Γ. Παπανδρέου είναι νέος, ρηξικέλευθος και δυνητικά προσφέρει τις δυνατότητες εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας που τόσο έχει ανάγκη.

Ωστόσο, δεν πρέπει να βιαζόμαστε καθώς, σε γενικές γραμμές, ισχύει για τα πολιτικά κόμματα ότι υποστήριξε ο Βολτέρος για τους ανθρώπους- πρέπει να κρίνονται με βάση τις συμπεριφορές και όχι προθέσεις τους. Ο Γ. Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ θα κριθούν από το περιεχόμενο που θα δώσουν στην έννοια της συμμετοχικής δημοκρατίας και τις συγκεκριμένες προτάσεις διακυβέρνησης που θα κάνουν. Και ανάλογα οι φιλελεύθεροι θα προσαρμόσουν τη στάση τους.
*Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή της Κυριακής (1.2.2004, σελ. 75) και στην ιστοσελίδα της Προοδευτικής Πολιτικής (www.ppol.gr).