Πέμπτη, Ιουλίου 07, 2005

Παγκόσμια φτώχεια & αγροτικές επιδοτήσεις- η ΚΑΠ και οι αναπτυσσόμενες χώρες

Στις 6-8 Ιουλίου, στη σύνοδο των ηγετών του G8 (των επτά πλουσιότερων κρατών, συν τη Ρωσία) στη Σκωτία, αναμένεται να κυριαρχήσει στην ατζέντα των συζητήσεων το ζήτημα της αντιμετώπισης της φτώχειας της αφρικανικής ηπείρου.

Έχει ήδη προηγηθεί στις 11 Ιουνίου, στο Λονδίνο, η συνάντηση των υπουργών Οικονομικών του G8, όπου συμφώνησαν στην διαγραφή των χρεών δεκαοκτώ κρατών (δέκα τεσσάρων αφρικανικών και των Βολιβία, Γουινέα, Νικαράγουα, Ονδούρα), συνολικού ύψους 40 δις δολαρίων (με πιστωτές την «παγκόσμια τράπεζα», το «διεθνές νομισματικό ταμείο» και την «αφρικανική τράπεζα ανάπτυξης»), ενώ παράλληλα προβλέπονται ειδικές ρυθμίσεις για είκοσι ακόμη κράτη.

Παράλληλα, από τους χριστιανούς, μουσουλμάνους και εβραίους θρησκευτικούς ηγέτες της Βρετανίας, που σε κοινή ανακοίνωση τους τονίζουν ότι «η ασφάλεια και η ευημερία του συνόλου των εθνών εξαρτάται από την ασφάλεια και ευημερία κάθε μεμονωμένου έθνους», έως τις ανά τον κόσμο καλλιτεχνικές εκδηλώσεις του «λάιβ έιτ» και την παγκόσμια καμπάνια «κάντε την φτώχεια παρελθόν», ένα διεθνές κίνημα υποστήριξης εξαπλώνεται, με στόχο την κινητοποίηση της παγκόσμιας κοινότητας για την εξάλειψη της φτώχειας.

Στον πυρήνα πολλών από τις παραπάνω πρωτοβουλίες βρίσκεται ο Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ (Tony Blair), στο πλαίσιο της προσπάθειας επίτευξης των φιλόδοξων στόχων του «σχεδίου της χιλιετίας», που προβλέπει τον περιορισμό της απόλυτης φτώχειας κατά το ήμισι έως το 2015.

Σε ένδειξη της σοβαρότητας με την οποία αντιμετωπίζει το ζήτημα, η βρετανική κυβέρνηση έχει συστήσει το υπουργείο διεθνούς ανάπτυξης καθώς και την «επιτροπή για την Αφρική», το πρόσφατο πόρισμα της οποίας καλεί τα πλούσια κράτη για παροχή βοήθειας ύψους 25 δις δολαρίων μέχρι το 2010 και ακόμη 25 δις δολάρια έως το 2015, παράλληλα με:

  • τη διαγραφή των χρεών τους,
  • την κατάργηση των επιδοτήσεων των αγροτικών προϊόντων των αναπτυγμένων κρατών και
  • την μείωση των δασμών στα προϊόντα των αναπτυσσόμενων χωρών.

Ο Βρετανός υπουργός οικονομικών, Γκόρντον Μπράουν (Gordon Brown), κάνει λόγο για την ανάγκη εφαρμογής ενός «σχεδίου Μάρσαλ» για την Αφρική.

Τούτο το ενδιαφέρον είναι απόλυτα δικαιολογημένο.

Σύμφωνα με την παγκόσμια τράπεζα, 1.1 δις άνθρωποι ζουν σήμερα σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας.

Η απόλυτη φτώχεια (στην οποία διαβιώνουν όσα άτομα έχουν εισόδημα μικρότερο του ενός δολαρίου ημερησίως) στερεί από τους φτωχούς την ικανοποίηση βασικών αναγκών τους -σίτισης, ιατροφαρμακευτικής μέριμνας και περίθαλψης- γεγονός που σύμφωνα με τους σχετικούς υπολογισμούς οδηγεί στο θάνατο οκτώ εκατομμύρια ανθρώπους ετησίως.

Αν και η αφρικανική ήπειρος δεν υπερτερεί σε απόλυτους αριθμούς (τα πρωτεία της ντροπής τα έχει η νότια Ασία), ωστόσο κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό φτωχού πληθυσμού (πάνω από 300 εκατομμύρια άνθρωποι), το οποίο έχει μάλιστα σχεδόν διπλασιαστεί την τελευταία εικοσαετία.

Παράλληλα, το η Αφρική αντιπροσωπεύει το 75% των ετήσιων θανάτων από AIDS καθώς και το 85% των θανάτων από ελονοσία.

Ακόμη, την στιγμή που το παγκόσμιο κατά κεφαλή εισόδημα έχει εννιαπλασιαστεί τους τελευταίους δύο αιώνες (και για τις ΗΠΑ έχει εικοσιπενταπλασιαστεί), εκείνο της Αφρικής παραμένει σήμερα σχεδόν στα επίπεδα του 1820!

Οικονομική ανάπτυξη και διεθνές εμπόριο

Από την εποχή της «αόρατης χειρός» του 'Ανταμ Σμιθ (Adam Smith) και των «συγκριτικών πλεονεκτημάτων» του Ντέιβιντ Ρικάρντο (David Ricardo), μέχρι το «θεώρημα του εμπορίου» των Χέκσερ (Hecksher) και Όλιν (Ohlin), είναι γνωστά τα αμοιβαία -αν και άνισα- οφέλη του διεθνούς εμπορίου.

Ακόμη και ο Μαρξ (Marx) στο «κομμουνιστικό μανιφέστο», για όσους (προσπαθούν να) ξεχνούν, κάνει λόγο για τις φθηνές τιμές των προϊόντων, που λειτουργούν ως «το βαρύ πυροβολικό, που κατεδαφίζει τα κινεζικά τείχη».

Έτσι, ο εντυπωσιακός περιορισμός της φτώχειας στην ανατολική Ασία τις τελευταίες δεκαετίες, για παράδειγμα, συμπίπτει με την αύξηση της συμμετοχής της στο διεθνές εμπόριο.

Ειδικότερα για την Αφρική, οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί.

Η μαύρη ήπειρος διαθέτει το 13% του παγκόσμιου πληθυσμού, το 28% των φτωχών του πλανήτη, και αντιπροσωπεύει μόλις το 2% του διεθνούς εμπορίου.

Η απελευθέρωση του εμπορίου

Στο πλαίσιο του προγράμματος της «συναίνεσης της Κοπεγχάγης», υπό τον συντονισμό του Δανού Μπγιορν Λόμποργκ (Bjorn Lomborg), στο οποίο συμμετείχαν διαπρεπείς οικονομολόγοι -ανάμεσά τους οι Ζαγκντίς Μπαγκουατί (Jagdish Bhagwati), Ντάγκλας Νορθ (Douglas North), Ρόμπερτ Φόγκελ (Robert Fogel), Βέρνον Σμιθ (Vernon L. Smith), επισημαίνονται οι δέκα προκλήσεις της ανθρωπότητας και καλούν τη διεθνή κοινότητα για την μείωση των επιδοτήσεων και των δασμολογικών φραγμών, που παρεμποδίζουν την αύξηση της συμμετοχής των αναπτυσσόμενων κρατών στο διεθνές εμπόριο, με αποτέλεσμα αυτά να αντιπροσωπεύουν μόνο το 19% του παγκόσμιου ΑΕΠ (στοιχεία 2002).

Από την απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου θα ωφεληθούν κύρια οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών, καθώς τα 2/3 του φτωχού πληθυσμού του πλανήτη ζει σε αγροτικές περιοχές, ενώ το 90% ζει στις αγροτικές περιοχές των λιγότερο αναπτυγμένων κρατών.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι, από μία τέτοια εξέλιξη όχι μόνο θα μειώσουν τα αναπτυσσόμενα κράτη την απόσταση που τις χωρίζει από τις αναπτυγμένες χώρες, αλλά και εντός των αναπτυσσόμενων χωρών περισσότερο ωφελούνται οι πλέον ασθενείς παραγωγικές ομάδες.

Εάν όμως τα οφέλη του ελεύθερου εμπορίου είναι σχεδόν αυταπόδεικτα, τότε που οφείλεται η επιμονή ακόμη και των ισχυρότερων κρατών στον οικονομικό προστατευτισμό;

Η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στην προτεραιότητα της πολιτικής έναντι της οικονομίας, που υπαγορεύεται από τις πολιτικές πιέσεις των οργανωμένων ομάδων παραγωγών, το εμπορικό ισοζύγιο, και τις προσπάθειες για δημιουργία «εθνικών πρωταθλητών» στη βιομηχανία, τις υπηρεσίες, τον πρωτογενή τομέα.

Αξίζει να επισημάνουμε ότι ο Καρλ Μαρξ άσκησε έντονη κριτική στο έργο του γερμανού Λιζτ (List), τις θεωρίες οικονομικού προστατευτισμού του οποίου αντιμετώπιζε ως έκφραση του γερμανικού οικονομικού εθνικισμού, μία προσπάθεια εκμετάλλευσης του καπιταλισμού προς εθνικό όφελος και δεν δίστασε να υπερασπιστεί τους Σμιθ και Ρικάρντο για την υποστήριξη του καπιταλισμού χωρίς εθνικές προκαταλήψεις.

Από την εποχή των παρεμβατιστών Λιζτ και Χάμιλτον (Hamilton) έως τις μέρες μας, λίγα πράγματα έχουν αλλάξει.

Έτσι σήμερα, ένα δις ευρώ δεσμεύονται ημερησίως στις αναπτυγμένες χώρες για αγροτικές επιδοτήσεις, με προεξάρχουσες την Ιαπωνία, τις ΗΠΑ -που παρά τον αγροτικό νόμο του Κλίντον (Clinton), ο Μπους (Bush) διπλασίασε τις ομοσπονδιακές επιδοτήσεις- και βέβαια την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Παραδείγματος χάρη, η «συμφωνία ελευθέρου εμπορίου στην κεντρική Αμερική», που περιλαμβάνει τις ΗΠΑ, το Ελ Σαλβαδόρ, τη Νικαράγουα, την Ονδούρα, την Γουατεμάλα και την Κόστα Ρίκα, καθώς και τη Δομινικανή Δημοκρατία, και έχει ιδιαίτερη πολιτική σημασία για τον Μπους, κινδυνεύει να μην περάσει από το κογκρέσο καθώς φαίνεται πως το λόμπι των παραγωγών ζάχαρης έχει εξασφαλίσει την υποστήριξη Ρεπουμπλικάνων βουλευτών.

Στην περίπτωση της ευρωπαϊκής ζάχαρης, οι παραγωγοί πληρώνονται σε τιμή τριπλάσια των διεθνών τιμών, οι εξαγωγές της επιδοτούνται και δεν πρέπει να απορεί κανείς για το ότι αντιπροσωπεύει το 10% της παγκόσμιας παραγωγής.

Οι αντιδράσεις που σημειώθηκαν στο πλαίσιο του «παγκόσμιου οργανισμού εμπορίου» (ΠΟΕ) οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προτείνει τη μείωση της επιδότησης κατά 39% το 2009, πρόταση που θα πρέπει να εγκριθεί τον προσεχή Νοέμβριο από τους αρμόδιους υπουργούς της ΕΕ.

Τα όρια της κοινής αγροτικής πολιτικής

Από το 1962 που τέθηκε σε εφαρμογή, η «κοινή αγροτική πολιτική» (ΚΑΠ) εξελίχθηκε σε μία από τις κύριες πολιτικές παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αφορά το 90% των ευρωπαϊκών γεωργικών παραγόντων.

Η ευρωπαϊκή γεωργία προσφέρει το 3-4% του συνολικού ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και απορροφά το 44% του κοινοτικού προϋπολογισμού.

Ουσιαστικά λειτουργεί με δύο τρόπους:

  • μέσω της στήριξης της τιμής του προϊόντος στην εσωτερική αγορά και
  • μέσω του δασμολογικού αποκλεισμού των μη ευρωπαϊκών προϊόντων.

Οι άμεσες επιδοτήσεις για τη στήριξη των προϊόντων («πυλώνας I») ανέρχονται στο ποσό των 2.87 δις ευρώ και χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου από τον κοινοτικό προϋπολογισμό.

Είναι αυτονόητο ότι άμεση συνέπεια αυτών των πολιτικών παρέμβασης είναι, μεταξύ άλλων, οι αυξημένες τιμές για τους ευρωπαίους καταναλωτές.

Έτσι, πλήθος σχετικών μελετών υπολογίζουν την επιβάρυνση σε ποσοστό που κυμαίνεται ανάμεσα σε 25% έως 80% της τιμής του προϊόντος.

Για παράδειγμα, υπολογίζεται ότι η κατάργηση των επιδοτήσεων στη παραγωγή της ζάχαρης θα απέφερε μείωση τιμών της τάξεως του 40% («Beet a retreat», «Εκόνομιστ», 25/6/2005).

Πέραν όμως από τους Ευρωπαίους καταναλωτές, οι ειδικές ρυθμίσεις προστασίας της ευρωπαϊκής παραγωγής απέναντι στον διεθνή ανταγωνισμό, πλήττουν κύρια τις υπο-τροπικές χώρες την αγροτική παραγωγή (και τους παραγωγούς) των οποίων θέτουν στο περιθώριο.

Μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως η «'Ακσιον Έιντ», υποστηρίζουν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω της ΚΑΠ, θέτει σε κίνδυνο το μέλλον των φτωχών του πλανήτη.

Το 2003, οι Γάλλοι αγρότες εισέπραξαν δέκα δις ευρώ από τα σαράντα συνολικά δις των κοινοτικών επιδοτήσεων (με μόλις το 4% του πληθυσμού να απασχολείται στη γεωργία).

Από αυτή την άποψη είναι αφόρητα προβλέψιμες οι πρόσφατες κορώνες υπεράσπισης της ΚΑΠ από τον Γάλλο πρόεδρο Ζακ Σιράκ (Jacques Chirac), καθώς και η σχεδόν ομόφωνη σύμπνοια του γαλλικού πολιτικού προσωπικού στο θέμα αυτό.

Πέρα όμως από αυτό, σημαντικές ανισότητες εμφανίζονται στην κατανομή των αγροτικών ενισχύσεων εντός του ιδίου κράτους.

Για του λόγου το αληθές, ο Ρίτσαρντ Μπόλτουιν (Richard Baldwin), ερευνητής στο «μεταπτυχιακό ινστιτούτο διεθνών σπουδών, παραθέτει αν μη τι άλλο εντυπωσιακά στοιχεία.

Έτσι, στη Γαλλία οι δέκα μεγαλύτερες αγροτικές εκμεταλλεύσεις λαμβάνουν περισσότερα από 400,000 ευρώ ετησίως.

Το 1/4 των συνολικών ενισχύσεων κατευθύνεται στο πλουσιότερο 5% των εκμεταλλεύσεων, ενώ 2/5 των καλλιεργητών εισπράττουν μόλις το 5% (στοιχεία 2001).

Η ΚΑΠ, παρότι πλήττει ολοφάνερα την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής γεωργίας και το πορτοφόλι των ευρωπαίων καταναλωτών, ανθίσταται στις πιέσεις για την μεταρρύθμισή της.

Τούτο διότι, δημιουργεί ένα «μονοπάτι εξάρτησης» (dependency path). που συνίσταται σε ένα πλέγμα συμφερόντων, διαδικασιών και κανόνων που αρθρώνονται γύρω του, από το οποίο δύσκολα μπορεί να παρεκκλίνει κάποιος.

Ως γνωστό άλλωστε, στη δημόσια διοίκηση (και η ευρωπαϊκή δεν αποτελεί εξαίρεση), ευκολότερα θεσπίζεται κάτι, παρά αλλάζει ή καταργείται.

Ωστόσο, οι αδυναμίες και τα αδιέξοδα αναγνωρίζονται και επιχειρούνται σκληροί συμβιβασμοί και λεπτές ισορροπίες.

Έτσι, με την «ατζέντα 2000» και την ενδιάμεση αναθεώρηση της ΚΑΠ, εισάγεται η λεγόμενη «αποσύνδεση»: η επιδότηση αποσυνδέεται από την παραγωγή και καταβάλλονται πλέον «στρεμματικές» ενισχύσεις, συνδεόμενες με μία σειρά προϋποθέσεων, που αφορούν κύρια στη προστασία του περιβάλλοντος και την ασφάλεια των τροφίμων μέσω της συμμόρφωσης με συγκεκριμένους «κώδικες ορθής γεωργικής πρακτικής» (ΚΟΓΠ).

Φυσικά, αν και προς τη σωστή κατεύθυνση, η νέα ΚΑΠ δεν επιλύει τα προβλήματα και πολλά πρέπει ακόμη να γίνουν.

Ο περιορισμένος κοινοτικός προϋπολογισμός, εκ των πραγμάτων σφικτός λόγω της διεύρυνσης (πώς θα καλυφθούν τα οκτώ δις ευρώ που απαιτούνται για τις αγροτικές ενισχύσεις της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας;), και η διαφαινόμενη περιχαράκωση των ευρωπαϊκών κοινωνιών σε ένα κλίμα εσωστρέφειας, ανασφάλειας και μειωμένων προσδοκιών, προδιαγράφουν μία εσωτερική κρίση με άγνωστες συνέπειες.

Οι πρόσφατες επιθέσεις του Τόνι Μπλερ στην ΚΑΠ δεν είναι σε καμία περίπτωση μία «θατσερικού τύπου επίθεση» κατά του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, με τον Βρετανό πρωθυπουργό να αξιοποιεί την μείωση της επιρροής του γαλλογερμανικού άξονα, μετά το πρόσφατο αρνητικό γαλλικό δημοψήφισμα για το ευρωπαϊκό σύνταγμα.

Αντίθετα, η περικοπή των ευρωπαϊκών αγροτικών επιδοτήσεων αποτελεί διακηρυγμένο στόχο του κυβερνητικού προγράμματος των Βρετανών Εργατικών, στενά συνδεδεμένη με την ανάπτυξη του τρίτου κόσμου (The Labour Party Manifesto, 2005).

Ως προς την ΚΑΠ, ριζοσπαστικές αποφάσεις θα πρέπει να ληφθούν στις παρακάτω κατευθύνσεις:

  • Μείωση του κοινοτικού προϋπολογισμού που διατίθεται στην ΚΑΠ και παράλληλη αύξηση των διατιθέμενων πόρων σε κρίσιμους τομείς για την ευρωπαϊκή κοινωνία, (όπως η απασχόληση), και την οικονομία, (όπως η έρευνα και τεχνολογία).
  • Επανεθνικοποίηση της στήριξης του αγροτικού εισοδήματος στα κράτη-μέλη.
  • Ενίσχυση του «δεύτερου πυλώνα», που σήμερα αντιπροσωπεύει μόλις το 13% της ΚΑΠ, με μεταφορά πόρων από τον πρώτο.
  • Κοινοτική συνδρομή της μεταρρύθμισης με τη στήριξη του καθεστώτος μετάβασης των εθνικών γεωργικών τομέων σε νέο ανταγωνιστικό πλαίσιο, μέσω της ενίσχυσης των συγχρηματοδοτούμενων επιχειρησιακών προγραμμάτων.

Μία νέα αξιολόγηση της αναπτυξιακής βοήθειας

Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κάποιος επί της αρχής για την ανάγκη παροχής βοήθειας προς τις αναπτυσσόμενες χώρες (ένας μάλλον πολιτικά ορθός χαρακτηρισμός, που αποκρύπτει το καταθλιπτικό αδιέξοδο της οικονομικής στασιμότητας μεγάλου τμήματος του τρίτου κόσμου).

Επιχειρήματα που εδράζονται τόσο στον ωφελιμισμό όσο και στην ηθική.

Στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο κόσμο των διαπερατών συνόρων και των αλληλεξαρτώμενων κοινωνιών, γίνεται αντιληπτό πως η πορεία του τρίτου κόσμου μας αφορά -περισσότερο ή λιγότερο- όλους.

Περιοριζόμαστε μόνο να επισημάνουμε ότι η οικονομική δυσπραγία αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες των ενόπλων συρράξεων, οδηγούν σε αύξηση τις αμυντικές δαπάνες, συχνά διαχέονται στα γειτονικά κράτη και προκαλούν διεθνείς κρίσεις.

Ας αναφέρουμε ακόμη, την περιβαλλοντική υποβάθμιση, την πιθανότητα εξάπλωσης των επιδημιών και τα μεταναστευτικά κύματα των προσφύγων.

Υιοθετώντας λοιπόν το κριτήριο της αποτελεσματικότητας, το διεθνές εμπόριο και ο περιορισμός του οικονομικού προστατευτισμού οδηγεί σε αύξηση του πλούτου, ευημερία και ασφάλεια για όλους.

Ως προς την ηθική διάσταση, ο Τζον Ρολς (John Rawls) στο έργο του «η θεωρία της δικαιοσύνης», τεκμηριώνει επαρκώς την «αναδιανεμητική δικαιοσύνη» προς όφελος των λιγότερο ευνοούμενων.

Και βέβαια στην προκειμένη περίπτωση λιγότερο ευνοούμενοι είναι οι κάτοικοι των αναπτυσσόμενων χωρών, μέσω των ποικίλων αποκλεισμών από τα οφέλη της συμμετοχής στο διεθνές εμπόριο.

Αν προεκτείνουμε την σκέψη του Ρολς σε πλανητικό επίπεδο, όπως επιβάλει η κοσμοπολίτικη ηθική του Ιμάνιουελ Καντ (Immanuel Kant), έχουμε ένα ισχυρό «αξιολογικό κριτήριο», που δύσκολα μπορεί να αγνοήσει ένας (αριστερός ή δεξιός) φιλελεύθερος.

Τα παραπάνω δύο κριτήρια συνενώνει ο 'Ανταμ Σμιθ, η μέριμνα του οποίου για τους ασθενέστερους βρίσκεται στον πυρήνα της σκέψης του, καίτοι πολλοί τείνουν να παραγνωρίζουν την ηθική διάσταση του έργου του.

Ο Ινδός ριζοσπάστης οικονομολόγος Αμάρτια Σεν (Amartya Sen) ορθά υπενθυμίζει ότι ο 'Ανταμ Σμιθ, αν και αντίθετος στους περιορισμούς στην ελευθερία του εμπορίου, δεν υπήρξε ποτέ αντίθετος στην παροχή βοήθειας προς τα ασθενέστερα στρώματα μέσα από μία σειρά πολιτικών παρεμβάσεων.

Είναι αυτονόητο ότι, οι μονοδιάστατες ερμηνείες συχνά παραμορφώνουν την πραγματικότητα και οδηγούν σε λανθασμένα συμπεράσματα.

Στην περίπτωση της οικονομικής δυσπραγίας των αναπτυσσόμενων χωρών και ιδιαίτερα της αφρικανικής ηπείρου, πρέπει να επισημάνουμε το έλλειμμα «χρηστής διακυβέρνησης», την προβληματική κατοχύρωση των περιουσιακών δικαιωμάτων, την ανεπαρκή θεσμική θωράκιση, το ανεπαρκές κοινωνικό κεφάλαιο, ακόμη και τους περιορισμούς της γεωγραφίας και του φυσικού χώρου (μόλις το 1/4 των κατοίκων της υπο-σαχάριας Αφρικής ζει σε απόσταση μικρότερη των 100 χιλιομέτρων από τις ακτές).

Παρόλα αυτά όμως, η επιτυχής ολοκλήρωση του «γύρου της Ντόχα» που ξεκίνησε στο Κατάρ το 2001, στο πλαίσιο του «παγκόσμιου οργανισμού εμπορίου» και η κατάργηση των δασμολογικών περιορισμών των αγροτικών προϊόντων, σε συνδυασμό με την απελευθέρωση των υπηρεσιών και συνακόλουθα της ελεύθερης μετακίνησης των εργαζομένων, οι περιορισμοί στην οποία επίσης πλήττουν σοβαρά τους εργαζόμενους του τρίτου κόσμου, θα αποτελέσουν το αποφασιστικό βήμα για την εξάλειψη της παγκόσμιας φτώχειας.

Εν κατακλείδι, ούτε η συνθηματολογία ενός μέρους της αριστεράς περί «δίκαιου εμπορίου» -υπονοώντας φυσικά τον περιορισμό των ελεύθερων συναλλαγών- ούτε βέβαια η επίκληση του «εμπορίου αντί βοήθειας», που ουσιαστικά συγκαλύπτει την απροθυμία τους να συνδράμουν τους απόκληρους του πλανήτη.

Αυτό που απαιτείται είναι η βούληση ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου, προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας, που θα εκμεταλλεύεται τα προτερήματα των αγορών και θα δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες, ώστε να ωφεληθούν από αυτές τα φτωχά κράτη.

Ένα σχέδιο που, όπως τονίζει ο «Εκόνομιστ», «θα βοηθήσει την Αφρική να βοηθήσει τον εαυτό της».

Και προϋπόθεση τους βέβαια η απαγκίστρωση από εσφαλμένες δογματικές ιδεοληψίες του παρελθόντος και την κυνική (και εξίσου κοντόφθαλμη και ανορθολογική) απάθεια.

*Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της «Προοδευτικής Πολιτικής» (www.ppol.gr) στις 5.7.2005.