Δευτέρα, Οκτωβρίου 09, 2006

Η Θεσσαλονίκη του Θερβάντες

Στην προβλήτα του λιμανιού της Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε πρόσφατα το 1ο Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς «Προβλήτα 2006», όπου έλληνες και ισπανοί δημιουργοί κόμικς παρουσίασαν τα έργα τους, όλα εμπνευσμένα από το γνωστό μυθιστόρημα του Μιγκέλ ντε Θερβάντες Δον Κιχώτης.


Μοναδικά εύστοχη επιλογή καθώς, ακριβώς όπως ο πρώτος σύγχρονος μυθιστορηματικός ήρωας, καβάλα στον Ροσινάντη, αναζητά τα τελευταία 400 χρόνια διαρκώς την ταυτότητα του, έτσι και οι Θεσσαλονικείς καβάλα στο Βουκεφάλα πορεύονται στο μέλλον με οδηγό τον Μ. Αλέξανδρο.


Ωστόσο, η αναζήτηση της ταυτότητας της πόλης δεν γίνεται με όρους σύγχρονους, αλλά αντίθετα με όρους παρελθοντικούς, κατά τρόπο μάλιστα που σε ορισμένες περιπτώσεις φλερτάρει έντονα με τον σουρεαλισμό. Αρκεί να θυμηθεί κάποιος, τα ετήσια μνημόσυνα στον μακεδόνα στρατηλάτη, που διοργανώνονται με τη συμμετοχή των αρχών της πόλης, τα οποία και θα εντυπωσίαζαν ακόμη και τους πλέον ευφάνταστους συγγραφείς, όπως τον Θερβάντες.


Το τέλος του ψυχροπολεμικού διπολισμού αντί να επανασυνδέσει τη Θεσσαλονίκη με την πλουραλιστική και δυναμική πραγματικότητα των αρχών του εικοστού αιώνα, οδήγησε αντίθετα στην αδικαιολόγητη περιχαράκωση στην ψευδή ασφάλεια μίας φαντασιακής κοινότητας, απέναντι στα νέα δεδομένα των ανοικτών κοινωνιών και των παγκοσμιοποιημένων αγορών.


Ο βρετανός ιστορικός Mark Mazower στο εξαιρετικό βιβλίο του Salonica, City of Ghosts: Christians, Muslims and Jews 1430-1950 επισημαίνει πως, «οι πόλεις κατασκευάζουν την εικόνα του παρελθόντος τους κατά τρόπο που να υπηρετεί τις φιλοδοξίες τους για το μέλλον». Και δυστυχώς, η εικόνα της πόλης που επιθυμούν να προβάλουν οι αρχές της, είναι μία εικόνα καταθλιπτικά ομοιόμορφη και μίζερα μονοδιάστατη, και τελικά (αυτό)περιοριστική των δυνατοτήτων της στο νέο διεθνές περιβάλλον.




Ο επισκέπτης που περιδιαβαίνει τους δρόμους της πόλης, ακόμη και ο Έλληνας, στο βαθμό που δεν είναι ιστορικός ή αναγνώστης του σπουδαίου (πλην όμως ακόμη αμετάφραστου) βιβλίου του Mazower, δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί τον πολιτισμικό πλούτο που καλύπτεται από τις πλάκες των δρόμων και τους τοίχους των κτισμάτων. Το Γενί τζαμί, η πλατεία Εβραίων Μαρτύρων, το Μπεζεστένι, είναι μερικά μόνο από τα τοπωνύμια που μόνο στο μυαλό του υποψιασμένου διαβάτη ζωντανεύουν τις μνήμες που φανερώνουν μία άλλη, ξεχασμένη πόλη, ανοικτή, ανεκτική και πολυπολιτισμική.


Αντίθετα, η σημερινή πόλη εξαντλεί τον δυναμισμό της σε ανώφελες σκιαμαχίες απέναντι σε φανταστικές απειλές και ανύπαρκτους κινδύνους. Με τη διαφορά ότι οι σημερινοί δονκιχώτες δεν διαθέτουν τίποτε από τη συμπαθή αφέλεια και τα ευγενή κίνητρα του μυθιστορηματικού ήρωα, αλλά περισσότερο φέρνουν στο νου τη γνωστή ρήση του βρετανού ποιητή Σάμιουελ Τζόνσον πως, ο εθνικισμός (και κατ’ επέκταση και ο στενόμυαλος τοπικισμός, θα λέγαμε) είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων. Και είναι φανερό ποιοι ωφελούνται πολιτικά από την καλλιέργεια συνδρόμων μικρο-μεγαλομανίας, της συνομωσιολογίιας και της ταυτότητας της «κλειστής» κοινωνίας, μιας κοινωνίας χαμηλών προσδοκιών και διαρκώς ομφαλοσκοπούσας.


Ας μου επιτραπεί λοιπόν στο πλαίσιο αυτό, να καταχραστώ τη φιλοξενία της Προοδευτικής Πολιτικής και- παρότι Αθηναίος- να καταθέσω τη προτίμηση μου για το Δήμο της Θεσσαλονίκης. Στο βαθμό λοιπόν που οι συμβολισμοί παράγουν πολιτική, η ψήφος στον Γιάννη Μπουτάρη (και μαζί στον φίλο μου Διονύση Κατρανίτσα που μετέχει στον συνδυασμό του) κάθε άλλο παρά χαμένη είναι.


Τουναντίον, αποτελεί ένα ηχηρό μήνυμα που αντιπαραθέτει στη Θεσσαλονίκη του εθνοτικού εθνικισμού, της θρησκοληψίας και της μισαλλοδοξίας τη Θεσσαλονίκη του πλουραλισμού κα του πολιτικού φιλελευθερισμού, του αισιόδοξου κοσμοπολιτισμού και της δημιουργίας. Κύρια όμως της αυτοπεποίθησης, απαραίτητης προϋπόθεσης για να πετύχεις κάτι σπουδαίο. Πραγματικά, ένας από τους λίγους λόγους, αν όχι ο μοναδικός, που κάποιος Αθηναίος θα επιθυμούσε να συμμετάσχει στα κοινά της Θεσσαλονίκης.


* Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Προοδευτικής Πολιτικής.


(Σκίτσο από τη συμμετοχή του Δημήτρη Τιμπιλή στην «Προβλήτα 2006»)