ιδεολογικές αγκυλώσεις και πολιτικά αδιέξοδα
«Ο αναποτελεσματικός ή ο ακατανόητος» (the next president- the incompetent or the incoherent?) ρωτούσε ο Economist τις παραμονές των αμερικανικών προεδρικών εκλογών του 2004, περιγράφοντας με το χαρακτηριστικό του ύφος το δίλλημα ανάμεσα στους υποψηφίους Τζωρτζ Μπους και Τζων Κέρυ- και το αποτέλεσμα υπήρξε γνωστό.
Με ανάλογους όρους θα μπορούσαν να περιγραφούν οι πρόσφατες εθνικές εκλογές, όπου οι πολίτες κλήθηκαν να επιλέξουν ανάμεσα στη βεβαιότητα των χαμηλών προσδοκιών της νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης και στην πλήρη αβεβαιότητα που επεφύλασσε μια ενδεχόμενη κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου. Και η τελική επιλογή του, υπό συνθήκες υψηλής κοινωνικής και οικονομικής ανασφάλειας, υπήρξε μάλλον ορθολογική.
Η αδυναμία (ή επιλογή;) του Γ. Παπανδρέου να προσφέρει μία ολοκληρωμένη πολιτική πρόταση, πέρα από τις προφανείς εσωκομματικές ισορροπίες που επέβαλε η διαχείριση του «όλου ΠΑΣΟΚ», αντανακλά και την αδυναμία να αρθρώσει ένα σύγχρονο συνεκτικό πολιτικό λόγο.
«Δεν συζητήσαμε τα αίτια της ήττας του 2004», διατείνεται τώρα η πλευρά του Γ. Παπανδρέου. Και έχει δίκιο, στο βαθμό που μια θαρραλέα αποτίμηση εκείνου του εκλογικού αποτελέσματος και η ορθή αξιοποίηση των συμπερασμάτων θα είχε ίσως αποτρέψει τη σημερινή ήττα, που αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης. Ωστόσο, η (έστω και καθυστερημένη) λανθασμένη ανάλυσή τους προδιαγράφει τις επόμενες εκλογικές ήττες τους.
Σύμφωνα λοιπόν με τους θιασώτες της αναγκαίας «αριστερής στροφής», στη βάση της εκλογικής αποτυχίας βρίσκεται η «δεξιά» πολιτική των κυβερνήσεων του Κ. Σημίτη από την οποία δεν κρατήθηκαν σαφείς αποστάσεις. Και προς επίρρωση των λεγομένων τους παραπέμπουν στα στατιστικά στοιχεία που δείχνουν τις απώλειες του ΠΑΣΟΚ προς ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ.
Ωστόσο, η παραπάνω «εκλογική αριθμητική» της κομματικής γραφειοκρατίας και των επαγγελματιών της ενημέρωσης, παραγνωρίζει την εκλογική συμπεριφορά εκείνων των κοινωνικών ομάδων που στήριξαν καθοριστικά τον εκσυγχρονισμό του Κ. Σημίτη το 2000, απογοητεύτηκαν στη συνέχεια από τις διαχειριστικές επιλογές του υπερψηφίζοντας το 2004 τη Νέα Δημοκρατία του Καραμανλή, κάτι που επανέλαβαν μάλλον απρόθυμα και αμήχανα και το 2007 καθώς δεν ελκύονται από τις προτάσεις περί αναδιανομής του πλούτου. Και επειδή η πολιτική είναι (και) η διαχείριση συμβόλων, η επιστράτευση κομματικών γραφειοκρατών και συνθημάτων της δεκαετίας του ’80, ολοκλήρωσε (οριστικοποίησε;) την απομάκρυνση τους από το ΠΑΣΟΚ.
Εσωκομματικός αυτισμός και διεθνείς αναζητήσεις
Είναι προφανές ότι, η επιτυχία των πολιτικών ιδεών κρίνεται στη βάση της συνάρθρωσης των επιδιωκόμενων στόχων με τις επικρατούσες πολιτικο-οικονομικές συνθήκες. Με άλλα λόγια, οι πετυχημένες πολιτικές ιδέες δεν αναπτύσσονται σε κενό αέρος, αλλά αντίθετα στο στέρεο έδαφος της πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας.
Προς τούτο το ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να διδαχθεί από τη στρατηγική των Νέων Εργατικών (New Labour) του Τόνυ Μπλερ που ανανέωσε εκ βάθρων το κόμμα του προχωρώντας στον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της «αριστεράς» μέσα από μια νέα πολιτική σύνθεση του παλαιού βρετανικού σοσιαλισμού με στοιχεία θατσερικού φιλελευθερισμού.
Επρόκειτο για κίνηση που δεν ήταν απόρροια ενός εκλογικά επιβεβλημένου κυνικού πραγματισμού, αντίθετα υπήρξε αποτέλεσμα συνειδητής υιοθέτησης πολιτικών ιδεών και αρχών. Ο Μάρτιν Ζακ, εκδότης της παλαιάς επιθεώρησης Marxism Today, επισημαίνει πως η παγκοσμιοποίηση, η απελευθέρωση των αγορών, ο επαναπροσδιορισμός του κράτους, η άνοδος του ατομικισμού, υπήρξαν και αναγνωρίστηκαν από νωρίς ως επιθυμητές εξελίξεις από τον Μπλερ.
Σήμερα, ο βρετανός πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν συνεχίζει στον ίδιο δρόμο αποδεικνύοντας πως, ο «μπλερισμός» (blairism) δεν ήταν μια παρένθεση και ετοιμάζεται να προσφέρει στους Εργατικούς την τέταρτη συνεχόμενη κυβερνητική θητεία τους.
Στη συζήτηση που διεξάγεται πολλά χρόνια τώρα στους κόλπους των Εργατικών φαίνεται πως οι κοινωνικά φιλελεύθεροι (social liberals) επικρατούν των σοσιαλδημοκρατών (social democrats). Σύμφωνα με τον γνωστό καθηγητή και βιογράφο του Κέυνς Robert Skidelski, οι πρώτοι απορρίπτουν την αρχή του οικονομικού εξισωτισμού και επιχειρούν να αντικαταστήσουν τον στόχο της ανακατανομής του πλούτου των δεύτερων με «στοχευμένες παρεμβάσεις» (targeted programmes) σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και ζητήματα (issues).
Μία ανάλογη σύνθεση οραματιζόταν ο ιστορικός μεταπολεμικός ηγέτης των βρετανών Φιλελεύθερων Jo Grimond. Ο σκωτσέζος ηγέτης επιθυμούσε την «αναδιαμόρφωση της Αριστεράς» («realignment of the Left») με τους Φιλελεύθερους να αποτελούν συστατικό κομμάτι της, διαμορφώνοντας ένα χώρο που θα καταλάμβανε μία ριζοσπαστική, προοδευτική, αλλά μη σοσιαλιστική δύναμη, περισσότερο ελκυστική στο κέντρο.
Στη βάση της αποτυχημένης συνάρθρωσης των δύο ρευμάτων βρίσκεται κατά τον Grimond το γεγονός πως, «οι Εργατικοί δεν είναι πως δεν πιστεύουν πραγματικά στο σοσιαλισμό, αλλά ότι δεν εγκρίνουν από καρδιάς της ιδιωτική επιχειρηματικότητα».
Τούτο έχουν αρχίσει σήμερα να αντιλαμβάνονται ακόμη και στο πλέον κρατικιστικό κόμμα της Ευρώπης, το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Οι Γράκχοι, μια ομάδα παλαιών αλλά και νεότερων στελεχών, αναφέρουν χαρακτηριστικά στο Μανιφέστο για μια σύγχρονη Αριστερά που έδωσαν πρόσφατα στη δημοσιότητα πως, η σύγχρονη Αριστερά είναι φιλελεύθερη, αρνούμενη να παραδώσει αυτή την ωραία λέξη στη Δεξιά». Και δίνουν το στίγμα μιας σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας που δεν θεωρεί την ανοικτή οικονομία ασύμβατη με τις αρχές του σοσιαλισμού και κάνουν λόγο για την ηθική διάσταση της αγοράς.
Το ΠΑΣΟΚ, αντίθετα από τους γάλλους σοσιαλιστές, αντί να προσανατολιστεί σε ένα δυναμικό κοινωνικό φιλελευθερισμό, επιμένει να εκφράζει μία παρωχημένη σοσιαλδημοκρατία, δέσμια του κορπορατιστικού παρελθόντος της και να ξορκίζει τον ανύπαρκτο «μπαμπούλα του νεοφιλελευθερισμού».
Μετά από τις παραπάνω διαπιστώσεις, η πεισματική άρνηση του ΠΑΣΟΚ να ακολουθήσει τις αναζητήσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, αποκτά πλέον τα χαρακτηριστικά μιας ιδεοληπτικής εμμονής, επιζήμιας για την πολιτική του απήχηση και πολύ περισσότερο για το ιδεολογικά απολιθωμένο πολιτικό μας σύστημα.
Η πολιτική συζήτηση που θα αναπτυχθεί τις επόμενες μέρες, έστω και δευτερευόντως καθώς φαίνεται να προηγείται η θλιβερή προσπάθεια επαναφοράς στο προσκήνιο παλαιοκομματικών στελεχών που επιβιβάζονται στα άρματα των δύο διεκδικητών της ηγεσίας, αποτελεί μοναδική ευκαιρία για το ΠΑΣΟΚ να διαμορφώσει μια σύγχρονη, προοδευτική και μεταρρυθμιστική πρόταση. Τούτο βέβαια απαιτεί πολιτικό θάρρος, διανοητική ικανότητα και ευρύτητα σκέψης, γνωρίσματα που το πολιτικό προσωπικό των ημερών μας μάλλον δεν διαθέτει σε επάρκεια. Μένει ωστόσο να αποδειχθεί κατά πόσο υποψήφιοι πρόεδροι και στελέχη τα διαθέτουν.
*Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Προοδευτικής Πολιτικής (2.10.2007).
<< Home