Πέμπτη, Μαΐου 17, 2007

το αδιέξοδο των στρατιωτικών εξοπλισμών


Η επιβάρυνση των δημόσιων οικονομικών με, πέρα από κάθε λογική, υψηλές αμυντικές δαπάνες, ουσιαστικά υπονομεύει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Η συνεχής αύξηση των αμυντικών δαπανών την εξαετία 1995-2001 έφερε τη χώρα μας πρώτη ανάμεσα στα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ ως ποσοστό του ΑΕΠ, τη στιγμή που το ίδιο διάστημα καταγράφεται πτωτική τάση σε αυτά. Χαρακτηριστικά, ο μέσος όρος της περιόδου 2001-2003 για την Ελλάδα είναι 4,4%, ο διπλάσιος από τον αντίστοιχο των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ (2,2%) και μεγαλύτερος των ΗΠΑ των νέο-συντηρητικών του Τζωρτζ Μπους (3,5%).

Παρά τη μείωση των αμυντικών δαπανών των τελευταίων ετών, μόνο για το 2005 δαπανήθηκαν 5,3 δις Ευρώ για στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Για να δώσουμε μια τάξη μεγέθους, περιοριζόμαστε να επισημάνουμε πως, το παραπάνω ποσό ισοδυναμεί περίπου με την ετήσια δημόσια δαπάνη (εθνική και κοινοτική) του περίφημου Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (36,7 δις Ευρώ για την περίοδο 2000-2006), στο οποίο η κυβέρνηση έχει εναποθέσει σημαντικό μέρος των προσδοκιών της για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

Πέρα από το προφανές εναλλακτικό κόστος της δέσμευσης υπέρογκων ποσών στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν σε τομείς όπου η Ελλάδα εμφανίζει σημαντική υστέρηση (όπως οι δαπάνες για έρευνα & τεχνολογία και εκπαίδευση), οι υψηλές αμυντικές δαπάνες συνιστούν σημαντική πηγή διαπλοκής και διαφθοράς, μέσα από την ισχυροποίηση μιας γραφειοκρατίας που διαχειρίζεται τα σχετικά κονδύλια και τις συνακόλουθες αδιαφανείς διαδικασίες που τη συνοδεύουν, και που νομιμοποιούνται σε μεγάλο βαθμό από τα «ευαίσθητα εθνικά θέματα» που υπεισέρχονται. Διόλου τυχαία, οι αμυντικές προμήθειες σε ευρωπαϊκό επίπεδο εξαιρούνται των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί ανταγωνισμού.

Ακόμη χειρότερα, οι υψηλές αμυντικές δαπάνες συντελούν στη «στρατιωτικοποίηση» της εξωτερικής πολιτικής, με την αμυντική πολιτική να προδιαγράφει σε μεγάλο βαθμό το πλαίσιο εντός του οποίου διαμορφώνονται οι πολιτικές επιλογές. Ακολουθώντας τη θεωρία των «μέσων που μεταβάλλονται σε σκοπούς» οφείλουμε ίσως να αναρωτηθούμε κατά πόσο οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί υπηρετούν την εφαρμογή του προβληματικού (και σιωπηρά εγκαταλειφθέντος) «ενιαίου αμυντικού δόγματος» Ελλάδας-Κύπρου ή, αντίστροφα, η υιοθέτησή του δικαιολογεί τα πολυδάπανα εξοπλιστικά προγράμματα.

Εάν κάτι έδειξε η εμπειρία του Σχεδίου Ανάν, παρά την άτυχη κατάληξή του, είναι πως η απάντηση στο «δίλημμα ασφάλειας» της Ελλάδας δεν περνά υποχρεωτικά μέσα από την προβολή της στρατιωτικής ισχύος και τη στρατιωτική αποτροπή αλλά αντίθετα μέσα από τη προβολή μιας ήπιας δύναμης (soft power) μέσα από τη κατάλληλη χρήση του πολιτικού και οικονομικού διπλωματικού κεφαλαίου.

Οι σημερινές αμυντικές δαπάνες ιδιαίτερα στη σημερινή οικονομική συγκυρία και τις δεδομένες δεσμεύσεις αποτελούν δυσβάστακτη επιλογή, η συνέχιση της οποίας θα πρέπει να μας προβληματίσει. Το δημοσιονομικό αδιέξοδο εξ αφορμής των αμυντικών προμηθειών (για να θυμηθούμε τη περίφημη απογραφή) προσφέρει μοναδική ευκαιρία επαναξιολόγησης της αμυντικής πολιτικής και αποστρατιωτικοποίησης, όχι μόνο της εξωτερικής πολιτικής, μα και αυτής ακόμη της οικονομικής μας πολιτικής. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η παράταση των υπερβολικών αμυντικών δαπανών δυσχεραίνει τις προσπάθειες οικονομικής ανάπτυξης, υπονομεύει τον εκσυγχρονισμό του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας, και αυξάνει τα επίπεδα ανασφάλειας στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας.

Από τη πλευρά της, η Φιλελεύθερη Συμμαχία προτείνει τη μείωση των στρατιωτικών δαπανών σε ποσοστό 1% του ΑΕΠ και τη περαιτέρω μείωση τους μέσα από διμερείς διακρατικές συμφωνίες. Προωθεί τη κατάργηση της υποχρεωτικής στράτευσης και την επέκταση του θεσμού επαγγελματικού στρατού. Υποστηρίζει την αναγκαιότητα της αποστρατικοποίησης της εξωτερικής πολιτικής με την αναθεώρηση του υφιστάμενου αμυντικού δόγματος και την παράλληλη προώθηση της οικονομικής και πολιτιστικής διπλωματίας.

Είναι πλέον ολοφάνερο πως η κούρσα εξοπλισμών στην οποία ασθμαίνοντας έχει επιδίδεται για δεκαετίες η χώρα μας δεν συνιστά απάντηση στο ζήτημα της εθνικής ασφάλειας. Αντίθετα, επιτρέπει στους επιτήδειους μεσάζοντες των οπλικών συστημάτων να θησαυρίζουν σε βάρος των ελλήνων φορολογουμένων, και σε «μικρούς Ναπολέοντες», άκαπνους τουρκοφάγους και λαϊκίζοντες πολιτικούς των τηλεοπτικών παραθύρων να αυξάνουν την όποια επιρροή τους.


*Δημοσιεύεται στο 2ο τεύχος της πολιτικής επιθεώρησης presscode.