Τρίτη, Ιουλίου 26, 2005

Χιούμορ και Ολοκληρωτισμός

Στο γνωστό έργο του Milan Kundera Το Αστείο (εκδόσεις Εστία, 2002 [1967]), ο ήρωας Λούντβιχ απογοητευμένος που η φιλενάδα του Μαρκέτα περνά τον ελεύθερο χρόνο της μακρυά του συμμετέχοντα στις εκδηλώσεις της κομμουνιστικής νεολαίας και αποφασίζει να την πειράξει στέλνοντας της μία κάρτα με το παρακάτω σχόλιο που σατίριζε την κυρίαρχη αισιοδοξία της κομμουνιστικής Τσεχοσλοβακίας: «Ο οπτιμισμός είναι το όπιο του λαού. Το υγιές πνεύμα βρομάει βλακεία. Ζήτω ο Τρότσκι.» Το χιούμορ του νεαρού φοιτητή δεν βρίσκει ανταπόκριση από την Μαρκέτα αλλά και τους υπεύθυνους του κόμματος, με αποτέλεσμα ο Λούντβιχ να σταλεί να υπηρετήσει μία δυσμενή στρατιωτική θητεία προκειμένου να αποκτήσει την δέουσα σοβαρότητα που απαιτούσε η εποχή της οικοδόμησης του σοσιαλισμού.

Φυσικά, το χιούμορ δεν είναι εξ ορισμού εύστοχο, πνευματώδες και πετυχημένο. Συχνά είναι κακόγουστο, ενίοτε δε και άδικο, φτηνό, ρατσιστικό και σεξιστικό. Ποτέ όμως δεν είναι δογματικό, συντηρητικό και αρτηριοσκληρωτικό. Και σε αυτό το σημείο εντοπίζεται η σημασία του.

Ο Κωστής Παπαγιώργης στο εξαιρετικό δοκίμιο του Τα Γελαστά Ζώα (Καστανιώτης, 2004), αναφερόμενος στην αριστοφανική κωμωδία, αναγνωρίζει την ανατρεπτική φύση και την πολιτική σημασία της σάτιρας, επισημαίνοντας ότι «αυτό το κλίμα της δωρεάν ανομίας- απόρροια της σταδιακής υποχώρησης της κατεστημένης πολιτείας απέναντι στο λαϊκό φρόνημα- διεκδικεί αυθαίρετα τις ελευθερίες που ο πολίτης στερείται στον τρέχοντα βίο» (σελ. 87-88).

Τούτο διότι, «σε κάθε γελοία περίπτωση έναν θρίαμβο της εμπειρικής ζωής σε βάρος της σκέψης» (σελ. 142) καθώς, «όταν γελάμε περιφρονητικά για κάποιον, ουσιαστικά τονίζουμε εμφατικά την απόσταση ανάμεσα στις σκέψεις του και στα πράγματα» (σελ. 143)

Ο Παπαγιώργης μας θυμίζει τον γερμανό φιλόσοφο Arthur Schopenhauer (1788-1860): «Ο σοβαρός άνθρωπος είναι πεπεισμένος ότι σκέπτεται τα πράγματα όπως όντως είναι, και ότι είναι όπως ακριβώς τα σκέπτεται. Ιδού γιατί η διολίσθηση από τη σοβαρότητα στο γέλιο είναι τόσο εύκολη και επέρχεται με το τίποτα? καθότι όσο αυτή η συμφωνία, αναγνωρισμένη όταν είμαστε σοβαροί, θα φαίνεται πλήρης, τόσο πιο εύκολα θα υπονομευθεί από την παραμικρή απόκλιση που εμφανίζεται απροσδόκητα» (σελ. 142-143).

Έτσι, η αμερικανίδα δημοσιογράφος Ντόροθυ Τόμσον απελάθηκε από την ναζιστική Γερμανία εξαιτίας των ειρωνικών σχολίων της για τον Χίτλερ τον οποίο στο βιβλίο της Είδα τον Χίτλερ παρομοίαζε με «παραγγελιοδόχο που ανέβηκε πολύ ψηλά» (ευτυχώς ο Τσάρλυ Τσάπλιν με τον Μεγάλο Δικτάτορα βρισκόταν μακριά). Ασήμαντη βέβαια επίπτωση συγκριτικά με τον ρώσο συγγραφέα Alexander Solzhenitsyn, τα ειρωνικά σχόλια του για τον Stalin του εξασφάλισαν αρκετά χρόνια παραμονής στα στρατόπεδα αναγκαστικής εργασίας, τα γνωστά γκουλάγκ.

Αφορμή για το σύντομο αυτό σημείωμα υπήρξε η πρόσφατη έκδοση του έργου του Bruce Adams Tiny Revolutions in Russia- Twentieth Century Soviet and Russian history in anecdotes (RoutledgeCurzon, 2005, 184 σελ.), μία απολαυστική συλλογή ανεκδότων για την πολιτική κατάσταση της Σοβιετικής Ένωσης και της Ρωσίας στον περασμένο αιώνα.

Ο τίτλος παραπέμπει στον βρετανό συγγραφέα George Orwell, ο οποίος πρώτος χαρακτήρισε τα πολιτικά ανέκδοτα ως «μικρές επαναστάσεις» προκειμένου να επισημάνει την πολιτική σημασία και την ανατρεπτική λειτουργία του χιούμορ και της ειρωνείας. Ο ίδιος άλλωστε μας πρόσφερε την κορυφαία ίσως πολιτική σάτιρα του περασμένου αιώνα με την περίφημη Φάρμα των Ζώων (1945), όπου απομυθοποιεί την Οκτωβριανή Επανάσταση και απογυμνώνει το γραφειοκρατικό καθεστώς από κάθε ιδεολογικό περίβλημα αποκαλύπτοντας την συντηρητική και τυραννική φύση του.

Διόλου τυχαία, από την εποχή της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας, όταν οι θεατρικές κωμωδίες θεωρούνταν αναπόσπαστο μέρος της ορθής λειτουργίας του πολιτεύματος και η πολιτική σάτιρα δεν σταματούσε ακόμη και σε περιόδους πολεμικών συγκρούσεων όπως η σικελική εκστρατεία, τα δημοκρατικά καθεστώτα όχι μόνο ανέχονται, αλλά αναγνωρίζουν και στηρίζουν την σατιρική κριτική της πολιτικής.

Αντίθετα, θα έλεγε κανείς ότι είναι η φύση των ολοκληρωτικών καθεστώτων που διάκειται εχθρικά απέναντι στο χιούμορ καθώς τα blue-prints της κοινωνικής μηχανικής τους δεν αφήνουν το παραμικρό περιθώριο αμφισβήτησης και αυτοκριτικής. Η εικόνα της κοινωνίας προς την οποία πορεύονται είναι ξεκάθαρη, συνολική και αδιαπραγμάτευτη και, ως εκ τούτου, δεν επιδέχεται καμία δικαιολογημένη κριτική πόσο μάλλον απόκλιση. Πρόκειται για τον «αισθητισμό» στον οποίο ασκούσε κριτική ο Karl Popper.

Από την άποψη αυτή λοιπόν, η σατιρική κριτική στα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι έκφραση ατομικότητας και διάσωσης της ατομικής ιδιαιτερότητας απέναντι στους καταπιεστικούς μηχανισμούς και τις απρόσωπες συλλογικότητες.

Ιδιαίτερα μάλιστα σε περιόδους απόλυτου ελέγχου της ελεύθερης έκφρασης, όπου όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Kundera, «τίποτε δεν γραφόταν και τα πάντα είχαν σημασία», το κενό της αντιπολιτευτικής κριτικής κάλυπτε αναγκαστικά η παραγωγή και διάδοση προφορικών ανεκδότων σε βάρος των ολοκληρωτικών καθεστώτων.

Έτσι, η παροιμιώδης γεροντική άνοια του Leonid Brezhnev (1906-1982) υπήρξε το επίκεντρο της αντιπολιτευτικής από-δόμησης της προσωπικής λατρείας που καλλιεργούσε το σοβιετικό καθεστώς για τον εκάστοτε ηγέτη του.

Σε ένα από τα προφορικώς διαδεδομένα ανέκδοτα εκείνης της περιόδου, ο Brezhnev ξεκινά την εναρκτήρια ομιλία του στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας το 1980 επαναλαμβάνοντας: «Ο, Ο, Ο».

Και ο παριστάμενος σύμβουλος του σπεύδει να τον διορθώσει: «Αυτό είναι το σύμβολο των Αγώνων, κύριε Πρόεδρε. Η ομιλία ξεκινά αμέσως παρακάτω!»