Τρίτη, Ιανουαρίου 09, 2007

το άρθρο 16 και η συζήτηση που δε γίνεται


Η συζήτηση που διεξάγεται αναφορικά με την αναθεώρηση του άρθρου 16 είναι εν πολλοίς ξεπερασμένη από τα πράγματα, ημιτελής, παραπλανητική και υποκριτική.

Ξεπερασμένη διότι, το κρατικό μονοπώλιο στην ανώτατη εκπαίδευση συνιστά μοναδικό αναχρονισμό στον ευρωπαϊκό χώρο. Σύμφωνα μάλιστα με την κοινοτική οδηγία 36/2005, την οποία καλούμαστε να εφαρμόσουμε από τον προσεχή Οκτώβριο, επιβάλλεται η αναγνώριση των πτυχίων των συνεργαζόμενων με ξένα πανεπιστήμια κολεγίων που λειτουργούν στη χώρα μας.

Άλλωστε τα ιδιωτικά (μη κρατικά) πανεπιστήμια αποτελούν, εδώ και πολλά χρόνια, μία πραγματικότητα για όσα ελληνόπουλα έχουν τη δυνατότητα να καταβάλουν τα απαιτούμενα δίδακτρα των σπουδών στο εξωτερικό, τα περισσότερα πτυχία των οποίων όχι μόνο αναγνωρίζονται από το ελληνικό κράτος αλλά και επιβραβεύονται από την εγχώρια αγορά εργασίας.

Ημιτελής διότι, η λειτουργία μη κερδοσκοπικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν επιλύει αυτόματα το ζήτημα της υποβάθμισης της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης, στο βαθμό που το προτεινόμενο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας δεν προωθεί αποτελεσματικά την αυτοδιοίκηση και τον ανταγωνισμό μεταξύ των δημόσιων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.

Παραπλανητική διότι, αυτό που στη πραγματικότητα αμφισβητείται σε καμία περίπτωση δεν είναι ο δημόσιος χαρακτήρας της εκπαίδευσης, αλλά το κρατικό μονοπώλιο στην ανώτατη εκπαίδευση. Οι πολέμιοι της αναθεώρησης του άρθρου 16 επιχειρούν να εμφανίσουν τις υπό συζήτηση αλλαγές ως προάγγελο δημιουργίας μίας καπιταλιστικής ζούγκλας στον χώρο της εκπαίδευσης όπου τίτλοι σπουδών θα δίνονται ανάλογα με τα βαλάντια των σπουδαστών, οδηγώντας σε περαιτέρω υποβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης και στην οποία το κράτος δεν έχει καμία θέση.

Η παιδεία αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο δημόσιο αγαθό και το κράτος έχει την υποχρέωση να μεριμνά για την απρόσκοπτη πρόσβαση στην εκπαίδευση. Ωστόσο, η αναγνώριση αυτή δεν συνεπάγεται υποχρέωση αποκλειστικής παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Η διεθνής πραγματικότητα προσφέρει μία σειρά διαφορετικών εκπαιδευτικών πολιτικών, όπου τα όρια ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο είναι δυσδιάκριτα (π.χ. ιδιωτικά σχολεία που επιδοτούνται ή δημόσια που απαιτούν δίδακτρα), κοινό χαρακτηριστικό τους όμως είναι η διοικητική αυτονομία που απολαμβάνουν και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός προκειμένου να προσελκύσουν σπουδαστές, κρατικές ενισχύσεις, χορηγίες.

Υποκριτική διότι, υποκρύπτει τα υπαρκτά συμφέροντα που τίθενται υπό αμφισβήτηση. Το ερώτημα που θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι, ποιος ωφελείται από τη διατήρηση του κρατικού μονοπωλίου στην εκπαίδευση, ποιες είναι εκείνες οι δυνάμεις της αδράνειας που μάχονται για τη διατήρηση των κεκτημένων τους στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης;

Ποιοι ωφελούνται από την περιορισμένη και ελεγχόμενη πρόσβαση στη τριτοβάθμια εκπαίδευση, την ελληνική πρωτοτυπία της παραπαιδείας (υπολογίζεται στο 30% των δημόσιων δαπανών για την εκπαίδευση), τη διδασκαλία του ενός συγγράμματος, τη καθηγητική μονιμότητα, τη προσοδοθηρική διαπλοκή σπουδαστών, διδασκόντων και πολιτικών κομμάτων;

Το άρθρο 16 αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να συμφωνήσουμε σε μία βάση συζήτησης. Στη κοινωνία της γνώσης όπου το ανθρώπινο κεφάλαιο αναδεικνύεται στον καθοριστικό παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης η επένδυση στη εκπαίδευση (πρέπει να) αποτελεί πρώτη πολιτική προτεραιότητα.

Είναι καιρός να αναγνωρίσουμε πως, σήμερα το μεταπολιτευτικό εκπαιδευτικό σύστημα ολοένα και περισσότερο παράγει ημιμαθείς πτυχιούχους με εμφανή αδυναμία προσαρμογής στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποιούμενης αγοράς εργασίας καθώς και πολίτες χωρίς επαρκή κριτική ικανότητα, ατομική υπευθυνότητα και κοινωνική συνείδηση, που με τη σειρά τους αναπαράγουν την καχεξία της κοινωνίας των πολιτών.

Μία πραγματικά μεταρρυθμιστική πολιτική για την ανώτατη εκπαίδευση προϋποθέτει την αποκρατικοποίηση της εκπαίδευσης με στόχο τη δυνατότητα επιλογής, που με τη σειρά της επιβάλει την ελεύθερη λειτουργία μη κερδοσκοπικών αλλά και κερδοσκοπικών ανώτατων ιδρυμάτων, παράλληλα με ριζοσπαστικές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των δημόσιων ιδρυμάτων, την αύξηση της χρηματοδότησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της πανεπιστημιακής έρευνας καθώς βέβαια και την αναβάθμιση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Ανάμεσα στους υπέρμαχους της αναγκαίας πλην όμως εξαιρετικά περιοριστικής αναθεώρησης μίας διάταξης του άρθρου 16 της άτολμης και κοντόθωρης κυβέρνησης που αποκαλεί καταχρηστικά κάθε ημιτελή πρωτοβουλία της «μεταρρύθμιση» και της τελούσας υπό σύγχυση αξιωματικής αντιπολίτευσης από τη μία πλευρά, και τους πολέμιους των κομμάτων της Αριστεράς που προτάσσουν περήφανα τις ιδεολογικές αγκυλώσεις τους από την άλλη, μία ουσιαστική συζήτηση που θα επιτρέψει τη διάρρηξη του πέπλου του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού, των χαμηλών προσδοκιών, της συντηρητικής αντίδρασης και των μικροπολιτικών και συντεχνιακών συμφερόντων στη παρεχόμενη εκπαίδευση, μένει δυστυχώς ακόμη να γίνει.


* Δημοσιεύτηκε στην Προοδευτική Πολιτική (www.ppol.gr).