Παρασκευή, Μαρτίου 23, 2007

σε αναζήτηση πολιτικής ηγεμονίας

Βιβλιοπαρουσίαση



Ο Ντισραέλι (Disraeli) συνήθιζε να λέει πως στην πολιτική υπάρχουν τα ψέματα, τα κακά ψέματα και οι στατιστικές.

Οι ενστάσεις του Βρετανού συντηρητικού πολιτικού αφορούσαν φυσικά περισσότερο στην ερμηνεία, στην «αλήθεια» των αριθμών, παρά στα νούμερα καθαυτά.

Στο νέο του βιβλίο ο πολιτικός επιστήμονας και επικοινωνιολόγος Γιάννης Λούλης προσφέρει τη δική του ερμηνεία των αριθμών, επαναλαμβάνοντας τις θέσεις που διατύπωσε στο προηγούμενο έργο του «τα είκοσι χρόνια που άλλαξαν την Ελλάδα» (Νέα Σύνορα, 2001), αλλά και παλαιότερα στο «τριγωνοποίηση- κυρίαρχες ιδέες και η πολιτική δυναμική στην εποχή μας» (Ι. Σιδέρης, 1999).

Μέσα από τη πραγμάτευση της πολιτικής κυριαρχίας διαφόρων ηγετών του παρελθόντος ως case-studies, ο αναγνώστης συναντά συχνά τον πυρήνα της ανάλυσης του συγγραφέα: η έκβαση των σημερινών πολιτικών αναμετρήσεων κρίνεται στον περίφημο «μεσαίο χώρο», κύρια χαρακτηριστικά του οποίου στις μέρες μας είναι η αποϊδεολογικοποίηση και ο πραγματισμός, μέσα σε ένα περιβάλλον κυριαρχίας της «εικόνας».

Ως εκ τούτου, το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: στο μέτρο που η προσαρμογή των πολιτικών κομμάτων στη νέα πραγματικότητα αποτελεί προϋπόθεση της επικράτησής τους, οι δημοσκοπήσεις οφείλουν να πάρουν τη θέση που κάποτε κατείχε το «κόκκινο βιβλιαράκι» του Μάο (Mao) στην πολιτική στρατηγική, να μεταβληθούν από εργαλείο ανάλυσης σε οδηγό (blueprint) πολιτικής συμπεριφοράς.

Ωστόσο, τα όρια ανάμεσα σε μία πραγματιστική ιδεολογία και έναν ιδεολογικοποιημένο πραγματισμό είναι δυσδιάκριτα.

Ανάμεσα, δηλαδή, σε μία ιδεολογία που αντιλαμβάνεται τις εξωτερικές συνθήκες και προσαρμόζεται στο περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργεί και σε έναν πραγματισμό που αναδεικνύεται σε κυρίαρχη ιδεολογία.

Ο ιδεολογικός πραγματισμός, που συχνά εμφανίζεται με τη μορφή της «συναίνεσης», ουσιαστικά νομιμοποιεί τις διαχειριστικές λογικές, διευκολύνει τη δημαγωγία και τον λαϊκισμό, απονευρώνει τον πολιτικό λόγο.

Παράλληλα, καταργεί την ίδια την ουσία της επικοινωνίας ανάμεσα σε πολίτες και πολιτικά κόμματα, που δεν είναι άλλη από την μεταξύ τους αμφίδρομη σχέση.

Οι πολιτικοί σχηματισμοί επηρεάζονται από τις διαθέσεις της κοινής γνώμης, όπως άλλωστε οφείλουν, ταυτόχρονα όμως προβάλουν με τη σειρά τους ζητήματα και προτείνουν λύσεις.

Mα ιδεολογικοποιημένη πολιτική ατζέντα δεν αποτελεί περιορισμό της εμβέλειας του κομματικού μηνύματος.

Τουναντίον, μπορεί να αποτελέσει οδηγό εκλογικής επιτυχίας.

Σύμφωνα με τον καθηγητή του Χάρβαρντ, Έντουαρτ Γκλάισερ (Edward Glaeser), ακραίες πολιτικές πλατφόρμες που αποκλίνουν χαρακτηριστικά από τις προτιμήσεις του μεσαίου ψηφοφόρου μπορούν υπό προϋποθέσεις, να είναι εκλογικά αποτελεσματικές («στρατηγικός εξτρεμισμός: γιατί οι Ρεπουμπλικάνοι κι οι Δημοκρατικοί συγκρούονται στις θρησκευτικές αξίες», Οκτώβριος 2004).

Απόδειξη η στρατηγική του Καρλ Ρόουβ (Karl Rove), συμβούλου και αρχιτέκτονα του εκλογικού θριάμβου του Τζoρτζ Μπους (George Bush). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος, «ο μεσαίος χώρος είναι η λάθος λέξη. Διότι το να λες "μεσαίο" υπονοεί ότι υπάρχουν φιλοσοφικά κεντρώοι, που δεν υπάρχουν» (New Yorker, 12/5/2003).

Από την πλευρά του, ο γνωστός αρθρογράφος Τάσος Παππάς, στο νέο του βιβλίο με το χαρακτηριστικό τίτλο «ποια "αριστερά" ποια "δεξιά";» αντιλαμβάνεται τους σύγχρονους περιορισμούς στην άρθρωση ολοκληρωμένου πολιτικού λόγου, περιορισμούς που εντοπίζει στη τηλεοπτική και τη δημοσκοπική δημοκρατία.

Η πρώτη, λειτουργώντας μέσα από τη συγκέντρωση και τον έλεγχο των πηγών της ενημέρωσης, τη κυριαρχία της εικόνας και τη διαμόρφωση της θεματικής ατζέντας· η δεύτερη με τη κυριαρχία της λεγόμενης «δημοσκοπικής ψήφου», με τους γνωστούς μεθοδολογικούς περιορισμούς της.

Ταυτόχρονα όμως, ο συγγραφέας αναγνωρίζει και την αδυναμία της σημερινής αριστεράς να προτείνει μία λειτουργική εναλλακτική πολιτική πρόταση, καθώς οι πολιτικές σταθερές/κατηγοριοποιήσεις του παρελθόντος αδυνατούν να λειτουργήσουν ως πυξίδα προσανατολισμού και εργαλείο ερμηνείας του σύγχρονου πολιτικού-κοινωνικού γίγνεσθαι.

Αυτή τη πυξίδα ο Τάσος Παππάς την αναζητεί στο έργο του Ιταλού θεωρητικού Νορμπέρτο Μπόμπιο (Norberto Bobbio) («δεξιά και αριστερά»).

Ακολουθώντας την ανάλυσή του, στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, εκφράζει την ανάγκη ανασημασιοδότησης της έννοιας της αριστεράς και επαναβεβαίωσης του προτάγματος της ισότητας.

Ωστόσο, η έννοια της ισότητας αποδεικνύεται εξόχως προβληματική στις νέες διαμορφούμενες συνθήκες των παγκοσμιοποιημένων αγορών και της κρίσης του εθνικού κράτους, των αδιεξόδων του κοινωνικού κράτους και της ανάδυσης των «κοινωνιών των 2/3», της «νέας ένδειας», της μετανάστευσης και των πολυπολιτισμικών κοινωνιών.

Περισσότερο επιτακτική παρουσιάζεται η ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί η έννοια της «δίκαιης κοινωνίας».

Ο Αμερικανός πολιτικός φιλόσοφος Τζον Ρολς (John Rawls) μας προσφέρει ένα τέτοιο ορισμό («η δίκαιη κοινωνία») ορίζοντας τη «δίκαιη κοινωνία» ως εκείνη που μεριμνά για τα λιγότερο ευνοημένα (και όχι τα λιγότερο ευημερούντα) μέλη της.

Συμπερασματικά θα λέγαμε πως, η ανάγνωση των παραπάνω δύο βιβλίων των εκλεκτών συγγραφέων είναι ιδιαίτερα χρήσιμη καθώς απεικονίζουν την αδιέξοδη πραγματικότητα εντός της οποίας πορεύεται το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας: από τη μία πλευρά η απολίτικη συντηρητική παράταξη, που περισσότερο μπερδεύει παρά προσανατολίζει το πολιτικό σώμα, αφήνοντας το έρμαιο στις σειρήνες του εθνικοθρησκευτικού λαϊκισμού και από την άλλη η αναποτελεσματική προσπάθεια της αριστεράς να προσαρμόσει τον πολιτικό της λόγο στα νέα δεδομένα παραμένοντας ανεπίκαιρη καθώς επιμένει να αναφέρεται και να προσανατολίζεται σε παρελθόντα χρόνο.

Παραμένει, λοιπόν, το ζητούμενο της άρθρωσης μίας ιδεολογικά συνεκτικής πρότασης που θα κινητοποιήσει τους πολίτες προτείνοντας ταυτόχρονα σύγχρονες, ρηξικέλευθες και ρεαλιστικές λύσεις απέναντι στις προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος.

Τέλος, η ανάγνωση του βιβλίου του Γιάννη Λούλη συνίσταται για τον πρόσθετο λόγο: ο συγγραφέας συγκαταλέγεται στους επικοινωνιολόγους που συνεργάζονται με τη Νέα Δημοκρατία και ως εκ τούτου είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό για τον τρόπο που κινείται η σημερινή κυβέρνηση.

*Δημοσιεύτηκε στη Προοδευτική Πολιτική (22.3.2007).