Περί Δημοψηφισμάτων
«Εσύ πάντα ακούς τους ρήτορες με ανοιχτό το στόμα.»
Αριστοφάνη, Ιππείς
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολούθησα στις ηλεκτρονικές σελίδες της Προοδευτικής Πολιτικής τις τοποθετήσεις αναφορικά με τη σκοπιμότητα της ενδεχόμενης διενέργειας ενός δημοψηφίσματος για το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ. Σε αυτή τη βάση θα ήθελα αποσπασματικά να σημειώσω ορισμένες παρατηρήσεις.
Πρώτον, σε θεωρητικό επίπεδο δεν πρέπει να συγχέονται το περιεχόμενο της δημοκρατίας και οι δημοψηφισματικές διαδικασίες που, σε καμία περίπτωση, δεν ταυτίζονται a priori. Aπό την εποχή της δίκης του Σωκράτη το 399 π.Χ. έως τα φασιστικά καθεστώτα του περασμένου αιώνα και τα καθεστώτα του ισλαμικού φονταμενταλισμού της εποχής μας, γνωρίζουμε ότι η ορθότητα των αποφάσεων δεν συναρτάται αναγκαστικά με το πλήθος των υποστηρικτών τους. Με άλλα λόγια, το δίκαιο δεν ταυτίζεται πάντοτε με το σωστό.
Τουναντίον, η αρχή της πλειοψηφίας έχει χρησιμοποιηθεί ιστορικά ουκ ολίγες φορές από τους κυβερνώντες προκειμένου να νομιμοποιηθούν λανθασμένες και κατ’ ουσία αντιδημοκρατικές αποφάσεις.
Η διάκριση του Friedrich Hayek ανάμεσα σε φιλελεύθερες και αυταρχικές δημοκρατίες, όπου το καθοριστικό στοιχείο δεν είναι η διαδικασία λήψης των αποφάσεων αλλά το εύρος και το περιεχόμενο των προς απόφαση ζητημάτων, και η δημοκρατία προσεγγίζεται ως μέσο και όχι ως αυτοσκοπός, διατηρεί την αξία της ως τις μέρες μας. Ειδικά στη χώρα μας με τη μακρά παράδοση οχλοκρατίας και λαϊκισμού, αυτή η διάκριση έχει προφανή σημασία.
Με βάση λοιπόν τη δημοψηφισματική λογική για την οποία γίνεται λόγος, ας αναρωτηθούμε γιατί να μην πραγματοποιήσουμε δημοψηφίσματα για το μέλλον της Ολυμπιακής (το 70% των ερωτηθέντων επιθυμεί να διατηρηθεί ο δημόσιος χαρακτήρας της), την επαναφορά της θανατικής ποινής, το γνωστό ζήτημα των ταυτοτήτων (όπου τα τρία εκατομμύρια πολίτες θα μπορούν να αποφασίσουν συνολικά και για το καθεστώς των ετερόδοξων στη χώρα μας) ή ακόμη καλύτερα και για το μέλλον των μεταναστών;
Δεύτερον, ο τρόπος διαμόρφωσης του πλειοψηφικού ρεύματος καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το τελικό του περιεχόμενο. Ο Ιταλός φιλόλογος Λουτσιάνο Κάνφορα στο περιεκτικό δοκίμιο του Κριτική της δημοκρατικής ρητορείας (εκδόσεις Μεταίχμιο, 2005) μας θυμίζει τον Antonio Gramci και τα Τετράδια του όπου σημειώνεται ότι, «το πλήθος των ψήφων είναι η τερματική εκδήλωση μιας μακράς διαδικασίας, όπου τη μέγιστη επιρροή ασκούν ακριβώς εκείνοι που ?αφιερώνουν στο Κράτος και στο Έθνος όλες τους τις δυνάμεις».
Ειδικά στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, χώρος οριακός καθώς αποτελεί κομβικό σημείο συνάντησης ιστορικών ευαισθησιών, εθνικών συμφερόντων και πολιτικών αναγκαιοτητών, και όπου η ορθή κρίση απαιτεί ειδικές γνώσεις, η κινητοποίηση της κοινής γνώμης γίνεται περισσότερο στη βάση εθνικών στερεοτύπων παρά μίας ρεαλιστικής στάθμισης των συμφερόντων μας. Πόσο δε μάλλον, στο σημερινό πολιτικό περιβάλλον της- μηντιακής- «θεατροκρατίας» (για να θυμηθούμε τον Πλάτωνα) όπου κυριαρχεί η εικόνα, η συνθηματολογία και ο εντυπωσιασμός σε βάρος του επιχειρήματος και της ορθολογικής και τεκμηριωμένης ανάλυσης.
Τρίτον, αν και το πολιτικό φλερτ της ΝΔ με την δογματική Αριστερά και ειδικότερα το ΚΚΕ είναι πραγματικά εντυπωσιακό και ιδιαίτερα επίμονο τα τελευταία χρόνια, δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι το κυβερνών κόμμα ακολουθεί πλέον τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνούμε πως, πρόκειται για ένα πολιτικό κόμμα τα συνέδρια του οποίου ιστορικά μετρούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού και το επίπεδο του εσωκομματικού διαλόγου βρίσκεται δυστυχώς σε νηπιακό στάδιο και που στους σχεδιασμούς της για την τοπική αυτοδιοίκηση προωθείται η εκλογή των δημοτικών αρχών με πλειοψηφία της τάξης του 42%, με προφανή συνέπεια την ενίσχυση του δικομματισμού.
Δυστυχώς, η κυβέρνηση συνεχίζει να λειτουργεί ως εταιρεία δημοσκοπήσεων καθορίζοντας τις πολιτικές επιλογές της βάσει των ευμετάβλητων διαθέσεων της κοινής γνώμης. Το περίφημο ιδεολόγημα της συναίνεσης (διακηρυγμένος στόχος κάθε δημοψηφίσματος) αποτελεί τη βάση νομιμοποίησης της πολιτικής ακινησίας και χρησιμοποιείται από την (εκάστοτε) κυβέρνηση με σκοπό την αποφυγή ανάληψης ευθυνών και του αναλογούντος πολιτικού κόστους.
Φοβούμαι λοιπόν πως, το ερώτημα ενός υποθετικού δημοψηφίσματος για την ονομασία της ΠΓΔΜ δεν θα λύνει τα χέρια της κυβέρνησης για ενδεχόμενο συμβιβασμό (ας μην φοβούμαστε τη λέξη), αλλά αντίθετα θα δεσμεύει τις επιλογές της στη κατεύθυνση της αν-ιστορικής και εθνοκεντρικής αδιαλλαξίας, διαμορφωμένης από λαϊκίζοντες πολιτικούς και άκαπνους τηλε-παραθηράκηδες μακεδονομάχους (ελπίζω τουλάχιστον να μην βαπτίσουμε ετσιθελικά το γειτονικό κράτος όπως μας αρέσει).
Τέταρτον, ο αξιόλογος αρθρογράφος Νίκος Χιδίρογλου ορθά παρατηρεί (www.ppol.gr , 15.10.2005) την «αντίδραση της ανανεωτικής αριστεράς και των φιλελεύθερων των αστικών κομμάτων». Εάν ακολουθήσουμε τη γνωστή μαρξιστική μεθοδολογία του «ποιος ωφελείται;», αντιστρέφοντας το ερώτημα σε «ποιος θέλει το δημοψήφισμα;», συναντούμε τη γνωστή παράταξη του εθνικολαϊκισμού, η οποία μετά από το «μακεδονικό», τα Ίμια και τον Οτσαλάν, αναζητεί νέα πεδία (αμφίβολης) δόξας.
Μία παράταξη όπου συνωστίζονται ετερόκλητες (και ταυτόχρονα αφόρητα όμοιες και κοινότοπες στην απόρριψη των αρχών του πολιτικού φιλελευθερισμού) ομάδες παλαιοσυντηρητικού εθνικισμού, αντιαμερικανικού αριστερισμού και θρησκόληπτου κοινοτισμού, την σύγκλιση των οποίων επέτρεψε το τέλος των ψυχροπολεμικών αναγκαιοτητών και της λογικής των στρατοπέδων.
Εν κατακλείδι, η ενδεχόμενη διενέργεια δημοψηφίσματος για την ονομασία των Σκοπίων, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, με τα συγκεκριμένα κίνητρα και στόχους που την υπαγορεύουν, στρεβλώνει την ίδια την έννοια της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης, αναγορεύει τον λαϊκισμό σε βασική αρχή του πολιτικού μας συστήματος, και τελικά προσθέτει ακόμη ένα κρίκο στη μακρά αλυσίδα λαθών της κυβερνητικής εξωτερικής πολιτικής.
* Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της "Προοδευτικής Πολιτικής" (www.ppol.gr).
<< Home