Παρασκευή, Νοεμβρίου 25, 2005

Κοινωνικό Κεφάλαιο και Οικονομική Ανάπτυξη

Εμπιστοσύνη και Κοινωνική Συμβίωση


Κάποτε ο Βολτέρος ρωτήθηκε εάν πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού και, ο σημαντικότερος ίσως εκπρόσωπος του γαλλικού Διαφωτισμού, απάντησε: «Προσωπικά όχι. Θα ήθελα όμως να πιστεύουν η γυναίκα και ο υπηρέτης μου. Τούτο μου εξασφαλίζει λιγότερα κέρατα στο κεφάλι και περισσότερα χρήματα στο πορτοφόλι μου». Πέρα από τη προφανή στάση ενός συνεπούς αγνωστικιστή όπως ο Βολτέρος απέναντι στην εργαλειακή χρήση της θρησκείας, το παραπάνω σχόλιο εκφράζει τη σημασία της ύπαρξης των γενικών κανόνων ως αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη μίας αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης.

Η ύπαρξη σταθερών, γενικών και αφηρημένων, κανόνων παρέχει ένα πλαίσιο το οποίο εξασφαλίζει ένα βαθμό προβλεπτικότητας της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η δυνατότητα πρόβλεψης-διακρίβωσης των προθέσεων επιτρέπει την ανάπτυξη σταθερών σχέσεων- οικονομικών, κοινωνικών, διαπροσωπικών- σε βάθος χρόνου, αποτρέποντας λανθασμένους υπολογισμούς (miscalculations) που οδηγούν σε ατυχή αποτελέσματα. Πρόκειται καθαρά για μία ορθολογική διαδικασία επεξεργασίας των διαθέσιμων επιλογών με στόχο τη μεγιστοποίηση των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων.

Τόσο ο μονοθεϊσμός (μέσα από τον προσδιορισμό-κατηγοριοποίηση των ανθρωπίνων πράξεων σε επιτρεπτές και μη) όσο και αργότερα οι πρώτες συμβολαιακές κοινωνικές θεωρίες (Hobbes, Locke, Rousseau), δεν είναι- από μια άποψη- τίποτε άλλο παρά μια συνειδητή προσπάθεια περιορισμού της αβεβαιότητας για τις αναμενόμενες (;) συμπεριφορές, της λεγόμενης «σκιάς του μέλλοντος». Η γλώσσα, η αγορά και- για να έρθουμε στα θεσμικά οικονομικά- ακόμη και τα περιουσιακά δικαιώματα (η κατοχύρωση των οποίων συνετέλεσε στην εκβιομηχάνιση, όπως εύστοχα κατέδειξε ο Douglas North), αποτελούν θεσμούς που εξασφαλίζουν το απαραίτητο ποσοστό σταθερότητας και προβλεπτικότητας στην ανθρώπινη συμπεριφορά.

Μία μαθηματική προσέγγιση των παραπάνω μας προσφέρει η γνωστή θεωρία παιγνίων (Game Theory), η οποία στις διάφορες παραλλαγές της αποδεικνύει ότι η επανάληψη του παιγνίου είναι ο αναγκαίος όρος για την επίτευξη αμοιβαίου, αν και όχι ισόποσου, οφέλους (win-win game), σε αντίθεση με τα παίγνια μηδενικού αθροίσματος (win-lose game). Αντίθετα, η περιορισμένη εφαρμογή του παιγνίου ενθαρρύνει συμπεριφορές «ελεύθερου καβαλάρη» (free rider), ή κοινώς «τζαμπατζή».

Έννοιες-κλειδιά στη παραπάνω προσέγγιση όπως η επικοινωνία (communication), η αμοιβαιότητα (reciprocity), η προσδοκία (expectation), η εμπιστοσύνη (trust), αποδίδουν την σημασία της ερμηνείας-πρόβλεψης της συμπεριφοράς των συναλλασσομένων με έναν βαθμό σχετικής ασφάλειας.


Πέρα από τις Οικονομικοκεντρικές Θεωρήσεις- ο ρόλος της Κουλτούρας

Είναι γνωστή (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι) η συμβολή των νέο-κλασσικών οικονομικών (Friedman, Stigler, Becker) και της θεωρίας της ορθολογικής επιλογής (rational choice theory) στη κατανόηση της οικονομικής συμπεριφοράς ατόμων και ομάδων. Ωστόσο, οι παράγοντες που παρεμβάλλονται στην επεξεργασία των επιλογών δεν αναλύονται επαρκώς, επιβάλλοντας να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας σε κοινωνικές μεταβλητές, όπως η κουλτούρα.

Πρέπει να επισημανθεί πως ο προσεκτικός μελετητής εντοπίζει στο έργο του θεμελιωτή του οικονομικού φιλελευθερισμού Adam Smith τη σημασία των κοινωνικών συνηθειών (social habits) στη διαμόρφωση της οικονομικής συμπεριφοράς (The Theory of Moral Sentiments), όπως και στο έργο του John Locke όπου πραγματεύεται την έννοια της φιλανθρωπίας.

O ρόλος της κουλτούρας στη μελέτη του αναπτυξιακού φαινομένου εισάγεται στη συζήτηση από τον Gabriel Almond και την κοινωνιολογική σχολή του Σικάγο. Είναι ιδιαίτερα δύσκολο και μάλλον απρόσφορο να αποδώσουμε με ακρίβεια τον ορισμό της έννοιας της κουλτούρας, οι οποίοι κατά μία μέτρηση υπερβαίνουν τους 160. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα κώδικα ηθικής, τη «γλώσσα του καλού και του κακού» κατά τον Nietzsche, μία «κληρονομική ηθική συνήθεια» για τον Fukuyama, ένα «συμβολικό κεφάλαιο μέσω του οποίου επικοινωνούμε» σύμφωνα με τον σπουδαίο κοινωνικό ανθρωπολόγο Clifford Geertz.

Η κουλτούρα αποτελεί, σε γενικές γραμμές, τον πυρήνα του κοινωνικού κεφαλαίου, έκφραση που, πληροφοριακά, ανήκει στην Jane Jacobs. Αναφέρεται σε αυτό που ο Machiavelli αποκαλεί «κοινωνική αρετή» (virtu civile), ή, θα μπορούσαμε να πούμε, με ένα απόθεμα καλοπροαίρετης συμπεριφοράς που μοιάζει με αυτό που ο αμερικανός μυθιστοριογράφος Tom Wolfe, στο έργο του The Bonfire of the Vanities, αποκαλεί «τράπεζα χαρών» (favor bank).

Ο Alexis de Tocqueville, ο οποίος στο σημαντικό έργο του Democracy In America (1835) περιγράφει με πραγματικό θαυμασμό το πλήθος των εθελοντικών οργανώσεων πολιτών στις Η.Π.Α., επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στους ενδιάμεσους θεσμούς και επισημαίνει χαρακτηριστικά πως, «η τέχνη της ένωσης (association) είναι η μητέρα της δράσης». Τα γνωρίσματα αυτά της κοινωνικής οργάνωσης των Η.Π.Α., ο γνωστός αμερικανός κοινωνιολόγος Seymour Martin Lipset αποδίδει με τον όρο «αμερικανική ιδιαιτερότητα» (american exceptionalism). Ουσιαστικά, οι θεσμοί της κοινωνίας πολιτών παρεμβάλλονται ανάμεσα στον πολίτη-ιδιώτη και το κράτος, αποτελώντας έναν «ενδιάμεσο χώρο» (middle ground) που επιτρέπει την ανάπτυξη σταθερών σχέσεων και συμβάλει στον αυτοματισμό των κοινωνικών σχέσεων.

Το 1958 ο Edward Banfield δημοσιεύει το έργο του The Moral Basis of a Backward Society, στο οποίο επιχείρησε να ερμηνεύσει την καθυστέρηση του Montegrano, ενός μικρού χωριού στη νότια Ιταλία, με την επικράτηση της νοοτροπίας ενός οικογενειοκρατικού συστήματος που παρεμπόδιζε τη συλλογική λειτουργία, σύστημα που ο ίδιος αποκαλεί «ανήθικη οικογενειοκρατία» (amoral familism). Οι κάτοικοι της περιοχής εμφάνιζαν παντελή αδυναμία να συνεργαστούν για το κοινωνικό όφελος περιμένοντας τα πάντα από το κράτος. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Banfield, στη μελέτη του με τίτλο The Unheavenly City, ερμηνεύει με ανάλογους όρους την καθυστέρηση των μαύρων ghettos των Η.Π.Α.

Επιχειρώντας να συστηματοποιήσει τη προσέγγιση του Banfield, ο Robert Putnam, καθηγητής διακυβέρνησης στο Harvard, δημοσιεύει το βιβλίο του Making Democracy Work- Civic Traditions in Modern Italy (1993), στο οποίο μελετά τις οικονομικές επιδόσεις των είκοσι αυτοδιοικούμενων περιοχών της Ιταλίας. Διαπιστώνει πως οι παρατηρούμενες διαφορές ανάμεσα στις περιοχές του Βορρά και του Νότου δεν δικαιολογούνται από τις αρχικές διαφορές των επιπέδων οικονομικής ανάπτυξης και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στο Βορρά η οικονομική ανάπτυξη τροφοδοτείται από την ύπαρξη σημαντικού κοινωνικού κεφαλαίου, κάτι που δεν συμβαίνει στη περίπτωση του Νότου. Τα αίτια βρίσκονται στα διαφορετικά συστήματα κοινωνικής οργάνωσης που αναπτύχθηκαν στις περιοχές αυτές, ήδη από τον 12ο αιώνα, όταν οι Νορμανδοί (1100 μ.Χ.) εγκαθίδρυσαν αυτόνομες δημοκρατίες στο Βορρά και ένα αυταρχικό καθεστώς στο Νότο. Έτσι, στο Βορρά αναπτύχθηκαν «οριζόντιοι δεσμοί» (horizontal bonds) ανάμεσα στα άτομα, μέσα από πλήθος μικρών ενώσεων (χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, κλπ). Αντίθετα, στο Νότο αναπτύχθηκαν «κάθετοι δεσμοί» (vertical bonds) και ιεραρχικές, αυστηρά προσδιορισμένες σχέσεις, υπό τη διαμεσολάβηση-κηδεμονία-πατρωνία (patronage) των τοπικών αξιωματούχων και των γαιοκτημόνων. Στοιχεία αυτών των διαφορών επιβιώνουν ακόμη και σήμερα. Ο Putnam αναφερόμενος στη σύγχρονη πραγματικότητα υποστήριζε πως το Palermo δείχνει το δρόμο στον οποίο θα πορευτεί η Μόσχα, αναφερόμενος στην κοινή, στις δύο περιοχές, απουσία θεσμών της κοινωνίας των πολιτών.

Περίπου διακόσια χρόνια αργότερα ο γνωστός πολιτικός επιστήμονας Francis Fukuyama, γράφει το Trust- The Social Virtues and the Creation of Prosperity (1995), έργο στο οποίο όπως υποδηλώνει ο τίτλος πραγματεύεται το ρόλο της ύπαρξης του κοινωνικού κεφαλαίου. Ο Fukuyama διακρίνει τις κοινωνίες σε κοινωνίες χαμηλής και υψηλής εμπιστοσύνης (low and high trust societies), ανάμεσα δηλαδή σε κοινωνίες με σημαντικό απόθεμα κοινωνικού κεφαλαίου και σε κοινωνίες με έλλειμμα. Στις πρώτες περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την Ιαπωνία (με τον ιδιότυπο κομφουκιανισμό τους), τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία, ενώ στις κοινωνίες χαμηλής εμπιστοσύνης συγκαταλέγονται η Ιταλία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Κίνα. Στις πρώτες, η ύπαρξη κοινωνικού κεφαλαίου επιτρέπει την ανάπτυξη μίας μορφής κοινοτικού καπιταλισμού (communitarian capitalism) που διευκολύνει τις συναλλαγές.

Η οικονομική σημασία της ύπαρξης σημαντικού κοινωνικού κεφαλαίου είναι προφανής. Η «αυθόρμητη κοινωνικότητα» (spontaneous sociability) μειώνει σημαντικά το κόστος των συναλλαγών (transaction costs) επιταχύνοντας τις συναλλαγές. Αντίθετα, η έλλειψη του απαιτούμενου κοινωνικού κεφαλαίου πρέπει να αναπληρώνεται με άλλους τρόπους, συνηθέστερα με χρονοβόρες διαπραγματεύσεις και ένα πλήθος πολύπλοκων κανονισμών και νομικών ρυθμίσεων, που ουσιαστικά αποτελούν μορφή φορολόγησης.

Ο Max Weber, στο θεμελιώδες για αυτά τα ζητήματα έργο του, επικεντρώνεται στις αρνητικές συνέπειες που έχουν ορισμένες πλευρές της κυρίαρχης κουλτούρας για τον οικονομικό μοντερνισμό-εκσυγχρονισμό. Στο κλασσικό πλέον έργο του Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού (1904) ο γερμανός κοινωνιολόγος αποδεικνύει το ρόλο του προτεσταντισμού στην ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας. Ακόμη, ο Weber σε ένα λιγότερο γνωστό κείμενό του με τίτλο The Religion of China επισημαίνει τα προσκόμματα που θέτει η ισχυρή οικογένεια στην επιχειρηματική οργάνωση. Αρκετά χρόνια αργότερα και κατά πάσα πιθανότητα αγνοώντας το παραπάνω σύγγραμμα, οι Κινέζοι κομμουνιστές επεχείρησαν από την πρώτη στιγμή (1949) να περιορίσουν την επίδραση του θεσμού της οικογένειας, σε μεγάλο βαθμό ανεπιτυχώς.

Ο Putnam στο περίφημο πια άρθρο του στη Journal Of Democracy (1995) με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Bowling Alone» επανέρχεται στο προσφιλές του θέμα υποστηρίζοντας ότι, η μείωση των εθελοντικών σωματείων στις Η.Π.Α. συνεπάγεται την εκτόνωση της ζωτικότητας της αμερικανικής κοινωνίας πολιτών με αρνητικές συνέπειες στους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης (επισημαίνοντας την αύξηση της συμμετοχής στο άθλημα με την ταυτόχρονη μείωση των αθλητικών σωματείων).

Οι προσεγγίσεις της οικονομικής ανάπτυξης με βάση τις θεωρίες του κοινωνικού κεφαλαίου επιτρέπουν την ερμηνεία διαφορετικών επιπέδων. Εξηγούν, για παράδειγμα, ως ένα βαθμό, την οικονομική καθυστέρηση των χωρών της Λατινικής Αμερικής με τη μακρά παράδοση κρατισμού και την περιορισμένη κοινωνία πολιτών. Ακόμη, μας κάνουν επιφυλακτικούς αναφορικά με τις αναπτυξιακές δυνατότητες των χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης λόγω της μακράς παράδοσης αιώνων αυταρχικής διακυβέρνησης που κατέστρεψαν κάθε εστία ανάπτυξης κοινωνίας πολιτών. Τέλος, μας επιτρέπουν να εξηγήσουμε μία σειρά ειδικότερων και δευτερευόντων οικονομικών και κοινωνικών φαινομένων, όπως π.χ. την υψηλή εγκληματικότητα και τις χαμηλές οικονομικές επιδόσεις των Latinos μεταναστών στις ΗΠΑ σε αντίθεση με την ανάπτυξη των κοινοτήτων των Κορεατών, την ανάπτυξη της Πολωνίας όπου το κομμουνιστικό καθεστώς δεν κατάφερε να καταστρέψει την κοινωνία των πολιτών (κύρια λόγω της καθολικής παράδοσης και του ρόλου της Εκκλησίας), το μεταπολεμικό ιαπωνικό οικονομικό θαύμα (με τη μακρά παράδοση των Ιαπώνων στην ομαδική εργασία).

Σε θεωρητικό επίπεδο, οι θεωρίες περί κοινωνικού κεφαλαίου αντιπαρατίθενται σε εκείνες τις κοινωνικές και οικονομικές θεωρίες που προκρίνουν τον οικονομικό συγκεντρωτισμό ως εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης και σε πολιτικό επίπεδο τον «εκ των άνω» εκμοντερνισμό των κοινωνιών, στο βαθμό που κάποια από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της πολιτιστικής παράδοσης συμβάλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας.

Η Ελληνική Περίπτωση

Σε ότι αφορά στα καθ’ ημάς, έπειτα από τα όσα αναφέραμε παραπάνω, είναι προφανές πως η ελληνική κοινωνία είναι μία κοινωνία χαμηλής εμπιστοσύνης, οι κοινωνικές δομές της οποίας χαρακτηρίζονται από την εμφανή απουσία μίας λειτουργικής κοινωνίας πολιτών.

Τα αίτια της ατροφίας της κοινωνίας πολιτών πρέπει να αναζητηθούν στο γιγαντισμό του νεοελληνικού κράτους, ο οποίος εδράζεται στο κυρίαρχο πολιτιστικό πρότυπο που επιβιώνει ιστορικά από το Βυζάντιο ως τις μέρες μας. Το πρότυπο αυτό στηρίζεται στις αδιαμεσολάβητες σχέσεις ανάμεσα στους πολίτες και το κράτος. Οι κρατικοί θεσμοί είναι οι σχεδόν αποκλειστικοί φορείς νομιμοποίησης της κοινωνική πρακτικής.

Ο μοναδικός θεσμός που διεκδικεί την αφοσίωση των πολιτών είναι αυτός της οικογένειας, ο οποίος υποκαθιστά την κοινωνία των πολιτών, αλλά και αντίστροφα ευθύνεται ως ένα βαθμό για την ατροφία της. Στις παραδοσιακές κοινωνίες, όπως η δική μας, η ιδιωτική σφαίρα (κατ’ εξοχήν χώρος ανάπτυξης της κοινωνίας των πολιτών) μονοπωλείται από την οικογένεια (συνήθως στη διευρυμένη μορφή της- σόι) και λειτουργεί συχνά ως παράγοντας κοινωνικής αδράνειας (κάτι άλλωστε που είχε επισημάνει ο Πλάτωνας). Ο Στ. Ράμφος, αναφέρεται στον «Ρωμιό που συνταυτίζει το μέλλον με το ορατό αύριο ...[και] αποφασίζει με γνώμονα το άμεσο προσωπικό είτε οικογενειακό του συμφέρον» (Ιστορία στην Κόψη του Χρόνου, 2000).

Το κράτος αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως «αξία χρήσης». Από μια πλευρά επιβιώνει ακόμη και σήμερα η βυζαντινή ανομία (οι νόμοι γίνονται σεβαστοί όταν μας εξυπηρετούν). Σε αυτό το πλαίσιο, το πελατειακό σύστημα αποτελεί το κύριο- αν όχι το αποκλειστικό- μέσο προώθησης των ατομικών (οικογενειακών) συμφερόντων των πολιτών. Ακριβώς αυτό το πελατειακό σύστημα επιβιώνει με διαφορετικές μορφές καθ’ όλη τη διάρκεια της νεοελληνικής ιστορίας, είτε ως δίκτυα τοπικών πολιτευτών, είτε με τη κομματική γραφειοκρατία που τους διαδέχθηκε τις δύο τελευταίες δεκαετίες, ως έκφραση μιας μακράς παράδοσης κρατισμού την οποία αναλύει εύστοχα ο Κ. Τσουκαλάς στο βιβλίο του Κοινωνική Ανάπτυξη και Κράτος- Η συγκρότηση του Δημόσιου Χώρου στην Ελλάδα.

Το μικρό και εξαιρετικά περιεκτικό βιβλίο του Ν. Διαμαντούρου, Πολιτιστικός Δυισμός και Πολιτική Αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης περιγράφει τη χρόνια διαμάχη ανάμεσα στα δύο ανταγωνιστικά πολιτιστικά πρότυπα στη χώρα μας και τις επιπτώσεις στη διαμόρφωση του δημόσιου βίου και τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και κοινωνίας.

Στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνικής περίπτωσης περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η κυριαρχία του νομικού θετικισμού (τα αστικά δικαιώματα πηγάζουν από το κράτος), η «λανθάνουσα επιχειρηματικότητα» (Π. Καζάκος) και η αμφίσημη στάση προς την αγορά, η αποζήτηση του προστατευτισμού και η ροπή στον πατερναλισμό. Τα παραπάνω οδηγούν στη διαμόρφωση μίας οικονομίας αυτοκατανάλωσης, στη μικρή εμπορευματική παραγωγή και στον υπερτροφικό δημόσιο τομέα.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, παγιώνεται ένα οικονομικό-κοινωνικό σύστημα που λειτουργεί ως ανάχωμα σε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού, που εκδηλώνεται σε κάθε ευκαιρία, όταν βρισκόμαστε μπροστά σε κάποια προσπάθεια μεταρρυθμίσεων, πάντοτε εκ των άνω (ενδιαφέρον θα είχε ίσως να προσεγγίσει κανείς τις περιορισμένες απόπειρες ιδιωτικοποιήσεων και ανοίγματος κλάδων της οικονομίας μας στον ανταγωνισμό υπό το πρίσμα του κυρίαρχου μοντέλου του ?ας μας επιτραπεί η έκφραση- «παρεοκρατικού καπιταλισμού»).

Αντί Επιλόγου

Ο Ludwig von Mises (1881-1973), ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης Αυστριακής Σχολής των Οικονομικών, επέμενε πως η ορθή κατανόηση της πολιτικής προϋποθέτει την επαρκή γνώση των οικονομικών. Πραγματικά την εποχή του, οι έντονοι πολιτικοί ανταγωνισμοί σε συνδυασμό με μια πρόδηλη άγνοια στοιχειωδών οικονομικών αρχών, οδήγησε σε δραματικές οικονομικές αποτυχίες και κοινωνικές τραγωδίες, τις οποίες όλοι σας, περισσότερο ή λιγότερο, γνωρίζετε. Ωστόσο, στις μέρες μας η σχεδόν απόλυτη κυριαρχία των οικονομικών προσεγγίσεων (νέο-κλασσικών, νέο-μαρξιστικών, κ.ά.) οδηγεί στη μονοσήμαντη ερμηνεία κοινωνικών και οικονομικών φαινομένων, η ορθή ερμηνεία των οποίων δεν εδράζεται στον εγωκεντρικό ωφελιμισμό.

Θεωρώ πως οι προσεγγίσεις που βασίζονται στο κοινωνικό κεφάλαιο αποτελούν απαραίτητο συμπλήρωμα στην οικονομική ανάλυση των θεσμών. Σε καμία περίπτωση οι θεωρίες περί κοινωνικού κεφαλαίου δεν λειτουργούν ανταγωνιστικά προς τα θεσμικά οικονομικά. Τουναντίον, επιτρέπουν τον εμπλουτισμό τους θέτοντας νέα ερωτήματα και οδηγώντας την έρευνα σε νέες κατευθύνσεις συμβάλλοντας κατ’ αυτό τον τρόπο στη χάραξη ορθών πολιτικών οικονομικής ανάπτυξης.

Φυσικά, η έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία καθώς παρουσιάζει ορισμένες αδυναμίες, όπως για παράδειγμα το πως μετράμε το διαθέσιμο κοινωνικό κεφάλαιο (συμμετοχή σε εκλογικές διαδικασίες, αριθμός σωματείων και ιδρυμάτων, αναγνωσιμότητα Τύπου;) καθώς επίσης και επιστημονικά αξιόπιστων εργαλείων-μεθόδων μέτρησης της ακριβούς συμβολής του κοινωνικού κεφαλαίου στις οικονομικές επιδόσεις των κοινοτήτων που αποτελούν αντικείμενο έρευνας.

Έπειτα από τα παραπάνω, μπορούμε να σταθούμε στα εξής σημεία:

Πρώτον, είναι χρήσιμος ο εμπλουτισμός της οικονομικής έρευνας με μεθοδολογικά εργαλεία και προσεγγίσεις από άλλους επιστημονικούς κλάδους-πειθαρχίες (disciplines), όπως η πολιτική επιστήμη, η ιστορία και η κοινωνική ανθρωπολογία. Οι θεωρίες του κοινωνικού κεφαλαίου μπορούν να συμβάλουν στη διερεύνηση φαινομένων όπως η ποιότητα των κοινωνικών σχέσεων, που δεν καλύπτονται από παραδοσιακούς οικονομικούς δείκτες, για παράδειγμα, ο δείκτης της φτώχειας.

Δεύτερον, η αναγνώριση της σημασίας του κοινωνικού κεφαλαίου ως παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης συνεπάγεται την επιφυλακτικότητα απέναντι στην αποτελεσματικότητα του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού. Κεντρικό ρόλο στο σχεδιασμό και την εφαρμογή αναπτυξιακών πολιτικών σε κάθε γωνιά του πλανήτη πρέπει να κατέχουν οι ιδιαίτερες κοινωνικές και πολιτιστικές σχέσεις των συγκεκριμένων περιοχών. Η πρακτική του Διεθνούς Νομισματικού ταμείου (ΔΝΤ) και της Παγκόσμιας Τράπεζας, μέσα από την προώθηση τυποποιημένων προγραμμάτων οικονομικής ανάπτυξης εν ίδει συνταγών που οδηγήθηκαν σε αποτυχία κατά το πρόσφατο παρελθόν το επιβεβαιώνει.

Τέλος, στη πρακτική πολιτική, οδηγεί στην αναζήτηση των κατάλληλων εργαλείων οικονομικής ανάπτυξης, ίσως ακόμη και αυτή του παρεμβατισμού, μέσα από τη στήριξη των θεσμών της κοινωνίας των πολιτών (π.χ., μείωση φορολογίας για τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, μέτρα ανάπτυξης μεγάλων βιομηχανιών, κατάρτιση προγραμμάτων δικτύωσης, προώθηση εταιρικής ευθύνης).

Σε κάθε περίπτωση γίνεται φανερό ότι, η έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου πρέπει να απασχολήσει σοβαρά τον χώρο της εφαρμοσμένης πολιτικής.


Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος παλαιότερης ομιλίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.