Τρίτη, Απριλίου 14, 2009

η οικονομική κρίση και το τέλος της διαχείρισης


Δεν πρόλαβε να στεγνώσει το μελάνι στις γραφίδες όσων επιχαίρουν για τη κατάρρευση του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού μοντέλου και διαπιστώνεται πως το ευρωπαϊκό οικονομικό μοντέλο βρίσκεται μπροστά σε μία παρόμοια κρίση. Έτσι, το γνωστό «κέντρο οικονομικής πολιτικής και έρευνας» πρόσφατα ανακοίνωσε πως, η οικονομία της ευρωζώνης συμπλήρωσε ένα χρόνο οικονομικής ύφεσης έπειτα από δεκαπέντε χρόνια συνεχούς επέκτασης, ενώ το «διεθνές νομισματικό ταμείο» (ΔΝΤ) προβλέπει πως η συρρίκνωση της οικονομίας της ευρωζώνης το 2009 θα είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των ΗΠΑ. Σύμφωνα μάλιστα με τον Φίλιπ Ουάιτ, ερευνητή του βρετανικού «κέντρου ευρωπαϊκής μεταρρύθμισης», είναι πιθανό η ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών να καθυστερήσει πολύ περισσότερο από την αμερικανική ανάκαμψη, καθώς οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν έχουν κατορθώσει μέχρι τώρα να εφαρμόσουν τις κατάλληλες πολιτικές στο πεδίο της ζήτησης αλλά και της προσφοράς.

Αν ωστόσο στα ευρωπαϊκά κράτη διεξάγονται πραγματικά ενδιαφέρουσες συζητήσεις για το κατάλληλο μείγμα «μικρο» και «μακρο» οικονομικών πολιτικών που θα συντομεύσουν τον οικονομικό κύκλο, στην Ελλάδα η συζήτηση οφείλει να διεξαχθεί με διαφορετικούς όρους. Η χώρα μας, αν και μοιράζεται τις δυσμενείς συνέπειες της εξελισσόμενης οικονομικής ύφεσης, στην αντιμετώπισή τους υποχρεούται να διαφοροποιηθεί.

Τούτο διότι, ο εκτροχιασμός των μακροοικονομικών μεγεθών, ειδικά τα τελευταία χρόνια, καθιστά αδύνατη την εφαρμογή μιας αντι-κυκλικής πολιτικής που να επιτρέπει τη διατήρηση ελλειμματικών προϋπολογισμών στις φάσεις καθόδου του οικονομικού κύκλου.

Το απειλητικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των ΗΠΑ), το υπέρογκο δημόσιο χρέος, το εξαιρετικά περιορισμένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων (ΠΔΕ) και το ανενεργό -στο τρίτο έτος της εφαρμογής του- Δ' ΚΠΣ, δεν επιτρέπουν τη χρήση παραδοσιακών εργαλείων τόνωσης της εγχώριας ζήτησης. Τέλος, η αύξηση των «σπρεντ» των ομολόγων του δημοσίου δεν είναι τίποτε άλλο παρά αντανάκλαση της πλήρους αναξιοπιστίας στην οποία έχει περιέλθει η διαχείριση των δημόσιων οικονομικών της χώρας μας.

Με άλλα λόγια, μπορεί το φάντασμα του Κέινς να πλανιέται στην ευρωπαϊκή ήπειρο, δεν μπορεί όμως να παραμείνει στο τόπο μας καθώς, τα διδάγματά του τα εξαντλήσαμε με όλους τους δυνατούς (στρεβλούς και μη) τρόπους τις προηγούμενες δεκαετίες.

Έτσι λοιπόν, η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη να κινηθεί στη κατεύθυνση της προώθησης διαρθρωτικών παρεμβάσεων μέσω μικροοικονομικών πολιτικών στο επίπεδο των αγορών με σκοπό τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και την εκκίνηση μιας νέας φάσης οικονομικής ανάπτυξης.

Εκεί όμως όπου οι επιδόσεις της είναι πραγματικά ντροπιαστικές. Αρκεί να δει κάποιος την (αν)αποτελεσματικότητα μας στην προώθηση της «στρατηγικής της Λισαβόνας», όπου η Ελλάδα καταλαμβάνει τις τελευταίες θέσεις σε όλους τους τομείς που αφορούν, μεταξύ άλλων, στην καινοτομία, την απελευθέρωση των μεταφορών, τη διευκόλυνση των νέων επιχειρήσεων, στην άρση των κανονιστικών περιορισμών στην επιχειρηματικότητα (regulatory burden), τον εκσυγχρονισμό της κοινωνικής προστασίας.

Παρότι λοιπόν χιλιοειπωμένο, η παρούσα οικονομική κρίση είναι ταυτόχρονα μια ευκαιρία συνειδητοποίησης του γεγονότος πως στο νέο οικονομικό περιβάλλον που δημιουργεί η οικονομική ύφεση, η πολιτική διαχείριση της οικονομίας, κύρια μέσω της γνωστής αναποτελεσματικής δημοσιονομικής πολιτικής (ασκήσεις «δημιουργικής λογιστικής», μεταφορά των βαρών στις επόμενες γενιές, κ.λπ) και με στόχο την αναπαραγωγή του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου, καθίσταται πλέον ολοφάνερα αδιέξοδη.

Σε αυτό το πλαίσιο απαιτείται η υιοθέτηση ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου που να αντιμετωπίζει τις χρόνιες δομικές παθογένειες της οικονομίας και θα αρθρώνεται γύρω από θαρραλέες πολιτικές, όπως, μεταξύ άλλων:

  • το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων και των καρτελοποιημένων αγορών,
  • τη μείωση των ποικίλων φορολογικών και διοικητικών βαρών σε επιχειρήσεις και ιδιώτες,
  • τον εκσυγχρονισμό του αναποτελεσματικού συστήματος κοινωνικής προστασίας και
  • την προώθηση νέων ευέλικτων μορφών απασχόλησης (flexicurity).

Η ιστορική εμπειρία υποδεικνύει πως η έξοδος από την οικονομική ύφεση είναι συνήθως πολύχρονη και η τωρινή δεν φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση. Οι καιροί καλούν το πολιτικό προσωπικό να υπερβεί τον κοντόθωρο ορίζοντα του πολιτικού κόστους και να αναλάβει τις ευθύνες του. Αυτό όμως είναι μια άλλη (και μάλλον στενόχωρη) συζήτηση.

* Δημοσιεύτηκε στη Προδευτική Πολιτική, το e-rooster και το capital.gr .

Πέμπτη, Απριλίου 02, 2009

η αδιέξοδη επιλογή της κυβερνητικής συναίνεσης


Όπως αναδεικνύουν οι έρευνες κοινής γνώμης των τελευταίων μηνών, ένας σημαντικός και αυξανόμενος αριθμός ελλήνων πολιτών, δικαιολογημένα κουρασμένος από την ολοφάνερη ανικανότητα του υφιστάμενου πολιτικού προσωπικού να διαχειριστεί τα σωρευμένα οικονομικά προβλήματα και την επερχόμενη οικονομική ύφεση καθώς και τη κούφια αντιπαλότητα τους, εκφράζει τη προτίμηση του σε κυβερνήσεις συνεργασίας ώστε μέσω συναινετικών πολιτικών να αναζητηθεί διέξοδος από το τέλμα της πολιτικής μας ζωής.

Αναμενόμενα, ένας αριθμός πολιτικών έσπευσαν πρόθυμα να συνηγορήσουν άκριτα με τις φύσει ευμετάβλητες διαθέσεις των ερωτώμενων και να προτείνουν με τη σειρά τους διάφορους, περισσότερο ή λιγότερο, ευφάνταστους μετεκλογικούς συνδυασμούς συνεργασίας προσδοκώντας να εισπράξουν επικοινωνιακά οφέλη και αδιαφορώντας για το περιεχόμενο των προτάσεων τους.

Τα παραπάνω αποκτούν μεγαλύτερη σημασία αν ειδωθούν κάτω από το πρίσμα της ενδεχόμενης αδυναμίας σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης στις επερχόμενες εθνικές εκλογές όταν αυτές διεξαχθούν, γεγονός που καθιστά αναγκαίο να αφιερώσουμε μερικές γραμμές στη περί συναίνεσης και συνεργασιών συζήτηση.

Η δυσκολία της τέχνης του πολιτικού συμβιβασμού έγκειται στο ότι δεν υπάρχει ένας a priori αποδεκτός τρόπος εναρμόνισης των επιμέρους κοινωνικών συμφερόντων. Όπως με μοναδικό τρόπο ανέδειξε ο Isaiah Berlin, οι πολιτικές κοινωνίες είναι κοινότητες ανταγωνισμών όπου συναντώνται διαφορετικές αξιολογικές προσεγγίσεις που δεν μπορούν να ιεραρχηθούν αντικειμενικά. Η επιτυχής πολιτική διακυβέρνηση (ορθή; δίκαιη; αποτελεσματική;) δεν είναι άσκηση τεχνοκρατικής διοίκησης, μαθηματικών υπολογισμών ή απαγωγικής λογικής. Αντίθετα, είναι μια συνεχής διαπραγμάτευση επίπονων πολιτικών επιλογών, αποτέλεσμα μιας εύθραυστης ισορροπίας ανάμεσα σε συμφέροντα που ανάγονται με τη σειρά τους σε σύνθετα αξιακά, ηθικά και ιδεολογικά πλαίσια που δεν συμβιβάζονται κατ’ ανάγκη μεταξύ τους.

Στη πραγματικότητα, η συναίνεση, με την έννοια της γενικής συμφωνίας, επιτυγχάνεται μόνο μέσω της α-πραξίας. Δηλαδή, μέσω της επιλογής της αδράνειας προκειμένου να μην αναδεικνύονται οι διαφορές μεταξύ των μερών που απειλούν να υπονομεύσουν αυτή την επίπλαστη συμφωνία. Ακόμη χειρότερα, στην εφαρμοσμένη πολιτική οι εταίροι ανάλογων κυβερνητικών συνασπισμών συχνά βρίσκονται στη βολική θέση να αναπαράγουν και να διευρύνουν προηγούμενες επιζήμιες, πλην όμως εκλογικά επωφελείς, πολιτικές.

Το πιο πρόσφατο ιστορικά ανάλογο παράδειγμα αντιπαραγωγικής πολιτικής συναίνεσης υπήρξε η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ-Ενιαίου Συνασπισμού τον Νοέμβριο του 1989 (κυβέρνηση Ζολώτα) με τα γνωστά πενιχρά αποτελέσματα για τον τόπο. Σύμφωνα με τον καθηγητή Πάνο Καζάκο, «η τύχη της οικουμενικής έδειξε τα όρια στα οποία θα προσέκρουαν συμμαχικές κυβερνήσεις, αν το εκλογικό σύστημα ανέτρεπε τον δικομματισμό» (Ανάμεσα σε Κράτος και Αγορά- Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα 1944-2000, σελ. 428).

Οι εμπειρικές έρευνες στο πεδίο της πολιτικής επιστήμης φαίνεται να επιβεβαιώνουν τον παραπάνω ισχυρισμό. Έτσι, οι πολιτικοί οικονομολόγοι Alberto Alesina και Allan Drazen σε κείμενο εργασίας τους αναφορικά με την αποτελεσματικότητα των σταθεροποιητικών δημοσιονομικών προγραμμάτων (Why Are Stabilizations Delayed?) συναρτούν την αποτελεσματικότητα των πολιτικών σταθεροποίησης με τη πολιτική συνοχή που χαρακτηρίζει μία κοινωνία. Ειδικότερα, οι Nouriel Roubini και Jeffrey Sachs (Government Spending and Budget Deficits in the Industrial Democracies) συναρτούν την έλλειψη πολιτικής συνοχής με τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα.

Με τη σειρά τους, οι Alex Cukierman, Sebastian Edwards και Guido Tabellini (Seignorage and Political Instability) συναρτούν το επίπεδο του πληθωρισμού μιας οικονομίας με την έλλειψη σταθερότητας στο πολιτικό σύστημα, ενώ οι Alesina και Perotti υποστηρίζουν πως οι κυβερνήσεις συνεργασίας έχουν λιγότερες πιθανότητες να προωθήσουν επιτυχημένα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης (The Political Economy of Budget Deficits). Τέλος, οι Γιάννος Κοντόπουλος και Roberto Perotti θεωρούν πως όσο αυξάνεται ο αριθμός των κομμάτων που μετέχουν στη κυβέρνηση, τόσο χαλαρώνει η δημοσιονομική πολιτική (Government Fragmentation and Fiscal Policy Outcomes: Evidence from OECD Countries).

Κοινός τόπος των παραπάνω ερευνητών είναι πως, τα σταθεροποιητικά προγράμματα περιλαμβάνουν παρεμβατικές πολιτικές μεγάλης κλίμακας (κοινωνικές δαπάνες, αναδιανομή εισοδήματος μέσω φορολογίας, κ.λπ), με οικονομικές συνέπειες σε ευρείες κοινωνικές ομάδες και ως εκ τούτου στη πολιτική και εκλογική τους κινητοποίηση. Η επίτευξη της συμφωνίας που απαιτείται για τη προώθησή τους καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη όταν επιχειρείται στο πλαίσιο μεγάλων, βραχύβιων και χωρίς εσωτερική συνοχή κυβερνητικών συνασπισμών. Καθώς τα πολιτικά κόμματα που μετέχουν στο κυβερνητικό συνασπισμό θέτoυν αναμενόμενα σε προτεραιότητα την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εκλογικής τους βάσης, βρίσκονται σε μια διαρκή διαπραγμάτευση για τον επιμερισμό του πολιτικού κόστους στο πλαίσιο του κυβερνητικού σχήματος.

Εντός των κυβερνητικών συνασπισμών, κάθε κόμμα έχει αυξημένη δυνατότητα να μπλοκάρει προτεινόμενα μέτρα, αλλά μειωμένη δυνατότητα να προωθήσει το πρόγραμμά του. Έτσι, η προσπάθεια τους να μειώσουν το κόστος των μέτρων προσαρμογής στην εκλογική τους πελατεία και η αναδιανεμητική σύγκρουση (distributional conflict) που λαμβάνει χώρα ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες που συγκροτούν την εκλογική τους βάση, οδηγούν συχνά σε μια κατάσταση όπου η αδράνεια (inaction) εμφανίζεται ως ορθολογική επιλογή για τα κόμματα που συγκροτούν στον κυβερνητικό σχηματισμό.

Είναι προφανές λοιπόν πως, σε μια κατακερματισμένη κοινωνία όπου κυριαρχούν τα εδικά και οργανωμένα συμφέροντα και οι χρόνιες παθογένειες του πελατειακού κράτους, όπως η ελληνική, η επιλογή κυβερνητικών συνασπισμών προκειμένου να διαχειριστούν ζητήματα των οποίων η λύση απαιτεί ρηξικέλευθες προτάσεις και ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, μόνο καταστροφική μπορεί να είναι για το τόπο.

Συμπερασματικά, οι κυβερνητικές συνεργασίες ως πεδίο εφαρμογής μιας συναινετικής λογικής συνιστούν κατά βάση μία αδιέξοδη επιλογή. Αυτό που χρειάζεται πρώτιστα το απονευρωμένο πολιτικό μας σύστημα είναι δέσμες ιδεών με εσωτερική συνέπεια και συνοχή που θα ερμηνεύουν τα αίτια της υστέρησης του πολιτικού και οικονομικού μας συστήματος και θα αναδεικνύουν τις διαφορετικές προσεγγίσεις επίλυσης τους. Στη συνέχεια, τότε μόνο και όχι πριν, καθίστανται δυνατές, αλλά και επιθυμητές, συναινέσεις στα επιμέρους ζητήματα.

* Δημοσιεύτηκε στις ιστοσελίδες της Προοδευτικής Πολιτικής και του e-rooster.