Πέμπτη, Μαρτίου 24, 2005

Ουαί Υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι Υποκριταί

Έχει εύστοχα ειπωθεί ότι, «οι πολιτικοί, τα άσχημα κτίρια και οι πόρνες, αν αντέξουν στον χρόνο, γίνονται αξιοσέβαστα». Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για τους ιστορικούς μύθους, που συμβάλουν στη συγκρότηση της εθνικής αφήγησης. Στη χώρα μας στην προβληματική ιδεολογική κατασκευή του ελληνο-χριστιανισμού.

Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στην πραγματικά ατελείωτη σειρά ιστορικών μύθων, που όλοι μας περισσότερο ή λιγότερο γνωρίζουμε, όπως το κρυφό σχολειό (αξίζει να διαβαστεί το βιβλίο του καθ. Αλκή Αγγέλου Το Κρυφό Σχολειό. Χρονικό ενός μύθου, Εστία, 1997). Περιοριζόμαστε μόνο να αναφέρουμε- μέρες που είναι- ότι η Επανάσταση δεν ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου στη μονή της Αγίας Λαύρας, από τον Παλαιών Πατρών Γερμανός που ευλόγησε τα όπλα, καθώς βεβαιώνουν κορυφαίοι ιστορικοί του ξεσηκωμού, όπως ο Φιλήμονας και ο Σπυρίδων Τρικούπης.

Σε αυτήν την προσπάθεια αναπαραγωγής της κυρίαρχης εθνικής αφήγησης μέσα από την ταύτιση θρησκευτικής και εθνικής εορτής, εντάσσεται και το πρόσφατο μήνυμα της Ιεράς Συνόδου για την επέτειο της Επανάστασης του 1821, με την οποία υπογραμμίζεται ο ρόλος της Εκκλησίας στον εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα.

Επειδή όμως «εθνικόν είναι το αληθές» (Δ. Σολωμός), αυτές οι «εθνικές ανακρίβειες» (Κ.Θ. Δημαράς) δεν πρέπει να περνούν απαρατήρητες. Δεν είναι στις προθέσεις μας η παράθεση γεγονότων που πιστοποιούν το πλήθος αυτών των ανακριβειών, που είναι άλλωστε ιστορικά καταγεγραμμένες και επαρκώς αναλυμένες από ικανό αριθμό σημαντικών μελετητών. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε ορισμένα από αυτά.

Σφάξε με αγά μου?

Έτσι, είναι γνωστή η στάση του Πατριάρχη Γρηγόριου Ε΄ απέναντι στην Επανάσταση του 1821 και οι αφορισμοί των αγωνιστών της, των Σουλιωτών, του Αλέξανδρου Υψηλάντη, της Μπουμπουλίνας, των Κολοκοτρωναίων, καθώς και των πνευματικών πατέρων της, όπως του Ρήγα Φεραίου και του Κοραή.

Γνωρίζουμε, επίσης, το κείμενο της Πατρικής Διδασκαλίας (που τυπώθηκε το 1798 και αποδίδεται στον τότε Πατριάρχη Ιεροσολύμων) που αναφέρεται στην «ισχυράν βασιλείαν των Οθωμανών» ως δώρο του Θεού στους υπόδουλους ελληνικούς πληθυσμούς.

Γνωρίζουμε, τέλος, την καταδίκη το γνωστό φυλλάδιο του Ρήγα Φεραίου «Νέα Πολιτική Διοίκησης των κατοίκων της Ρούμελης, της Μ. Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας» καθώς «πλήρες υπάρχει σαθρότητος εκ των θολερών αυτού εννοιών, τοις δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον» (Πασχάλη Κιτρομηλίδη, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ΜΙΕΤ, 1999, σελ. 428).

Και ίσως να μην ήταν δυνατό να γίνει διαφορετικά καθώς υπήρξε ταύτιση συμφερόντων του Πατριαρχείου με τον Σουλτάνο. Το Πατριαρχείο στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λειτούργησε ως διαμεσολαβητικός θεσμός ανάμεσα στον Σουλτάνο και τους χριστιανικούς πληθυσμούς, απολαμβάνοντας ιδιαίτερα προνόμια, υλικά αλλά και κατοχυρώνοντας την πνευματική ηγεσία των υπόδουλων, μέσα από τον έλεγχο της εκπαίδευσης.

Ο Ρήγας, αναφερόμενος στην κατάχρηση των προνομίων αυτών και στα συμφέροντα που λειτουργούσαν αποτρεπτικά στην στήριξη του ξεσηκωμού, είναι αποκαλυπτικός: «Ιδού, ω Έλληνες αγαπητοί μου αδελφοί, η σημερινή αθλία και φοβερά κατάστασης του ιερατείου, που είναι και η πρώτη αιτία που αργοπορεί την ελευθέρωσιν της Ελλάδος».

Η εχθρότητα λοιπόν του Πατριαρχείου προς τον ελληνικό διαφωτισμό, οι ριζοσπαστικές ιδέες του οποίου αποτελούσαν ευθεία απειλή στην κυρίαρχη θέση της Εκκλησίας εντός του συστήματος διοίκησης των υπόδουλων χριστιανικών πληθυσμών, ενισχυμένη από τον παραδοσιακό αντικαθολικισμό του («χάος της απωλείας» αποκαλούσε την Ευρώπη ο Αθανάσιος Πάριος) έφεραν κοντύτερα την Εκκλησία στο Σουλτάνο και την πολιτική του ενάντια στα ευρωπαϊκά κράτη.

Το κεφαλαιώδες ζήτημα της «τουρκοστραφούς» πολιτικής της Εκκλησίας θα λυθεί τελικά, ως γνωστό, με τον κοραϊστή Θεόκλητου Φαρμακίδη και το Αυτοκέφαλο το 1833. Βέβαια, η εθνική εκκλησία που προέκυψε εξελίχθηκε σε συντηρητική, εθνικιστική και μισαλλόδοξη, όπως άλλωστε λίγο-πολύ και στα άλλα ορθόδοξα βαλκανικά κράτη, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.

Από την άλλη πλευρά είναι καταγεγραμμένες οι οφειλές της Επανάστασης στον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, τον πολιτικό φιλελευθερισμό και την Γαλλική Επανάσταση. Αρκεί να ανατρέξει κάποιος στα πρώτα εθνικά Συντάγματα για να συναντήσει το πλήθος των αναφορών, μεταξύ άλλων, στον Μοντεσκιέ, τον Μιλλ, τον Ρουσσώ.

Ο Kant και οι Ταλιμπάν της Ορθοδοξίας


Σήμερα, που γίνεται πλέον αντιληπτό ότι ο ρόλος της ελλαδικής εκκλησίας εξαντλείται στη διαπλοκή της με το φανερό κράτος και το αφανές παρακράτος, επιχειρείται πάνω στην αμφίβολη προσφορά του παρελθόντος να δοθεί άφεση αμαρτιών για την αρνητική προσφορά του παρόντος.

Ωστόσο, αν κάτι πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι, ο πνευματικός ταλιμπανισμός και θρησκευτικός ολοκληρωτισμός της Ορθόδοξης Ελλαδικής Εκκλησίας δεν συντελεί στην αντιμετώπιση των σύγχρονων πιεστικών κοινωνικών ζητημάτων και υπαρξιακών αναζητήσεων των πολιτών. Αντί αυτού, εκφέρεται ένας λόγος οπισθοδρομικός, σωτηριολογικός, που ευαγγελίζεται την επιστροφή σε έναν πρωτοχριστιανικό κοινοτισμό, και καλλιεργεί την άγνοια, αποσκοπώντας στη διαφύλαξη της διαπλοκής θρησκευτικών και πολιτικών συμφερόντων, που θεσμικά εκφράζονται και αναπαράγονται με την κατοχύρωση των δεσμών Κράτους-Εκκλησίας.

Διακόσια χρόνια από τον θάνατό του Immanuel Kant και της περίφημης έκκλησης sapere aude (έχε το κουράγιο να χρησιμοποιείς την λογική σου) και είκοσι πέντε αιώνες από το τόλμησον φρονείν του Αισχύλου, η αναπαραγωγή της θρησκόληπτης ημιμάθειας και της μίζερης πρόσληψης του μέλλοντος, δεν μπορεί να αποτελεί τη βάση μιας ανοικτής, σύγχρονης και προοδευτικής κοινωνίας.

Συμπερασματικά, τα όσα με συντομία ειπώθηκαν παραπάνω, μας υπενθυμίζουν δυστυχώς την ρήση του Αδαμάντιου Κοραή, ο οποίος, αντικρίζοντας το 1830 το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, παρατήρησε με θλίψη πως «η Ελλάδα άλλαξε νεκροθάφτες. Από τους τούρκους νεκροθάφτες πέρασε στους χριστιανούς».

Ερμής ο Λόγιος

Τετάρτη, Μαρτίου 16, 2005

Το Φιλελεύθερο Λιοντάρι και οι Κότες του Φιλελευθερισμού

Η συναρπαστική και ακαδημαϊκά έγκυρη βιογραφία του Jo Grimond, με τον αντιπροσωπευτικό τίτλο Liberal Lion: Jo Grimond- A Political Life (I.B. Tauris, 2005, 266 σελ.) που εκδόθηκε πρόσφατα, από τον συγγραφέα Peter Barbaris, επαναφέρει στην επικαιρότητα την πολιτική παρουσία του σκωτσέζου ηγέτη των άγγλων Φιλελεύθερων (Liberals) την περίοδο 1956-1967.


O Grimond (1913-1993) υπήρξε πραγματικά χαρισματικός ηγέτης, η γοητεία του οποίου διαπερνούσε όλο το πολιτικό φάσμα, όπως πιστοποιεί και η παλαιότερη βιογραφία του με τίτλο Jo Grimond- Towards the Sound of Gunfire (Birlinn, 2001, 469 σελ.) από τον Michael McManus, συγγραφέα που ανήκε στον συντηρητικό χώρο. Αποφασιστικός, τολμηρός και ριζοσπάστης στις ιδέες του, με ξεκάθαρη θεώρηση των πολιτικών πραγμάτων της χώρας του, για τη θέση και την μελλοντική πορεία του κόμματος του, αναγνωρίζεται σήμερα ως ο άνθρωπος που έσωσε τους Φιλελεύθερους από την καταστροφή (Ben Davies, ?The Man who saved the Liberals?, www.bbc.co.uk).


Ο Grimond έβλεπε τους Φιλελεύθερους απομακρυσμένους από το Συντηρητικό Κόμμα (Conservative Party). Συνεχιστής της παράδοσης των βρετανών φιλελεύθερων που προέκυψαν από τους Whigs (που τόσο θαύμαζε ο Hayek), σε αντιδιαστολή με τους Συντηρητικούς που αποτέλεσαν τη συνέχεια των Τόρυδων. Και του παλαιού ηγέτη των Φιλελεύθερων Clement Davies, ο οποίος αρνήθηκε την πρόταση του Churchill για ενσωμάτωση του κόμματος στους Συντηρητικούς (και το υπουργείο Παιδείας για τον εαυτό του), κίνηση που θα διέγραφε οριστικά τους Liberals από την πολιτική ζωή.


Η στρατηγική του επιβεβαιώθηκε. Παρέλαβε το διαλυμένο μεταπολεμικά κόμμα του στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, καθώς στις τελευταίες εκλογές συγκέντρωσε μόλις το 2,7% των ψήφων, και το ανέβασε στο 11,2%, εγκαταλείποντας την ηγεσία του στα 54 μόλις χρόνια του. Η εμβέλεια του μηνύματος του υπήρξε ακόμη μεγαλύτερη, οδηγώντας τις φιλελεύθερες αντιλήψεις από «τα περιθώρια στο κέντρο της πολιτικής σελίδας», διαμορφώνοντας την agenda των επόμενων δεκαετιών. Σύμφωνα με τον συντηρητικό Spectator (Alan Watkins, «Jo?s Influential Children», 8/6/2002), οι Νέοι Εργατικοί του Tony Blair είναι πνευματικά παιδιά του Grimond, όπως, π.χ., με την απεξάρτησή τους από τα εργατικά συνδικάτα.


Στο πλαίσιο των ιδεολογικών αναζητήσεων του, οραματιζόταν την «αναδιαμόρφωση» της Αριστεράς («realignment of the Left») με τους Φιλελεύθερους να αποτελούν συστατικό κομμάτι της. Όπως επισημαίνει η βρετανική επιθεώρηση The Economist, σε πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου του Barbaris, Liberal loose ends», 12/3/2005, σελ. 85), πίστευε πως ο «χώρος θα έπρεπε να καταληφθεί από μία ριζοσπαστική, προοδευτική, αλλά μη σοσιαλιστική δύναμη, περισσότερο ελκυστική στο κέντρο».


Ωστόσο, αρκετά αργότερα, φάνηκε να επανεξετάζει τη θέση του απέναντι στους Συντηρητικούς της Margaret Thatcher και την ριζοσπαστικά φιλελεύθερη στροφή που επέβαλε στο, τότε κορπορατιστικό, κόμμα της.


Σήμερα, στο πλαίσιο της διεθνούς (αλλά και εγχώριας) συζήτησης για τις προϋποθέσεις και προοπτικές μίας ενδεχόμενης σύγκλισης φιλελευθερισμού και σοσιαλδημοκρατίας, η πολιτική δράση του Grimond αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς η πολιτική φιλοσοφία του συνίστατο στην προσπάθεια σύνθεσης της οικονομικής ελευθερίας και της ηθικής. Σύνθεση για την οποία οι Συντηρητικοί αδυνατούσαν και οι Εργατικοί δεν κατανοούσαν. Όπως άλλωστε συνήθιζε να λέει, «το πρόβλημα με τους Εργατικούς δεν είναι πως δεν πιστεύουν πραγματικά στο σοσιαλισμό, αλλά ότι δεν εγκρίνουν από καρδιάς της ιδιωτική επιχειρηματικότητα».


Για τον Grimond, οι αρετές της αγοράς δεν περιορίζονται στην οικονομική αποτελεσματικότητα αλλά στη μεγιστοποίηση των διαθέσιμων επιλογών. Και αντίστροφα, η κρατική παρέμβαση στην αγορά, δεν είναι μόνο οικονομικά αναποτελεσματική, αλλά συχνά κοινωνικά άδικη (The Future of Liberalism, 1980). Η υπονομευόμενη από τον διεθνή εμπορικό προστατευτισμό ανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Economist εκτιμά πως εάν ζούσε ο Grimond θα αποδοκίμαζε τις θέσεις των Φιλελεύθερων Δημοκρατών (Liberal Democrats) για υψηλούς φόρους καθώς και τον αντιαμερικανισμό τους. Θα συμμετείχε όμως με ενθουσιασμό στη συζήτηση για την «κοινωνία των πολιτών».

Πέρα όμως από τα όποια λάθη στρατηγικής, εκτιμήσεων και θέσεων, τα οποία είναι αναπόφευκτα σε κάθε ανθρώπινη δράση (πόσο μάλλον στην πολιτική που, όπως έχει ειπωθεί, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πρόβλεψη του μέλλοντος για την κατάλληλη προσαρμογή σε αυτό) ο Grimond πρέπει να παραμείνει στη μνήμη μας ως ο πολιτικός που σε όλη τη ζωή του βάδισε ακατάπαυστα «προς στον ήχο της μάχης». Δεν δίστασε όταν η συγκυρία ήταν αρνητική και οι προοπτικές δυσοίωνες. Και δεν ανοίχτηκε σε κανενός είδους «μεσαίο χώρο» της εποχής, για την αποκόμιση αβέβαιων εκλογικών οφελών. Ένα πραγματικό φιλελεύθερο λιοντάρι.


Πόση, άραγε, απόσταση τον χωρίζει από τις «βρεγμένες κότες του φιλελευθερισμού» (σύμφωνα με τη φράση του Guy Sorman) που πρόθυμα θυσιάζουν την καθαρότητα των απόψεων τους στο βωμό του πλέον χυδαίου, αλλά και πολιτικά αναποτελεσματικού, προσωπικού οπορτουνισμού. Είδος που δυστυχώς στη χώρα μας περισσεύει.