Τετάρτη, Μαΐου 25, 2005

Το Λυκόφως των Νεοσυντηρητικών

Τα πρόσφατα γεγονότα στην πόλη Andijhan του Uzbekistan, όπου τουλάχιστον 500 άτομα βρήκαν τον θάνατο, όταν οι κρατικές δυνάμεις ασφαλείας άνοιξαν αδιάκριτα πυρ ακόμη και με ελικόπτερα κατά διαδηλωτών, σύμφωνα με αναφορές οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε μία επιχείριση που ο έγκυρος Economist χαρακτήρισε «σφαγή» και είχαν ως αφορμή τη σύλληψη 23 τοπικών επιχειρηματιών με χαλκευμένες κατηγορίες («The blood-red revolution», 20/5/2003), απεικονίζουν ανάγλυφα τα αδιέξοδα του νεοσυντηρητικού δόγματος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.

Όπως επισημαίνουν οι Financial Times, ήταν θέμα χρόνου ο διακηρυγμένος πόθος της κυβέρνησης Bush να διαδώσει την δημοκρατία, να έρθει σε σύγκρουση με τους αυταρχικούς παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ, όπως ο Karimov ("Winds of Change reach Central Asia", 17/5/2005).

Η διακυβέρνηση του Islam Karimov δεν αποκαλύφτηκε με τα γεγονότα της πόλης Andijhan. Ο βρετανικός Guardian παλαιότερα είχε επισημάνει την ύπαρξη 1500 πολιτικών κρατουμένων ορισμένοι από τους οποίους βασανίζονται μέχρι θανάτου, με ευφάνταστους τρόπους όπως μεταξύ άλλων, ο βρασμός των θυμάτων (Nick Paton, «US loοks away as new ally tortures», 26/5/2003).

Ο έλεγχος της πληροφόρησης είναι σχεδόν απόλυτος. Η οικονομία είναι κατευθυνόμενη και η επιχειρηματικότητα υπό διωγμό. Η μετακίνηση στις πόλεις απαιτεί ειδική άδεια, όπως και η έξοδος από τη χώρα.

Ο πρώην βρετανός πρεσβευτής στο Uzbekistan, Craig Murray, είναι αποκαλυπτικός: «Στο Foreign Office με προετοίμασαν με μαθήματα γλώσσας, κανείς όμως δεν ανέφερε ποτέ τους δέκα χιλιάδες πολιτικούς και θρησκευτικούς κρατουμένους».

Αυτή η παράβλεψη των ΗΠΑ και των συμμάχων τους προς τις κυβερνητικές πρακτικές του καθεστώτος Karimov έχει βέβαια την προφανή εξήγησή της. Η αντίθεση του Karimov στον ισλαμικό φονταμενταλισμό και οι γεωπολιτικές αναγκαιότητες της μετά την τραγωδία της 11/9 περιόδου, εξασφάλισαν την ανοχή των ΗΠΑ απέναντι στον αυταρχισμό του. Έτσι, στο έδαφος του Uzbekistan βρίσκεται η επιχειρησιακή βάση των ΗΠΑ για το Afghanistan. Με τη σειρά τους οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας που χρησιμοποιούν τα βασανιστήρια ως το συνηθισμένο τρόπο ανάκρισης έλαβαν οικονομική βοήθεια, μόνο για το έτος 2002, ύψους 79 εκατομμυρίων δολαρίων.

Μάλιστα, η Dana Rohrabacher, μέλος της ρεπουμπλικανικής ομάδας του Κογκρέσου, φτάνει στο σημείο να παρομοιάζει την υποστήριξη προς τον Karimov με αυτήν προς τον Stalin κατά τον β΄ π.π. (η συνέχεια υπήρξε βέβαια γνωστή και μάλλον οδυνηρή για όλους).

Ο Karimov βέβαια χρησιμοποιεί έντεχνα το χαρτί του ισλαμικού κινδύνου προκειμένου να κερδίσει την υποστήριξη των ΗΠΑ και να νομιμοποιήσει την ωμή εξουσία του. Μάλλον αναμενόμενα λοιπόν κατηγόρησε το Ισλαμικό Κίνημα του Uzbekistan (Islamic Movement of Uzbekistan- IMO) για διασυνδέσεις με την Al-Qaida.

Διόλου τυχαία τον Karimov έσπευσε να στηρίξει ο Vladimir Putin, προκειμένου να τον προσδέσει στο άρμα της ρωσικής επιρροής και ο οποίος χρησιμοποιεί τον κίνδυνο της ισλαμικής τρομοκρατίας για να ισχυροποιήσει την εξουσία του. Από κοντά και η Κίνα που, όπως μας έδειξε την εποχή των φοιτητικών κινητοποιήσεων στην πλατεία Tiananmen, επικροτεί την εφαρμογή σύγχρονων μεθόδων ελέγχου του πλήθους.

Πρέπει να επισημάνουμε ότι, η εξωτερική πολιτική Bush θα συναντούσε σημαντικά εμπόδια χωρίς την υποστήριξη της- ισχυρής στον ακαδημαϊκό και πολιτικό χώρο των ΗΠΑ- κοινότητας των λεγόμενων πολιτικών ρεαλιστών (realists), με ορισμένες βέβαια σημαντικές εξαιρέσεις, όπως του Zbigniew Brzezinski.
Κοινό σημείο συμφωνίας, οι διάφορες θεωρίες ηγεμονίας (hegemony theories) των νέο-ρεαλιστών (Gilpin, Waltz, Mearsheimer, κ.ά.), που σε γενικές γραμμές πρεσβεύουν ότι η διεθνής τάξη προϋποθέτει την ύπαρξη μίας κυρίαρχης δύναμης, ικανής να επιβάλει τη θέλησή της καθώς και τη χομπσιανή προσέγγιση της πραγματικότητας ως ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος (zero sum game) βασισμένο στο δίπολο «εχθρός-φίλος». Τέλος, κοινή υπήρξε η αντιπάθεια τους προς τον φιλελεύθερο ιδεαλισμό του Bill Clinton.

Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συμφωνία νεοσυντηρητικών και ρεαλιστών στο δόγμα της «προληπτικής επίθεσης» (Jeet Heer, «Trotskys ghost wandering the White House- Influence on Bush aides: Bolsheviks writings supported the idea of pre-emptive war», National Post, 7/6/2003), κάτι που απορρίπτεται από την δημοκρατική ιδεολογία κα πρακτική.

Ωστόσο, ανάμεσά τους υπάρχει μία θεμελιώδης διαφορά που υποσκάπτει τις σχέσεις τους. Οι ρεαλιστές, κατά βάση, αντιτίθενται στην αλλαγή καθεστώτων (regime change), η οποία βρίσκεται στον πυρήνα του πολιτικού προγράμματος των νεοσυντηρητικών, κύρια για την περιοχή της Μέσης Ανατολής. Αντίθετα, οι ρεαλιστές προκρίνουν αλλαγές πολιτικής (policy change), μέσα από συμμαχίες και εξισορροπήσεις ισχύος. Και βέβαια προσεγγίζουν το διεθνές περιβάλλον και την ανάλυση τους με βάση την περιοριστική και προβληματική έννοια του «εθνικού συμφέροντος» (national interest) και της ισχύος (power), και όχι στη βάση αρχών και ιδεών όπως οι νεοσυντηρητικοί.

Για να το πούμε και διαφορετικά, η παραπάνω διαφορά μοιάζει με το γνωστό παλαιό μαρξιστικό δράμα της επιλογής ανάμεσα στον «σοσιαλισμό σε μία χώρα» (socialism in one country) του Stalin και την «παγκόσμια επανάσταση» του Trotsky (από όπου έλκουν την πολιτική καταγωγή τους πολλοί από τους νεοσυντηρητικούς, όσο και αν ακούγεται παράδοξο). Στον μετά την 11/9 κόσμο, οι ρεαλιστές είδαν την ευκαιρία να μεταβάλλουν την παγκόσμια κατανομή ισχύος προς όφελος των αμερικανικών συμφερόντων όπως αυτοί τα αντιλαμβάνονται, και οι νεοσυντηρητικοί την ευκαιρία να σχεδιάσουν τον παγκόσμιο χάρτη (ορισμένοι δε εξ αυτών, και να εφαρμόσουν το επαναστατικό πρόγραμμα μιας συντηρητικής Τέταρτης Διεθνούς).

Έτσι, σχετικά πρόσφατα, δέκα νεοσυντηρητικά μέλη του editorial board της σημαντικής πολιτικής επιθεώρησης National Interest, ανάμεσα τους οι Francis Fukuyama και Samuel Huntington, αποχώρησαν διαμαρτυρόμενοι για τις ρεαλιστικές θέσεις που ακολουθεί η ιδιοκτησία του εντύπου (David D. Kirkpatrick, «Battle Splits Conservative Magazine», New York Times, 13/3/2005). Σε πρόσφατο editorial της επιθεώρησης με τον τίτλο «Realisms Shining Morality», γίνεται λόγος για υπερβάλλοντα ζήλο στην επιδίωξη της δημοκρατίας την στιγμή που τα συμφέροντα των ΗΠΑ επιβάλουν συχνά τη συνεργασία με αυταρχικά καθεστώτα.

Γεγονότα ανάλογης σημασίας με αυτά του Uzbekistan, που θα πυροδοτήσουν αντιδράσεις και θα φέρουν στην επιφάνεια υποβόσκουσες αντιθέσεις, θα πρέπει ίσως να αναμένουμε στο περισσότερο ή λιγότερο κοντινό μέλλον, στο πλούσιο σε κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου Turkmenistan, όπου ο ισόβιος (!) πρόεδρος Separmurat Niyazov, που αρέσκεται να αποκαλεί τον εαυτό του «Turkmenbashi» (πατέρα όλων των τουρκμένων) και- ως άλλος Κόμοδος- να εμπλουτίζει τον πολιτιστική κληρονομιά της χώρας με μνημεία αφιερωμένα σε αυτόν, το 58% του πληθυσμού των 5 εκατομμυρίων πολιτών ζει κάτω από το όριο της φτώχιας, η ανεργία πλησιάζει το 60% και φυσικά η αντιπολίτευση απαγορεύεται.

Φυσικά, όπως και όλοι οι μεγάλοι ηγέτες ο Niyazov καταπιάνεται μόνο με ζητήματα υψηλής πολιτικής. Έτσι, οι κρατικές υπηρεσίες προκειμένου να επιτρέψουν την εγγραφή στις πανεπιστημιακές σχολές της χώρας, εφαρμόζουν έλεγχο τριών γενεών, ώστε να διαπιστωθεί η «τουρκμενικότητα» των φοιτητών, καθώς σύμφωνα με τον Niyazov, «όποτε το αίμα των προγόνων μας αναμείχθηκε με άλλα, το εθνικό πνεύμα υπήρξε χαμηλό».

Η Διεθνής Αμνηστία σε πρόσφατη έκθεση της («Turkmenistan: the Clampdown on dissent and religious freedoms continues»,
www.amnesty.org ) καλεί τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών να αναλάβει δράση. Ωστόσο, οι περιφερειακές ισορροπίες επιβάλουν μία διαφορετική αντιμετώπιση (στην ιστοσελίδα www.eurasianet.org μπορεί κάποιος να διαβάσει σπαρταριστά επεισόδια από τη συμπεριφορά του Niyazov προς τους ηγέτες των χωρών της Κεντρικής Ασίας κατά τις διμερείς και πολυμερείς επαφές του, όπου ακόμη και ο Putin φαίνεται να ακολουθεί το «πρωτόκολλο Niyazov»).

Όμως τελικά, οι προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής των νεοσυντηρητικών αναμένεται να κριθούν στην πολιτική στάση απέναντι στον νεαντερντάλειο ολοκληρωτισμό του βορειοκορεάτη τυράννου Kim Jong-Il.

Ο γνωστός αρθρογράφος Christopher Hitchens χαρακτηρίζει την Βόρεια Κορέα ως ένα απέραντο στρατόπεδο συγκέντρωσης («Worse Than 1984», Slate, 2/5/2005) ενώ το Newsweek, σε παλαιότερο αφιέρωμά του, της απονέμει τον αποκρουστικό τίτλο της χειρότερης χώρας του κόσμου («Worst of the worst», 9/7/2001) όπου ο χρόνος έχει σταματήσει σε ένα διαρκές παρόν κακοτυχίας και καταγράφει εφιαλτικές εικόνες- ανάμεσά τους και τις διάχυτες φήμες κανιβαλισμού στα σύνορα με τη Κίνα.

Είναι πραγματικά συγκλονιστικό το θέαμα της νυχτερινής Κορέας με δορυφορική λήψη όπου, ενώ η Νότια Κορέα δείχνει φωτεινή όπως και κάθε άλλη κατοικημένη περιοχή του πλανήτη, το έδαφος της Βόρειας Κορέας παραμένει βυθισμένο στο σκοτάδι, όπως και οι ζωές των ταλαίπωρων κατοίκων της (http:www.fas.org/nuke/guide/dprk/facility/dprk-dmsp-dark.jpg).

Ωστόσο, η επιλογή της πίεσης στον Kim Jong-Il δεν φαίνεται να είναι αυτονόητη καθώς επικρατούν περισσότερο ρεαλιστικές προσεγγίσεις. Έτσι, στο βαθμό που η προτεραιότητα δοθεί στην αντιμετώπιση της δυνητικής πυρηνικής απειλής που αντιπροσωπεύει η Βόρεια Κορέα, αναπόφευκτα οι ΗΠΑ οδηγούνται στην συνεννόηση/ διαπραγμάτευση μαζί του και την παροχή κάποιων εγγυήσεων ασφάλειας (security assurances) και ως εκ τούτου στη νομιμοποίηση/ στήριξη και όχι βέβαια την πίεση για μεταρρυθμίσεις πόσο μάλλον την απομάκρυνσή του.

Αξίζει να επισημάνουμε πως, το Uzbekistan και το Turkmenistan δεν περιλαμβάνονται στη λίστα των ΗΠΑ με τα τυραννικά καθεστώτα, αντίθετα βέβαια με την Κούβα. Η υιοθέτηση διαφορετικών κριτηρίων (double standards) αν μην τι άλλο, αδυνατίζει τα επιχειρήματα της πολιτικής Bush και εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τις «δημοκρατικές επιδιώξεις» της.

Το κύμα εκδημοκρατισμού που σαρώνει την περιοχή της Κεντρικής Ασίας, από την «επανάσταση των ρόδων» στη Γεωργία και την «πορτοκαλί επανάσταση» στην Ουκρανία, ως την ανατροπή του Askar Akaev στο Kyrgyzstan και τις απελπισμένες κινητοποιήσεις στο Uzbekistan, πρέπει να τύχει της στήριξης της διεθνούς κοινότητας.
Δυστυχώς, η μεγάλη δύναμη της περιοχής, η Ρωσία που με το παράδειγμα και την επιρροή της θα μπορούσε να προσφέρει τα μέγιστα στον εκδημοκρατισμό των χωρών της Κεντρικής Ασίας, ακολουθεί μία ανησυχητική πορεία προς τον αυταρχισμό, όπως καταδεικνύει η πρόσφατη περίπτωση των διώξεων κατά του, μεγιστάνα και χρηματοδότη αντιπολιτευτικών προς τον Putin κομμάτων, Mikhail Khodorkovsky.

O εκδημοκρατισμός αποτελεί την αναγκαία συνθήκη ώστε η Κεντρική Ασία να εισέλθει συνολικά σε μία μακροχρόνια περίοδο ειρήνης και ευημερίας. Εάν υπάρχει ένας εμπειρικός νόμος στις διεθνείς σχέσεις, αυτός είναι πως οι ανοικτές κοινωνίες και οικονομίες δεν πολεμούν μεταξύ τους, συνέπεια του ελέγχου των κυβερνώντων από τους πολίτες, τις κοινές πολιτικές αξίες και τα αμοιβαία συμφέροντα των αλληλεξαρτώμενων οικονομιών (Rummel, Dole, Kober, κ.ά.).

Πρόκειται για τον πυρήνα του φιλελεύθερου ιδεαλισμού (liberal idealism) ή κοσμοπολιτισμού (cosmopolitanism) στις διεθνείς σχέσεις στη βάση της καντιανής «διαρκούς ειρήνης» (Perpetual Peace, 1795).

O Stephen Schwartz, εκ των πλέον γνωστών νεοσυντηρητικών αρθρογράφων (και παλαιότερα τροτσκιστής, γνωστός ως «σύντροφος Sandalio»), ασκεί κριτική στους παρατηρητές του ΟΑΣΕ στις τελευταίες εκλογές του Uzbekistan, οι οποίοι εξέφρασαν αμφιβολίες για τις εκλογικές διαδικασίες που διατήρησαν στην εξουσία τον Karimov («Ripples Beyond Ukraine»,
www.techcentralstation.com, 30/12/2004). Όχι όμως στη βάση των γεωπολιτικών συμφερόντων, όπως οι περισσότεροι εκ των κυνικών ρεαλιστών, αλλά αντίθετα ως τον εγγυητή της πορείας της χώρας προς τον εκδημοκρατισμό.

Η προθυμία με την οποία οι νεοσυντηρητικοί απονέμουν τα εύσημα της «δημοκρατικότητας» απλόχερα σε κάθε έναν που είναι αντίθετος με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, όπως ο Karimov, δείχνει πως ακολουθούν περισσότερο το ερμηνευτικό σχήμα της «σύγκρουσης των πολιτισμών» του Huntington, παρά το επιχείρημα της δημοκρατικής ειρήνης (democratic peace argument).

Πριν ακόμη από την εποχή του Τιβέριου, οι Ρωμαίοι έκαναν τη θεμελιώδη διάκριση ανάμεσα στο imperium και στη libertas, με το πρώτο να έχει την έννοια της παρέμβασης (επιβολής) σε εξαιρετικές περιπτώσεις, και τη δεύτερη να απονέμεται σε όλους ανεξαιρέτως τους ελεύθερους πολίτες και να καθορίζεται από την κυριαρχία των νόμων. Το imperium αντιμετωπιζόταν με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα καθώς ενισχύει τις έκτακτες εξουσίες της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Η δολοφονία του Ιούλιου Καίσαρα (44 π.Χ.) μπορεί ως ένα βαθμό να ερμηνευτεί σαν μια προσπάθεια να αποτραπεί η συγκέντρωση όλων των εξουσιών στο πρόσωπο του δικτάτορα, κάτι που δεν αποτράπηκε βέβαια από τον διάδοχό του Γάιο Οκταβιανό (31 π.Χ.-14 μ.Χ.), ο οποίος με την βοήθεια των ρωμαϊκών λεγεώνων του έγινε ο πρώτο ρωμαίος αυτοκράτορας, παίρνοντας τον τίτλο του Αυγούστου.

Η υιοθέτηση της Homeland Security Act (2002) και η σύσταση ενός νέου γραφειοκρατικού φορέα, του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας (Department of Homeland Security) που απασχολεί 170 χιλιάδες εργαζομένους και συνενώνει τις λειτουργίες 22 υπηρεσιών, με προϋπολογισμό περίπου 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων, οδηγεί σε συγκέντρωση εξουσιών με προφανείς κινδύνους κατάχρησης για τα ατομικά δικαιώματα (Gail Russell Chaddock, «Security act to pervade daily lives», Christian Science Monitor, 21/11/2002).

Ελάχιστη σημασία όμως έχουν τα παραπάνω. Αυτό που πρέπει περισσότερο να μας ενδιαφέρει είναι ότι, στο βαθμό που η πολιτική των ΗΠΑ αποσκοπεί πρώτιστα στην προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων, όπως γίνεται φανερό, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση του Karimov, πρόκειται περισσότερο για μία εθνικιστική ιμπεριαλιστική πολιτική, με την οποία δεν μπορεί να συμφωνεί ένας φιλελεύθερος ιδεαλιστής.

Ο Franklin D. Roosevelt, σε μία έξαρση αποθέωσης του διεθνολογικού ρεαλισμού και του πολιτικού κυνισμού, αναφερόμενος στο δικτάτορα της Νικαράγουα Somoza έλεγε χαρακτηριστικά ότι, «μπορεί να είναι ένας sonofabitch αλλά είναι ο δικός μας sonofabitch». Η λαϊκή παροιμία «δείξε μου τον φίλο σου να σου πω ποιος είσαι», που συχνά βρίσκει εφαρμογή και στην εξωτερική πολιτική, φαίνεται να ταιριάζει στην πολιτική των αμερικανών νεοσυντηρητικών. Η καθολική αναγνώριση αυτού του γεγονότος θα σημάνει το λυκόφως της νέο-ιακωβίνικης και αντιφιλελεύθερης πολιτικής Bush.

*Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της "Προοδευτικής Πολιτικής" (www.ppol.gr).

Δευτέρα, Μαΐου 16, 2005

Συντηρητική σκέψη και Ιδεολογική Ένδεια

«Αμφιβάλω αν μπορεί να υπάρξει κάτι που να
ονομάζεται συντηρητική πολιτική φιλοσοφία.»

Friedrich Hayek


Ο Τάκης Μίχας, στο κείμενο του «Η ιδεολογική σύγκλιση Νέας Δημοκρατίας και ΚΚΕ» στην ιστοσελίδα της Προοδευτικής Πολιτικής (14.5.2005) περιγράφει, με τον πραγματικά μοναδικό προβοκατόρικο και τεκμηριωμένο τρόπο του, την ιδεολογική σύμπλευση που παρατηρείται στις μέρες μας ανάμεσα στην μαρξιστική Αριστερά και την συντηρητική Δεξιά στη χώρα μας, όπως αυτές εκφράζονται κύρια από το ΚΚΕ και τη Νέα Δημοκρατία.

Σε γενικές γραμμές πρόκειται για ένα φαινόμενο που δεν περιορίζεται στην Ελλάδα, αλλά αντίθετα συναντάται σε πανευρωπαϊκό, και όχι μόνο, επίπεδο, φέρνοντας κοντά τα πολιτικά άκρα. Καθώς οι βεβαιότητες του παρελθόντος εξέλειπαν και οι γεωπολιτικές αναγκαιότητες του διπολικού κόσμου δεν επιβάλουν πλέον την συμπόρευση συντηρητικών και φιλελεύθερων, συντελείται βαθμιαία η απομάκρυνσή τους. Ένα κομμάτι του συντηρητικού χώρου ακολουθεί τις αρχές του φιλελευθερισμού κινούμενο στην κατεύθυνση ενός ατομοκεντρικού (φιλελεύθερου) συντηρητισμού (Girvin) ενώ ένα άλλο κομμάτι ριζοσπαστικοποιείται σε συντηρητική κατεύθυνση υιοθετώντας κοινοτιστικές, εθνικιστικές και αυταρχικές θέσεις.

Ο Hayek στο καταληκτικό κεφάλαιο του σπουδαίου έργου του The Constitution of Liberty (1960) που επιγράφεται με τον χαρακτηριστικό τίτλο Γιατί Δεν Είμαι Συντηρητικός, δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τις εγγενείς αδυναμίες του συντηρητισμού να κυριαρχήσει στο χώρο των ιδεών. Οι συντηρητικοί, στερούμενοι δικών τους διακριτών πολιτικών αρχών, περιορίζονται στο να καθυστερούν τις επερχόμενες αλλαγές, ακολουθώντας απλά τις κινήσεις του πολιτικού εκκρεμούς.

Στο βαθμό που οι επερχόμενες αλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο κινούνται στην κατεύθυνση των ανοικτών αγορών και των πολυ-πολιτισμικών κοινωνιών, προκαλώντας- παράλληλα με τις ευκαιρίες που δημιουργούν- δικαιολογημένη ανασφάλεια στις ομάδες που θίγονται, οι συντηρητικοί σχεδόν ενστικτωδώς οπισθοχωρούν στην ψευδαίσθηση της ασφάλειας της κοινότητας και του οικονομικού προστατευτισμού. Ο Raymond Aron, ίσως ο σπουδαιότερος συντηρητικός στοχαστής του εικοστού αιώνα, συνήθιζε άλλωστε να λέει πως ο συντηρητισμός είναι περισσότερο μία στάση ζωής παρά μια πολιτική ιδεολογία. Έτσι εξηγείται σε μεγάλο βαθμό το γεγονός πως συντηρητικά κόμματα από τους Γάλλους γκωλικούς ως την ΝΔ, αντί να επωφεληθούν ιδεολογικά από την κατάρρευση του σοβιετικού ολοκληρωτισμού και την νίκη του φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού, έσπευσαν να επιβιβαστούν στο όχημα της αντι-παγκοσμιοποίησης.

Ο Γ. Κ. Βλάχος, ένας από τους ελάχιστους συντηρητικούς διανοούμενους της χώρας μας με τους οποίους αξίζει να ασχοληθεί σοβαρά κανείς, έγραφε στα 1932 χαρακτηριστικά, απηχώντας τον Hayek, αν και από το απέναντι στρατόπεδο: «Το Λαϊκόν Κόμμα είναι το κόμμα των παλαιών συνηθειών, των παλαιών μεθόδων, των παλαιών παραδόσεων, του κοινοβουλευτισμού, της νοικοκυροσύνης, της τάξεως, με όλα τα αγαθά, όλα τα προτερήματα και όλα τα ελαττώματα αυτών των ιδιοτήτων του. Δεν θα κάμει μεγάλην πολιτική, αλλά δε θα πληρώσει και τας συνεπείας τας μεγάλας και τας δυσβαστάκτους» (περιλαμβάνεται στο Μ. Δραγούμη, Πορεία προς τον Φιλελευθερισμό, Ελληνική Ευρωεκδοτική,1991, σελ. 481).

Θυμίζουμε, επίσης, ότι ο «μεσαίος χώρος» δεν αποτελεί αποτέλεσμα ρηξικέλευθων ιδεολογικών αναζητήσεων αναλυτών της εγχώριας φωτισμένης Δεξιάς, αλλά αντίθετα είναι παλαιός όσο και η ιδεολογική ένδεια του συντηρητικού χώρου από τον οποίο προέρχεται. Έτσι, ήδη από το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, ο βρετανός πρωθυπουργός και ηγέτης των συντηρητικών Τόρυδων Harold Macmillan (1894-1986), εξέδιδε βιβλίο με τον χαρακτηριστικό τίτλο The Middle Way (1938). Και βέβαια δεν είναι να απορεί κανείς που ο Macmillan, γνωστός για τις αριστερές ιδέες του (και την ιδεολογική του σύγχυση, θα προσθέταμε εμείς), όχι μόνο γνώρισε την συντριβή στις εκλογές του 1945 αλλά έχασε ακόμη και την βουλευτική έδρα του.

Τα παραπάνω βέβαια δεν σημαίνουν πως η συντηρητική σκέψη δεν είναι σε θέση να παράγει πνευματικό έργο. Αρκεί να αναλογιστεί κάποιος σπουδαίους συντηρητικούς στοχαστές όπως o Edmund Burke, o Alexis de Tocqueville, ακόμη και ο Joseph de Maistre και ο Carl Schmitt.

Έτσι, σε χώρες με σπουδαία αστική τάξη, όπως η Γαλλία, η συντηρητική σκέψη υπήρξε πάντοτε σημαντική και παραμένει ακόμη και σήμερα ασκώντας επιρροή, ακόμη και αν αυτή δεν εκφράζεται εκλογικά.

Αντίθετα, σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου η αστική τάξη δεν είναι επαρκώς αναπτυγμένη, η συντηρητική πολιτική σκέψη παραμένει σε λανθάνουσα μορφή. Έτσι δεν θα συναντήσει κανείς ελληνικούς Times, Le Figaro, Suddeutsche Zeitung (διάολε, ούτε ένα συντηρητικό Βήμα).

Διόλου τυχαία ο ταλαίπωρος Ροΐδης, χαρακτηριστικός τύπος φιλελεύθερου αστού της εποχής του, έβρισκε βολικότερο και πιο φυσιολογικό να εκφράζει τις ανησυχίες του μέσα από ριζοσπαστικά και σοσιαλιστικά έντυπα της εποχής όπως ο Ραμπαγάς, παρά στον αφιλόξενο προς τις ιδέες του συντηρητικό χώρο. Από την εποχή βέβαια του Ροΐδη ελάχιστα έχουν αλλάξει για τους εναπομείναντες εκπροσώπους της σκεπτόμενης Δεξιάς.

Το πρόβλημα, λοιπόν, της σύγκλισης ανάμεσα στην μαρξιστική Αριστερά και στη συντηρητική Δεξιά στην Ελλάδα, δεν οφείλεται αποκλειστικά σε μία ευκαιριακή λαϊκιστική συμπόρευση με στόχο άμεσα εκλογικά οφέλη. Ούτε στις κοινές αφετηριακές παραδοχές των δύο πολιτικών ρευμάτων (μεταφυσικός κοινοτισμός, πολιτικός ανορθολογισμός, ιστορικός μεγαλοϊδεατισμός), όπως ορθά, πλην όμως περιοριστικά, επισημαίνει ο Τάκης Μίχας. Και βέβαια δεν οφείλεται στο ότι η αστική τάξη έχασε την ιδεολογική μάχη, όπως υποστηρίζει σε άρθρο του ο φίλος Πάσχος Μανδραβέλης. Απλούστατα διότι ποτέ δεν έδωσε μια τέτοια μάχη.

Ο Brian C. Anderson, συγγραφέας του πολύκροτου έργου South Park Conservatives- the Revolt against Liberal Media Bias (2005) που αξίζει να διαβαστεί με προσοχή, περιγράφει την ανάδειξη συντηρητικών πολιτικών ιδεών την τελευταία δεκαπενταετία σε πείσμα της αριστερής (liberal) μηντιακής ηγεμονίας, υπεύθυνη σε μεγάλο βαθμό για την ιδεολογική ηγεμονία των αμερικανών συντηρητικών που μεταφράζεται σε εκλογικές νίκες για τους Ρεπουμπλικάνους.

Φυσικά, η ιδεολογική ένδεια του ελλαδικού συντηρητικού χώρου δεν μπορεί να αποδοθεί σε αποκλεισμούς που έχει επιβάλει η συνομωσία των διαπλεκομένων στο χώρο του Τύπου και των εκδόσεων, αν και οι μικρότητες, οι εγωισμοί, οι δημόσιες σχέσεις και τα συμφέροντα είναι και εδώ, όπως άλλωστε σε όλους τους χώρους της κοινωνικής δραστηριότητας, υπαρκτά.

Έχει λεχθεί με κάποια δόση υπερβολής ομολογούμενα ότι, τα σπουδαία πνευματικά έργα είναι προϊόν κάποιας εσωτερικής πίεσης (frustration). Είναι βέβαια εξίσου αληθές πως, μεταπολεμικά οι εκπρόσωποι της συντηρητικής διανόησης δεν είχαν πολλές τέτοιες εσωτερικές παρορμήσεις ή εξωτερικές αναγκαιότητες. Η επαγγελματική και κοινωνική ανέλιξη καθορίζονταν σε μεγάλο βαθμό από το πλέγμα των τζακιών, της οικογενειοκρατίας και των κοινωνικών φρονημάτων, και ως εκ τούτου η συμμετοχή τους εξασφαλίζονταν δικαιωματικά. Ο κατάλογος των ημιμαθών απαίδευτων που σταδιοδρόμησαν άκοπα, είναι μακρύς στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία.

Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι, οι μεταπολιτευτικές κοινωνικές αλλαγές δεν περιορίστηκαν να διαρρήξουν τα απαράδεκτα κοινωνικά στεγανά ως όφειλαν, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις οδήγησαν στο αντίθετο άκρο, στην υιοθέτηση δηλαδή ενός στείρου αντιδεξιού λόγου ως διαβατηρίου επαγγελματικής, κοινωνικής και πολιτικής ανόδου (εξίσου μακρύς κατάλογος, αρκεί να περιοριστεί κανείς στα πανεπιστημιακά ιδρύματα).

Οι πολιτικοί φορείς της συντηρητικής παράταξης από την πλευρά τους φέρουν σημαντικές ευθύνες, καθώς όχι μόνο δεν έκαναν τίποτε προκειμένου να διορθώσουν κάπως την κατάσταση, αλλά αντίθετα προσυπέγραψαν το διαζύγιο του χώρου τους από την πολιτική σκέψη. Έτσι, ενώ στο συνέδριο της Χαλκιδικής (Απρίλιος 1994) ο Μιλτιάδης Έβερτ αποκήρυξε τον νεοφιλελευθερισμό («δεν είμαστε νεοφιλελεύθεροι»- λες και υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία γι? αυτό) που θα μπορούσε να ανανεώσει το γερασμένο ιδεολογικό οπλοστάσιο της παράταξης, ο Κώστας Καραμανλής στο πρόσφατο συνέδριο του κόμματος του (Ιούνιος 2004) ξεμπέρδεψε με τις πολιτικές ιδέες στο σύνολό τους.

Όρισε, έτσι, την Νέα Δημοκρατία ως το «κόμμα του κοινωνικού κέντρου» και έκφραση της «γνήσιας δημοκρατικής παράταξης». Αν απορρίψουμε το ενδεχόμενο (πάντοτε υπαρκτό, βέβαια) ο πρόεδρος της ΝΔ να υιοθετεί τον πολιτικό λόγο του Ανδρέα Παπανδρέου με είκοσι χρόνια καθυστέρηση, τότε αβίαστα συμπεραίνουμε ότι η ΝΔ κινείται πλέον εντός του ιδεολογικού πλαισίου μίας δογματικής Αριστεράς. Αν μάλιστα δεχτούμε πως κινείται στο μεσαίο χώρο του πραγματισμού, απορρίπτοντας τους ιδεολογικούς αναχρονισμούς, όπως υποστηρίζουν οι ιδεολογικοί γκουρού της, τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η αριστερή ρητορική έχει εσωτερικευθεί ως ουδέτερος, μέσος πολιτικός λόγος. Η σημειολογία του νεοδημοκρατικού πολιτικού λεξιλογίου είναι αρκούντως αποκαλυπτική. Τέτοια επιτυχία δεν θα μπορούσε να φανταστεί ούτε ο πλέον φιλόδοξος εισοδιστής.

Αν λοιπόν για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, η ΝΔ δανειζόταν από την φαρέτρα της Δεξιάς και της Αριστεράς, η σημερινή ΝΔ δανείζεται αποκλειστικά από την Αριστερά. Και σαν πρωτοετής φοιτητής μοιάζει προσηλωμένη στην άκριτη αποδοχή βασικών θέσεων, αγνοώντας τις σύγχρονες αναζητήσεις στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, μένοντας προσκολλημένη στις βασικές έννοιες του δογματικού μαρξισμού, με την πίστη του νεοφώτιστου. Εάν, για παράδειγμα, άκουγε κάποιος τον υφυπουργό Απασχόλησης Γ. Γιακουμάτο να τοποθετείται προ ημερών σε τηλεοπτικό παράθυρο για την εργατική Πρωτομαγιά, θα νόμιζε πως βρισκόταν στο Σικάγο πριν την κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων.

Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που, η συντηρητική διανόηση τείνει να αποτελέσει στη χώρα μας εννοιολογική αντίφαση καθαυτή (contradiction in terms).

Δίκαια λοιπόν παραπονείται ο Γ. Κύρτσος (Ο Μυστικός Πόλεμος των Εξουσιών, Καστανιώτης, 2003, σελ. 46)- αναφερόμενος στη ΝΔ της περιόδου 1990-93 όταν και συμμετείχε στην επικοινωνιακή ομάδα Έβερτ- γιατί, «το πολιτικό, ιδεολογικό επίπεδο ήταν εξαιρετικά χαμηλό», καθώς και για τις μάταιες προσπάθειες του να καθιερώσει τον Ελεύθερο Τύπο ως μια ποιοτική εφημερίδα γνώμης. Είναι βέβαιο ότι ο αξιόλογος αρθρογράφος, παρά τις αναμφισβήτητες επαγγελματικές επιτυχίες του, τα χρόνια που θήτευσε στον συντηρητικό χώρο, πρέπει να έζησε ένα ιδεολογικό δράμα.

Ο Anderson, σε πρόσφατο άρθρο του στους Los Angeles Times (15.5.2005) απευθύνεται στους αμερικανούς φιλελεύθερους ισχυριζόμενος πως, «η Δεξιά μπορεί πραγματικά να γράφει» (the Right really can write). Για την εγχώρια Δεξιά, ωστόσο, ας μας επιτρέψει να διατηρήσουμε τις επιφυλάξεις μας.

Τέλος, όσον αφορά τον υπουργό Επικρατείας που δηλώνει με αυταπάρνηση πως, «θα γίνει ακόμη και κομμουνιστής για χάρη του λαού», τον ευχαριστούμε για την θυσία, δεν χρειάζεται όμως να κοπιάσει ιδιαίτερα. Είναι, ακόμη και αν δεν το γνωρίζει ο ίδιος.
*Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της "Προοδευτικής Πολιτικής" (www.ppol.gr).