Παρασκευή, Νοεμβρίου 21, 2008

σχεδίασμα φιλελευθερισμού

βιβλιοπαρουσίαση







Φρίντριχ Α. Χάγιεκ, Το Σύνταγμα της Ελευθερίας, εκδόσεις Καστανιώτη (κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες)


Χρειάστηκε περίπου μισός αιώνας προκειμένου το μνημειώδες Το Σύνταγμα της Ελευθερίας του κορυφαίου φιλελεύθερου διανοητή του εικοστού αιώνα Φρίντριχ Χάγιεκ να βρει το δρόμο του στο άνυδρο ιδεολογικά τοπίο της εγχώριας βιβλιοπαραγωγής, αν και η σύλληψη και συγγραφή του συνδέεται κατά κάποιο τρόπο με τη χώρα μας.

Για όσους αρέσκονται σε ανεκδοτολογικά στοιχεία, το χειμώνα και την άνοιξη του 1954-55, ο Χάγιεκ ταξίδεψε, με αυτοκίνητο και με τη συντροφιά της δεύτερης συζύγου του Έλενας, στην Ελλάδα και την Ιταλία, επαναλαμβάνοντας την αντίστοιχη διαδρομή που ακριβώς έναν αιώνα πριν ακολούθησε ο John Stuart Mill και καταλήγοντας στην Αίγυπτο όπου παραδίδει τις περίφημες διαλέξεις του Καϊρου. Στόχος του ήταν όχι μόνο να επαναλάβει τα βήματα του σπουδαίου βρετανού φιλοσόφου (και με τις περισσότερες αναφορές στο Σύνταγμα της Ελευθερίας) αλλά και να μελετήσει την ανάπτυξη εθιμικών κανόνων σε αγροτικές προ-βιομηχανικές κοινωνίες όπως η ελληνική της εποχής εκείνης.

Λίγη σημασία όμως έχουν αυτά. Περισσότερο σημαντικό είναι πως, το φιλομαθές αναγνωστικό κοινό της χώρας μας μπορεί πλέον να απολαύσει ένα κλασσικό έργο της νεότερης πολιτικής φιλοσοφίας που παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο σε μια εποχή που αναζητά απαντήσεις σε νέα πιεστικά ερωτήματα.




Ο «Κάρολος Μαρξ του φιλελευθερισμού», σύμφωνα με τον γάλλο διανοητή Γκι Σορμάν, αν με το εξίσου σημαντικό έργο του Δρόμος προς τη Δουλεία πρόσφερε ένα φιλελεύθερο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, μία πολεμική δηλαδή υπέρ της βαλλόμενης ανοιχτής κοινωνίας σε αντίστοιχες ταραγμένες περιόδους, με το Σύνταγμα της Ελευθερίας ο Χάγιεκ φιλοδοξούσε να προσφέρει, σύμφωνα με τον ίδιο, τον Πλούτο των Εθνών για τον εικοστό αιώνα.

Ο Χάγιεκ υπήρξε υπεύθυνος σε καθοριστικό βαθμό για την αναστροφή του κυρίαρχου διανοητικού ρεύματος του κεϋνσιανού παρεμβατισμού και τη δυναμική επανεμφάνιση των αρχών του κλασσικού φιλελευθερισμού («νεοφιλελευθερισμός») που τη δεκαετία του ’80 κωδικοποιήθηκαν στον αγγλοσαξονικό χώρο με τον όρο Συντηρητική Επανάσταση. Αν και δεν ποτέ έφτασε την εκδοτική επιτυχία του Δρόμου προς τη Δουλεία, η επιρροή του Συντάγματος της Ελευθερίας υπήρξε αποφασιστική στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής. Σύμφωνα με τη Μάργκαρετ Θάτσερ, «όλες οι απαντήσεις βρίσκονται στις σελίδες αυτού του βιβλίου».

Ωστόσο, ο Χάγιεκ δεν περιορίστηκε στην υπεράσπιση του οικονομικού φιλελευθερισμού. Αντίθετα, επιχείρησε να διαμορφώσει μία ολοκληρωμένη φιλοσοφική θεώρηση της φιλελεύθερης κοινωνίας. Η εργασία του στο χώρο των δικαιακών θεσμών συνενώνει το διεπιστημονικό ενδιαφέρον του στα πεδία των οικονομικών, της μεθοδολογίας και της ψυχολογίας, απαύγασμα της οποίας υπήρξε το Σύνταγμα της Ελευθερίας που ολοκληρώθηκε σε μία περίοδο τεσσάρων ετών, με τη συμπλήρωση των εξήντα χρόνων του.

Σε καμία περίπτωση βέβαια, ο Χάγιεκ δεν επιχείρησε να προσφέρει ένα λεπτομερές σχέδιο δράσης (blue-print) για την πραγμάτωση της κοινωνίας της ελευθερίας. Τουναντίον, το σύνολο του έργου στρέφεται κατά αυτού που αποκαλούσε ορθολογικό κονστρουκτιβισμό (απόρροια των υπερβολών του καρτεσιανού ορθολογισμού), την αντίληψη δηλαδή πως το σύνολο της κοινωνικής ζωής μπορεί να αναχθεί σε κοινωνικούς νόμους εύκολα κατανοήσιμους.

Το κύριο μέλημα του είναι να μελετήσει τους τρόπους με τους οποίους η διασπασμένη και ατελής ανθρώπινη γνώση θα κινητοποιηθεί αποτελεσματικότερα προς όφελος των ανθρώπινων κοινωνιών.

Έτσι, το αποτέλεσμα της εργασίας του προκρίνει την ανθρώπινη δράση έναντι του σχεδιασμού, τις αποκεντρωμένες και αθέλητα συντονισμένες δράσεις των ατόμων έναντι των απρόσωπων και συγκεντρωτικά κατευθυνόμενων παρεμβάσεων κοινωνικής μηχανικής.

Στη πολιτική διακυβέρνηση είναι ακριβώς αυτά τα όρια της γνώσης που σηματοδοτούν το εύρος των δυνατών και επιθυμητών παρεμβάσεων των κυβερνώντων στην οικονομική και κοινωνική σφαίρα.

Ο Χάγιεκ αρθρώνει τη σκέψη του γύρω από έναν φιλελεύθερο συνταγματισμό που λειτουργεί ως ένα «μετα-πλαίσιο» (meta-context) που επιτρέπει την ανάπτυξη πολλαπλών πλαισίων ελεύθερης δράσης των ατόμων ώστε να επιτυγχάνεται η ανεμπόδιστη και απρόσκοπτη στοχοθεσία τους.

Για τον επιφανέστερο στοχαστή του φιλελευθερισμού στον περασμένου αιώνα, η κοινωνική τάξη προϋποθέτει σταθερούς «κανόνες του παιχνιδιού» ώστε να προκαλείται ψυχολογική ασφάλεια και σχετική σιγουριά των μελών μιας κοινωνίας για το άδηλο μέλλον, κάτι που θα ενισχύσει τη παραγωγική δραστηριότητά τους. Έτσι, οι κανόνες και οι νόμοι (rules and laws) δεν περιορίζουν αλλά αντίθετα προάγουν την ατομική και κοινωνική ελευθερία. Και πάνω σε αυτή ακριβώς τη βάση- δηλαδή της μεγιστοποίησης της ελευθερίας επιλογών- ο Χάγιεκ τοποθετεί το κριτήριο της ορθότητας και της ωφελιμότητας τους για το κοινωνικό σύνολο.

Στο Δίκαιο, Νομοθεσία και Ελευθερία (Law, Legislation and Liberty, 1973-79, 3 τόμοι, αμετάφραστο) που ακολούθησε σταδιακά στα επόμενα χρόνια, ο Χάγιεκ εξελίσσει τις ιδέες που ανάπτυξε στο Σύνταγμα της Ελευθερίας.

Ο Χάγιεκ δεν συμμεριζόταν τον αντι-ουτοπισμό πολλών φιλελεύθερων διανοητών. Τουναντίον, ο αυστριακός φιλόσοφος πάντοτε υπεραμυνόταν της ανάγκης διαμόρφωσης μίας φιλελεύθερης ουτοπίας, στην απουσία της οποίας έβλεπε τον περιορισμό της εμβέλειας των φιλελεύθερων αντιλήψεων. Η χαγιεκιανή φιλελεύθερη συνταγματική ουτοπία ομοιάζει από πολλές πλευρές με τη «μετα-ουτοπία» του αμερικανού αναρχο-φιλελεύθερου πολιτικού φιλοσόφου Robert Nozick, όπως αυτή διατυπώνεται στο έργο του Αναρχία, Κράτος και Ουτοπία (Anarchy, State and Utopia, 1974, επίσης αμετάφραστο στα ελληνικά)

Αξίζει ιδιαίτερα να σταθούμε στο τρίτο μέρος του βιβλίου που αναφέρεται στο κοινωνικό κράτος καθώς αποτελεί τη κυριότερη πηγή παρεξηγήσεων όχι μόνο της σκέψης του Χάγιεκ αλλά και της σύγχρονης φιλελεύθερης σκέψης. Ο Χάγιεκ απευθύνεται στους αδογμάτιστους φιλελεύθερους εξηγώντας πως οι προνοιακές ρυθμίσεις δεν είναι a priori ασυμβίβαστες με την ελευθερία και θεμελιώνοντας τη διάκριση ανάμεσα σε σοσιαλισμό και κοινωνικό κράτος. Μια προκλητική θέση που προκάλεσε μεταξύ άλλων την αντίδραση του μέντορα της σχολής των Αυστριακών Οικονομικών Ludwig von Mises και δυστυχώς φαίνεται πως έχει ξεχαστεί όχι μόνο από τους επικριτές αλλά και από αρκετούς θιασώτες του έργου του.

Τέλος, στο επίμετρο με τον χαρακτηριστικό τίτλο Γιατί Δεν Είμαι Συντηρητικός ο Χάγιεκ υπογραμμίζει τις καταστατικές και θεμελιώδεις αντιθέσεις ανάμεσα στο φιλελευθερισμό και τον συντηρητισμό καταλογίζοντας στον δεύτερο έλλειψη καθαρών αρχών και ιδεολογικής πυξίδας, γεγονός που τον καθιστά έρμαιο του κυρίαρχου κάθε φορά διανοητικού ρεύματος. Σύμφωνα μάλιστα με το βιογράφο του Alan Ebenstein (Friedrich Hayek- Α Biography, 2001), εάν έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά, την εποχή της συγγραφής του Συντάγματος της Ελευθερίας, ο Χάγιεκ αναμφίβολα θα συμπαρατασσόταν με την Αριστερά.

Εύστοχες οι εισαγωγικές παρατηρήσεις του υπεύθυνου της σειράς Δημήτρη Ποταμιάνου που συμπληρώνουν την εξαιρετικά φροντισμένη έκδοση των εκδόσεων Καστανιώτη. Ελπίζουμε να υπάρξει ανάλογη συνέχεια στις ελληνικές εκδόσεις κλασσικών έργων της φιλελεύθερης γραμματείας ώστε να σηκωθεί το πέπλο της άγνοιας που καλύπτει ένα μεγάλο κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας των πολιτικών ιδεών. Είναι γνωστό άλλωστε πως οι ιδέες έχουν συνέπειες και ακριβώς σε αυτή την άγνοια στηρίζεται εν πολλοίς η καχυποψία, ενίοτε δε και η ανοιχτή εχθρότητα μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινής γνώμης απέναντι στους θεσμούς της ανοιχτής κοινωνίας και οικονομίας. Άραγε, ζητούμε πολλά;


* Δημοσιεύτηκε στη Προοδευτική Πολιτική και το e-rooster.



Τετάρτη, Νοεμβρίου 05, 2008

ο Χάγιεκ και ο οικονομικός παρεμβατισμός

«Σε μπελάδες δεν μας βάζουν τα πράγματα που δεν γνωρίζουμε.

Σε μπελάδες μας βάζουν εκείνα που δεν γνωρίζουμε σωστά»

Artemius Ward

Το έργο του αυστριακού οικονομολόγου Φρίντριχ φον Χάγιεκ (1899-1992) δεν συναντάται συχνά στη πολιτική συζήτηση της χώρας μας. Κι όταν το όνομα του απαντάται στις σελίδες των ημιμαθών δημοσιολογούντων των εγχώριων ΜΜΕ, τούτο γίνεται προκειμένου να καταδειχθεί η, κατ’ αυτούς, επιστημονική του ανεπάρκεια και η ορθότητα των απόψεων των αντιπάλων του.

Έτσι σήμερα, εν μέσω της διεθνούς χρηματιστηριακής κρίσης, στο πρόσωπο του Χάγιεκ ηττάται ο «νεοφιλελευθερισμός» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτός ο πολυφορεμένος όρος). Και αντίστροφα, στο πρόσωπο του μεγάλου αντιπάλου του Τζων Μέυναρντ Κέινς «θριαμβεύει» ο κρατικός παρεμβατισμός- αν και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν το φάντασμα του δεύτερου μας εγκατέλειψε ποτέ.

Ωστόσο, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό πως ο Χάγιεκ ποτέ δεν υπήρξε ενάντιος στην οικονομική παρέμβαση per se. Τουναντίον, ο προσεκτικός αναγνώστης του έργου του θα συναντήσει πλείστες όσες αναφορές στη νομιμοποίηση της οικονομικής παρέμβασης, πάντοτε όμως υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις.

Σύμφωνα λοιπόν με το διανοητή που αναζωογόνησε το φιλελευθερισμό στον εικοστό αιώνα, «το φιλελεύθερο επιχείρημα ευνοεί την καλύτερη δυνατή χρήση των δυνάμεων ανταγωνισμού ως μέσο συντονισμού των ανθρώπινων προσπαθειών, δεν επιθυμεί όμως να αφεθούν τα πράγματα ακριβώς όπως είναι…Δεν αρνείται, αλλά αντίθετα δίνει έμφαση στο ότι, για να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός ευεργετικά, είναι απαραίτητο να υπάρχει ένα προσεκτικά επεξεργασμένο νομικό πλαίσιο και ότι ούτε οι προγενέστεροι ούτε οι μεταγενέστεροι νόμοι δεν είναι απαλλαγμένοι από σοβαρά μειονεκτήματα. Ούτε αρνείται ότι όπου είναι αδύνατο να δημιουργήσουμε τις συνθήκες που είναι απαραίτητες για να καταστήσουμε τον ανταγωνισμό αποδοτικό, πρέπει να καταφύγουμε σε άλλες μεθόδους για την καθοδήγηση της οικονομικής δραστηριότητας» (Ο Δρόμος προς τη Δουλεία, εκδόσεις ΚΠΕΕ, 1985 [1944], σελ. 60-61).

Τι ακριβώς όμως απέρριπτε ο Χάγιεκ;

Ο Χάγιεκ συμμετείχε με ένταση στην επιστημονική διαμάχη του μεσοπολέμου για τη δυνατότητα μιας κεντρικά αποτελεσματικότερης διαχείρισης των οικονομικών πόρων (social calculation debate) επιχειρώντας να καταρρίψει τις αιτιάσεις των θεωρητικών του «σοσιαλισμού της αγοράς» (market socialism), όπως ο Oskar Lange, για την υπαρκτή δυνατότητα προσεκτικού σχεδιασμού των αγορών με στόχο την επίτευξη συνθηκών τέλειου ανταγωνισμού- σταθερής ισορροπίας.

Για τον αυστριακό διανοητή, η δυναμική φύση του πραγματικού κόσμου όπου η «διαρκής αλλαγή είναι ο κανόνας» («Socialist Calculation: the Competitive Solution», 1940) δεν επιτρέπει τον αποτελεσματικό σχεδιασμό για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Η ατελής γνώση, η διάσπαρτη πληροφόρηση, η προσαρμοστικότητα των ατόμων στο περιβάλλον και ο ρόλος της επικοινωνίας και των αντιλήψεων (The Sensory Order, 1952) που καθιστούν προβληματική την έννοια του homo economicus, οδήγησαν τον Χάγιεκ να απορρίψει τον «ορθολογικό κονστρουκτιβισμό» (rational constructivism) των νέο-κλασσικών οικονομικών. Για τον Χάγιεκ και τη σχολή των αυστριακών οικονομικών, ο μηχανισμός των τιμών είναι ο ασφαλέστερος τρόπος οικονομικού υπολογισμού και ο μηχανισμός των τιμών προϋποθέτει τις αγορές.

Είναι πιθανό πως, αν ζούσε σήμερα ο Χάγιεκ θα έπαιρνε σθεναρή θέση απέναντι στις κοντόθωρες παρεμβατικές επιλογές του πολιτικού προσωπικού που αναπαράγουν το σύστημα του «παρεοκρατικού καπιταλισμού» (crony capitalism) και των επίδοξων μαθητευόμενων σχεδιαστών των χρηματιστηριακών αγορών, που απειλούν να προσδώσουν στη τωρινή διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση χαρακτηριστικά μακροχρόνιας οικονομικής ύφεσης. Και εξίσου πιθανό είναι πως, θα μελετούσε προσεκτικά τα αίτια και την εξέλιξη (το ιστορικό) της κρίσης ώστε να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων πολιτικών και οικονομικών θεσμών σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο στην οργάνωση τη και διαχείριση των χρηματιστηριακών αγορών.

Και κατέληγε στο Δρόμο προς τη Δουλεία πως, «…το είδος του σχεδιασμού εναντίον του οποίου κατευθύνεται η κριτική μας είναι ο σχεδιασμός εναντίον του ανταγωνισμού- ο σχεδιασμός που προορίζεται να υποκαταστήσει τον ανταγωνισμό…Αλλά αφού ο τωρινός τρόπος χρήσης του όρου “σχεδιασμός” έχει γίνει συνώνυμος του προηγούμενου είδους σχεδιασμού (δηλαδή σχεδιασμός εναντίον του ανταγωνισμού), μερικές φορές θα είναι αναπόφευκτο, χάρη συντομίας, να αναφερόμαστε σ’ αυτόν τον όρο απλώς σαν σχεδιασμό, έστω κι αν αυτό σημαίνει να αφήνουμε στους αντιπάλους μας μια καλή λέξη που αξίζει να έχει καλύτερη μοίρα» (σελ. 68-69).

Προφανώς η συζήτηση για τον τις ορθές μορφές παρέμβασης στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τη συμβολή των φιλελεύθερων διανοητών δεν μπορεί να εξαντληθεί στις γραμμές αυτού του σημειώματος. Είναι όμως χρήσιμο να γνωρίζουμε τουλάχιστον τι ακριβώς αντιμαχόμαστε και τι υπερασπιζόμαστε. Διαφορετικά η θεωρία δεν έχει καμία αξία και απλά αναπαράγουμε τις προκαταλήψεις μας και, ειδικά στη χώρα μας, τη δεδομένη επιφυλακτικότητα, αν όχι εχθρότητα, προς την αγορά.


* Δημοσιεύτηκε στη Προοδευτική Πολιτική και το e-rooster.