Τετάρτη, Ιανουαρίου 17, 2007

From the Archives: ο Βιτγκενστάιν και το κοινωνικό κέντρο


«Σε μπελάδες δεν μας βάζουν τα πράγματα που δεν γνωρίζουμε. Σε μπελάδες μας βάζουν εκείνα που δεν γνωρίζουμε σωστά»

Artemius Ward


Στο εξαιρετικό βιβλίο «Η Οργή του Βιττγενστάιν» (εκδόσεις Πατάκης, 2004), των Βρετανών δημοσιογράφων David Edmonds και John Eidinow, παρατίθεται ένα απολαυστικό, όσο και αποκαλυπτικό για τη φιλοσοφία αλλά και το χαρακτήρα του κορυφαίου διανοητή, περιστατικό, την περίοδο που ο Βιτγκεντάιν επισκεπτόταν τον John Meynard Keynes και την σύζυγό του Λύντια Λοπόκοβα στον μήνα του μέλιτος τους στο Σάσσεξ. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον βιογράφο του Keynes, Robert Skidelski, «Η Λύντια, όλο χαρά, γύρισε κάποια στιγμή και είπε στον Βιτγκενστάιν: ?Κοιτάξτε τι ωραίο δέντρο!? Εκείνος την κάρφωσε με το βλέμμα και ρώτησε: ?Τι εννοείτε;? Η Λύντια έβαλε τα κλάματα» (σελ. 171).

Πραγματικά, ο συγγραφέας του Tractatus Logico-Philosophicus (1922), ο οποίος άσκησε σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση του λογικού θετικισμού, της γλωσσολογικής ανάλυσης και του μεταμοντερνισμού, υποστήριζε πως «το νόημα προκύπτει από τη χρήση», δηλαδή οι λέξεις έχουν το νόημα που τους αποδίδουμε. Ο Βιεννέζος φιλόσοφος υποστήριζε (σε αντίθεση με τον Popper) ότι δεν υπάρχουν πραγματικά φιλοσοφικά προβλήματα, παρά μόνο φιλοσοφικοί γρίφοι, το κλειδί για την κατανόηση των οποίων προσέφερε στο Tractatus. Έτσι ίσως εξηγείται το γεγονός πως, παρά το ότι το Tractatus γράφτηκε σχετικά νωρίς, o Βιτγκενστάιν δεν ολοκλήρωσε κάποιο άλλο έργο, καθώς όλα είχαν πλέον ειπωθεί.

Σε ένα εντελώς διαφορετικό πεδίο, εξίσου όμως φιλόδοξα, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κ. Καραμανλής, επιχείρησε στο τελευταίο συνέδριο του κόμματός του τον Ιούλιο του 2004, υπό τις συμβουλές των επικοινωνιολόγων του και τις επευφημίες των συνέδρων, να ξεμπερδέψει νωρίς με κάθε είδους προβληματισμούς περί της ιδεολογικής φυσιογνωμίας-γρίφου του κυβερνώντος κόμματος, ορίζοντας τη Ν.Δ. ως κόμμα του «κοινωνικού κέντρου» και έκφραση της «γνήσιας δημοκρατικής παράταξης» (sic). Έννοιες όπως η μετριοπάθεια και η κοινωνική ευαισθησία, προστέθηκαν στα παραπάνω σε μία ανεπιτυχή προσπάθεια να συγκεκριμενοποιηθούν οι παραπάνω όροι.

Τι είναι, λοιπόν, το περίφημο πλέον κοινωνικό κέντρο; Είναι προφανές πως δεν πρόκειται για το παλαιό Κέντρο που αναφέρεται σε παρελθούσες ιστορικο-κοινωνικές συνθήκες της ελληνικής πολιτικής ζωής, χωρίς πλέον σημεία αναφοράς με την σύγχρονη πραγματικότητα. Ούτε βέβαια σχετίζεται με το σύγχρονο ευρωπαϊκό Κέντρο (παλαιότερα το Νέο Κέντρο του Σρέντερ, ο Τρίτος Δρόμος των Νέων Εργατικών του Μπλερ, κ.λπ.), το οποίο είναι ιδιαίτερα ιδεολογικοποιημένο και συχνά εκφράζει ριζοσπαστικές απόψεις. Πρόκειται περισσότερο για μία συνειδητή προσπάθεια από-ιδεολογικοποίησης της πολιτικής. Θυμίζει, έτσι, το παλαιό ευφυολόγημα, «ο καπιταλισμός είναι η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Ο σοσιαλισμός είναι ακριβώς το αντίθετο».

Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί πως, οι παραπάνω κινήσεις δεν αποτελούν μεμονωμένες και πρόσκαιρες πολιτικές επιλογές της ηγεσίας της Ν.Δ., αλλά, αντίθετα, αποτελούν μέρος μίας καλά επεξεργασμένης στρατηγικής που ακολουθείται με συνέπεια τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά περιοριζόμαστε να αναφέρουμε τα χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν τη δεκαετία του ’90 στα δυτικά κράτη, σύμφωνα με τον επικοινωνιολόγο Γ. Λούλη, σύμβουλο του Κ. Καραμανλή και παλαιότερα διευθυντή του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής»: οικονομία της αγοράς, κοινωνική ευαισθησία, αποϊδεολογικοποίηση, πραγματισμός, εικόνα-επικοινωνία (Γ. Λούλη, Τριγωνοποίηση-Κυρίαρχες ιδέες και η Πολιτική Δυναμική στην Εποχή μας, Ι. Σιδέρης, 1999, σελ. 17-23).

Επρόκειτο πραγματικά για ευφυέστατη πολιτική στρατηγική σε μία περίοδο έντονης και καταγεγραμμένης ιδεολογικής σύγχυσης και πολιτικής κόπωσης της κοινής γνώμης, ικανής να αποδώσει άμεσα εκλογικά οφέλη. Για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία της, η Ν.Δ. βρίσκεται σε συμφωνία με τις κυρίαρχες αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας και- όσο και αν ακούγεται οξύμωρο- απολαμβάνει μία ιδιότυπη ιδεολογική ηγεμονία.

Βέβαια, αυτός ο πραγματισμός όπως αναδεικνύεται από την μέχρι σήμερα πορεία της κυβέρνησης, δεν έχει τίποτε να κάνει με τον πραγματισμό του πρεσβύτερου Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός του οποίου (εξίσου προβληματικός όρος) δανειζόταν από τη «φαρέτρα της δεξιάς και της αριστεράς», όπως έχει λεχθεί. Ο σημερινός πραγματισμός είναι επικοινωνιακός, προσανατολισμένος στην αποφυγή του ελάχιστου πολιτικού κόστους, και ουσιαστικά καταλήγει στη λαϊκίστικη ταύτιση με αυτό που καταγράφεται ως την κοινή γνώμη.

Στο βαθμό δε, που υιοθετεί άκριτα τα χαρακτηριστικά της κοινής γνώμης, όπως αυτά διαμορφώθηκαν την τελευταία δεκαπενταετία (εθνικισμός, λαϊκισμός, συνωμοσιολογία, συντηρητισμός), καταλήγει φυσιολογικά να είναι μία lifestyle Δεξιά και τίποτε περισσότερο.

Η σχέση κυβέρνησης-κοινής γνώμης, βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν (μπορεί να) είναι μονόπλευρη. Μία κυβέρνηση οφείλει όχι μόνο να αφουγκράζεται τις διαθέσεις και τις επιθυμίες της κοινής γνώμης, αλλά και να την επηρεάζει ώστε, να επιτυγχάνει την, κατά το δυνατό, συναίνεση και να διαμορφώνει κοινωνικές πλειοψηφίες και συμμαχίες με συγκεκριμένες κοινωνικές δυνάμεις, που θα της επιτρέψουν να εφαρμόσει το πρόγραμμα της και να προωθήσει τις πολιτικές επιλογές της. Η αδυναμία της να διαμορφώσει και να προωθήσει την πολιτική agenda (ρόλος που έχουν αναλάβει πρόθυμα και αποτελεσματικά τα ηλεκτρονικά Μ.Μ.Ε.) οδηγεί αναπόφευκτα στην παθητικότητα, τις καθυστερημένες πολιτικές αντιδράσεις, στην υπερβολική εξάρτηση από την εικόνα, την συνεχή διαχείριση κρίσεων. Εάν στα παραπάνω προστεθούν οι ευμετάβλητες διαθέσεις της κοινής γνώμης, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η ακολουθούμενη στρατηγική μπορεί τελικά να αποβεί μοιραία για το κυβερνών κόμμα στο βαθμό που δεν ελέγχει το πολιτικό περιβάλλον, κάτι που αποτελεί αναγκαία συνθήκη μακροπρόθεσμης πολιτικής κυριαρχίας.

Αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει είναι το πολιτικό διακύβευμα, που δεν είναι άλλο από την ίδια την ουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης- η εναρμόνιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων που εκ των πραγμάτων αναφύονται σε μία οργανωμένη κοινωνία, κάτι που προϋποθέτει την αναγνώριση της ύπαρξης τους και την παρουσίαση τους σε καλά επεξεργασμένες προτάσεις που επιτρέπουν τη σύγκριση και την τελική επιλογή. Η κατάργηση των πολιτικών αντιπαραθέσεων, που σηματοδοτεί το τέλος της πολιτικής, θα οδηγήσει στην ενίσχυση της απάθειας, ή ακόμη και στην αναζήτηση εξω-πολιτικών τρόπων έκφρασης, με προφανείς συνέπειες για το πολιτικό μας σύστημα.

Μισό περίπου αιώνα πριν, ο Dwight Eisenhower, ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος που τερμάτισε την μακρόχρονη κυριαρχία των Δημοκρατικών, διατεινόταν με υπερηφάνεια ότι βρίσκεται πάνω και πέρα από ιδεολογίες. Όπως μάλιστα παρατήρησε κάποιος σκωπτικά, «το χαμόγελο του είναι η ιδεολογία του». Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις τα πράγματα είναι αντίστροφα. Και η ιδεολογία κάποιων είναι για γέλια. Χωρίς αμφιβολία θα συμφωνούσε και ο Βιτγκενστάιν.


*Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Προοδευτικής Πολιτικής το 2004, διατηρεί όμως την επικαιρότητά του.

Τρίτη, Ιανουαρίου 09, 2007

το άρθρο 16 και η συζήτηση που δε γίνεται


Η συζήτηση που διεξάγεται αναφορικά με την αναθεώρηση του άρθρου 16 είναι εν πολλοίς ξεπερασμένη από τα πράγματα, ημιτελής, παραπλανητική και υποκριτική.

Ξεπερασμένη διότι, το κρατικό μονοπώλιο στην ανώτατη εκπαίδευση συνιστά μοναδικό αναχρονισμό στον ευρωπαϊκό χώρο. Σύμφωνα μάλιστα με την κοινοτική οδηγία 36/2005, την οποία καλούμαστε να εφαρμόσουμε από τον προσεχή Οκτώβριο, επιβάλλεται η αναγνώριση των πτυχίων των συνεργαζόμενων με ξένα πανεπιστήμια κολεγίων που λειτουργούν στη χώρα μας.

Άλλωστε τα ιδιωτικά (μη κρατικά) πανεπιστήμια αποτελούν, εδώ και πολλά χρόνια, μία πραγματικότητα για όσα ελληνόπουλα έχουν τη δυνατότητα να καταβάλουν τα απαιτούμενα δίδακτρα των σπουδών στο εξωτερικό, τα περισσότερα πτυχία των οποίων όχι μόνο αναγνωρίζονται από το ελληνικό κράτος αλλά και επιβραβεύονται από την εγχώρια αγορά εργασίας.

Ημιτελής διότι, η λειτουργία μη κερδοσκοπικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν επιλύει αυτόματα το ζήτημα της υποβάθμισης της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης, στο βαθμό που το προτεινόμενο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας δεν προωθεί αποτελεσματικά την αυτοδιοίκηση και τον ανταγωνισμό μεταξύ των δημόσιων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.

Παραπλανητική διότι, αυτό που στη πραγματικότητα αμφισβητείται σε καμία περίπτωση δεν είναι ο δημόσιος χαρακτήρας της εκπαίδευσης, αλλά το κρατικό μονοπώλιο στην ανώτατη εκπαίδευση. Οι πολέμιοι της αναθεώρησης του άρθρου 16 επιχειρούν να εμφανίσουν τις υπό συζήτηση αλλαγές ως προάγγελο δημιουργίας μίας καπιταλιστικής ζούγκλας στον χώρο της εκπαίδευσης όπου τίτλοι σπουδών θα δίνονται ανάλογα με τα βαλάντια των σπουδαστών, οδηγώντας σε περαιτέρω υποβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης και στην οποία το κράτος δεν έχει καμία θέση.

Η παιδεία αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο δημόσιο αγαθό και το κράτος έχει την υποχρέωση να μεριμνά για την απρόσκοπτη πρόσβαση στην εκπαίδευση. Ωστόσο, η αναγνώριση αυτή δεν συνεπάγεται υποχρέωση αποκλειστικής παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Η διεθνής πραγματικότητα προσφέρει μία σειρά διαφορετικών εκπαιδευτικών πολιτικών, όπου τα όρια ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο είναι δυσδιάκριτα (π.χ. ιδιωτικά σχολεία που επιδοτούνται ή δημόσια που απαιτούν δίδακτρα), κοινό χαρακτηριστικό τους όμως είναι η διοικητική αυτονομία που απολαμβάνουν και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός προκειμένου να προσελκύσουν σπουδαστές, κρατικές ενισχύσεις, χορηγίες.

Υποκριτική διότι, υποκρύπτει τα υπαρκτά συμφέροντα που τίθενται υπό αμφισβήτηση. Το ερώτημα που θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι, ποιος ωφελείται από τη διατήρηση του κρατικού μονοπωλίου στην εκπαίδευση, ποιες είναι εκείνες οι δυνάμεις της αδράνειας που μάχονται για τη διατήρηση των κεκτημένων τους στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης;

Ποιοι ωφελούνται από την περιορισμένη και ελεγχόμενη πρόσβαση στη τριτοβάθμια εκπαίδευση, την ελληνική πρωτοτυπία της παραπαιδείας (υπολογίζεται στο 30% των δημόσιων δαπανών για την εκπαίδευση), τη διδασκαλία του ενός συγγράμματος, τη καθηγητική μονιμότητα, τη προσοδοθηρική διαπλοκή σπουδαστών, διδασκόντων και πολιτικών κομμάτων;

Το άρθρο 16 αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να συμφωνήσουμε σε μία βάση συζήτησης. Στη κοινωνία της γνώσης όπου το ανθρώπινο κεφάλαιο αναδεικνύεται στον καθοριστικό παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης η επένδυση στη εκπαίδευση (πρέπει να) αποτελεί πρώτη πολιτική προτεραιότητα.

Είναι καιρός να αναγνωρίσουμε πως, σήμερα το μεταπολιτευτικό εκπαιδευτικό σύστημα ολοένα και περισσότερο παράγει ημιμαθείς πτυχιούχους με εμφανή αδυναμία προσαρμογής στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποιούμενης αγοράς εργασίας καθώς και πολίτες χωρίς επαρκή κριτική ικανότητα, ατομική υπευθυνότητα και κοινωνική συνείδηση, που με τη σειρά τους αναπαράγουν την καχεξία της κοινωνίας των πολιτών.

Μία πραγματικά μεταρρυθμιστική πολιτική για την ανώτατη εκπαίδευση προϋποθέτει την αποκρατικοποίηση της εκπαίδευσης με στόχο τη δυνατότητα επιλογής, που με τη σειρά της επιβάλει την ελεύθερη λειτουργία μη κερδοσκοπικών αλλά και κερδοσκοπικών ανώτατων ιδρυμάτων, παράλληλα με ριζοσπαστικές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των δημόσιων ιδρυμάτων, την αύξηση της χρηματοδότησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της πανεπιστημιακής έρευνας καθώς βέβαια και την αναβάθμιση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Ανάμεσα στους υπέρμαχους της αναγκαίας πλην όμως εξαιρετικά περιοριστικής αναθεώρησης μίας διάταξης του άρθρου 16 της άτολμης και κοντόθωρης κυβέρνησης που αποκαλεί καταχρηστικά κάθε ημιτελή πρωτοβουλία της «μεταρρύθμιση» και της τελούσας υπό σύγχυση αξιωματικής αντιπολίτευσης από τη μία πλευρά, και τους πολέμιους των κομμάτων της Αριστεράς που προτάσσουν περήφανα τις ιδεολογικές αγκυλώσεις τους από την άλλη, μία ουσιαστική συζήτηση που θα επιτρέψει τη διάρρηξη του πέπλου του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού, των χαμηλών προσδοκιών, της συντηρητικής αντίδρασης και των μικροπολιτικών και συντεχνιακών συμφερόντων στη παρεχόμενη εκπαίδευση, μένει δυστυχώς ακόμη να γίνει.


* Δημοσιεύτηκε στην Προοδευτική Πολιτική (www.ppol.gr).