Πέμπτη, Οκτωβρίου 27, 2005

Νέο Βιβλίο : Φιλελεύθερη Σοσιαλδημοκρατία







κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Ελάτη"


"...Αυτό το βιβλίο επιχειρεί, με τρόπο απλό και συγκεκριμένο (δύο ιδιότητες που λείπουν από την πολιτική μας σκέψη) να διερευνήσει χωρίς προκαταλήψεις τον ορίζοντα του πολιτικού και να διατυπώσει μία μικτή πρόταση («μικτή αλλά νόμιμη» θα την χαρακτήριζε ο Σολωμός). Πηγαίνοντας πίσω διερευνά της απαρχές των διαφόρων πολιτικών συστημάτων και τις βασικές τους συγγένειες πριν από τον Δογματικό Μαρξισμό (που έκοψε όλα τα δεσμά). Εξετάζει την δυνατότητα της συνύπαρξης στις βασικές αρχές τους- και την οικοδομεί επάνω σε στέρεα θεμέλια. Και μετά προχωράει σε παραδείγματα εφαρμογών που καταδεικνύουν την πρακτική αξία της θεωρίας.

Στον βάλτο της ελληνική πολιτικής σκέψης που αναμασά επί δεκαετίες τα ίδια στερεότυπα (ντύνοντάς τα με νεότερες, μεταμοντέρνες λέξεις) το βιβλίο αυτό ταράζει τα νερά (η μάλλον την λάσπη). Φέρνει- επιτέλους- κάτι καινούργιο. Θεωρώ ότι το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μια γενναία προσπάθεια για το ξεπέρασμα του αδιέξοδου και ένα ερέθισμα για μία νέα πολιτική εποχή. Θα το συνιστούσα σε κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, άσχετα από την σημερινή του πολιτική τοποθέτηση.."

(Απόσπασμα από τον πρόλογο του Νίκου Δήμου)

Δευτέρα, Οκτωβρίου 24, 2005

Κερδίζοντας τη μάχη των ιδεών

Ο John Maynard Keynes έλεγε πως τίποτε δεν είναι περισσότερο πρακτικό από μία καλή θεωρία, αντιλαμβανόμενος την επίδραση που ασκούν, άμεσα ή έμμεσα, οι παγιωμένες αντιλήψεις στη διαμόρφωση της εφαρμοσμένης πολιτικής. Παρόμοια, ο αμερικανός συντηρητικός διανοούμενος Richard Weaver υποστήριξε στο ομώνυμο βιβλίο του ότι «οι ιδέες έχουν συνέπειες» (ideas have consequences).

Από την πλευρά του, ο βρετανός οικονομολόγος Arthur Seldon, που πρόσφατα απεβίωσε (29.5.1916-11.10.2005), κατανοούσε απόλυτα τη σημασία της ιδεολογικής διαπάλης στο πολιτικό σύστημα.

Συνιδρυτής και διευθυντής εκδόσεων από το 1958 του περίφημου Institute of Economic Affairs (IEA), σε μία περίοδο όπου οι κρατικο-παρεμβατικές ιδέες των «φαβιανών σοσιαλιστών» κυριαρχούσαν πλήρως στη βρετανική πολιτική σκηνή, επεχείρησε και τελικά κατόρθωσε να ανατρέψει την ιδεολογική ηγεμονία που απολάμβαναν οι κρατικιστικές αντιλήψεις, συμπαρασύροντας και το Συντηρητικό Κόμμα.




Απέναντι στην κρατικιστική συναίνεση

Το σύντομο και περιεκτικό βιβλίο του Keith Dixon Οι Ευαγγελιστές της Αγοράς (εκδόσεις Πατάκη, 2001) περιγράφει γλαφυρά την ασύμμετρη επιρροή που άσκησε το δίκτυο των πολυάριθμων δεξαμενών σκέψης (think-tanks) κεντρικό ρόλο διαδραμάτισε το ΙΕΑ και ο Seldon, αρχικά εντός του Συντηρητικού Κόμματος προετοιμάζοντας την κυριαρχία της Margaret Thatcher, και στη συνέχεια να διαμορφώσει νέες πολιτικές ισορροπίες στα βρετανικά πράγματα, μακροπρόθεσμα ασκώντας επιρροή ακόμη και στη διαμόρφωση της ατζέντας των Νέων Εργατικών (New Labor).

Μαθητής του Friedrich Hayek στο London School of Economics (LSE), κατανόησε όχι μόνο τη σημασία της επικράτησης στη μάχη των ιδεών, αλλά και της επίμονης και συνεπούς στάσης απέναντι στο κυρίαρχο ρεύμα καθώς και την ανάγκη σκιαγράφησης μίας φιλελεύθερης ουτοπίας.

Υπήρξε πολυγραφότατος, με περισσότερα από είκοσι βιβλία και εκατοντάδες άρθρα στον Τύπο. Παράλληλα, δεν παραγνώριζε τη σημασία του πολιτικού ακτιβισμού και υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριο μέλος στο Φιλελεύθερο Κόμμα στις δεκαετίες του 1950 και του 1960.


Πέρα από την Αριστερά και τη Δεξιά

Αν και ταυτίστηκε με τον Θατσερισμό, ο Seldon σε καμία περίπτωση δεν αντιμετώπισε τους Συντηρητικούς (Conservatives) ως τον φυσικό πολιτικό χώρο.

Ο ίδιος, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Economist (20.10.2005), επιθυμούσε να είχαν υιοθετήσει οι Φιλελεύθεροι (Liberal Party) αντί των Συντηρητικών την πολιτική agenda του, στοιχείο που τον διαφοροποιούσε από πολλούς θατσερικούς, οι οποίοι αν και υποστήριζαν την οικονομική ελευθερία συχνά έτρεφαν αντιπάθεια για την ατομική ελευθερία στις άλλες κοινωνικές σφαίρες.

Κατά τον ίδιο τρόπο, δηλαδή, που ο μέντορας του Friedrich Hayek έβλεπε την αφετηρία του κλασικού φιλελευθερισμού στους Whigs και όχι στους Tories, όπως αυτός γράφει στο καταληκτικό κεφάλαιο του The Constitution of Liberty, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Γιατί δεν είμαι συντηρητικός»).

Για τον Seldon, η διάκριση ανάμεσα σε Αριστερά και Δεξιά ήταν ξεπερασμένη και οι ουσιαστικές πολιτικές διαφορές και κατηγοριοποιήσεις θα έπρεπε να αναζητηθούν στον άξονα του κρατισμού, στοιχείο που δίνει στις απόψεις του επίκαιρη διάσταση στο σημερινό κόσμο όπου οι σχετικές συζητήσεις και αναζητήσεις αφορούν στον προσδιορισμό του ακριβούς ρόλου του κράτους.

Επέμενε στην κοινωνική διάσταση του φιλελευθερισμού, δείχνοντας έντονο ενδιαφέρον για τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, την κακομεταχείρισή τους από τον κρατισμό και τις αστοχίες του κράτους πρόνοιας. Ο Guardian σημειώνει μάλιστα πως, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, οι σημερινές πολιτικές επιλογές του Tony Blair δεν είναι θατσερικές αλλά πολιτικές του IEA.

Το παράδειγμα του Seldon θα πρέπει να σταθεί οδηγός για τους έλληνες φιλελεύθερους καθώς, στη χώρα μας οι φιλελεύθερες ιδέες υπο-αντιπροσωπεύονται στο πολιτικό σκηνικό παραμένοντας τραγικά απομονωμένες σε ορισμένους ακαδημαϊκούς κύκλους. Σήμερα, περισσότερο ίσως από ποτέ άλλοτε, ο εγχώριος φιλελευθερισμός έχει ανάγκη από το διανοητικό θάρρος, τις ρηξικέλευθες αντιλήψεις και την ακαταπόνητη προσπάθεια ανθρώπων όπως ο Arthur Seldon.

Αναφορικά με τον θάνατο του Arthur Seldon, δες τα παρακάτω κείμενα:

The Economist

The Times

Τρίτη, Οκτωβρίου 18, 2005

Περί Δημοψηφισμάτων

«Εσύ πάντα ακούς τους ρήτορες με ανοιχτό το στόμα.»

Αριστοφάνη, Ιππείς

Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολούθησα στις ηλεκτρονικές σελίδες της Προοδευτικής Πολιτικής τις τοποθετήσεις αναφορικά με τη σκοπιμότητα της ενδεχόμενης διενέργειας ενός δημοψηφίσματος για το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ. Σε αυτή τη βάση θα ήθελα αποσπασματικά να σημειώσω ορισμένες παρατηρήσεις.

Πρώτον, σε θεωρητικό επίπεδο δεν πρέπει να συγχέονται το περιεχόμενο της δημοκρατίας και οι δημοψηφισματικές διαδικασίες που, σε καμία περίπτωση, δεν ταυτίζονται a priori. Aπό την εποχή της δίκης του Σωκράτη το 399 π.Χ. έως τα φασιστικά καθεστώτα του περασμένου αιώνα και τα καθεστώτα του ισλαμικού φονταμενταλισμού της εποχής μας, γνωρίζουμε ότι η ορθότητα των αποφάσεων δεν συναρτάται αναγκαστικά με το πλήθος των υποστηρικτών τους. Με άλλα λόγια, το δίκαιο δεν ταυτίζεται πάντοτε με το σωστό.

Τουναντίον, η αρχή της πλειοψηφίας έχει χρησιμοποιηθεί ιστορικά ουκ ολίγες φορές από τους κυβερνώντες προκειμένου να νομιμοποιηθούν λανθασμένες και κατ’ ουσία αντιδημοκρατικές αποφάσεις.

Η διάκριση του Friedrich Hayek ανάμεσα σε φιλελεύθερες και αυταρχικές δημοκρατίες, όπου το καθοριστικό στοιχείο δεν είναι η διαδικασία λήψης των αποφάσεων αλλά το εύρος και το περιεχόμενο των προς απόφαση ζητημάτων, και η δημοκρατία προσεγγίζεται ως μέσο και όχι ως αυτοσκοπός, διατηρεί την αξία της ως τις μέρες μας. Ειδικά στη χώρα μας με τη μακρά παράδοση οχλοκρατίας και λαϊκισμού, αυτή η διάκριση έχει προφανή σημασία.

Με βάση λοιπόν τη δημοψηφισματική λογική για την οποία γίνεται λόγος, ας αναρωτηθούμε γιατί να μην πραγματοποιήσουμε δημοψηφίσματα για το μέλλον της Ολυμπιακής (το 70% των ερωτηθέντων επιθυμεί να διατηρηθεί ο δημόσιος χαρακτήρας της), την επαναφορά της θανατικής ποινής, το γνωστό ζήτημα των ταυτοτήτων (όπου τα τρία εκατομμύρια πολίτες θα μπορούν να αποφασίσουν συνολικά και για το καθεστώς των ετερόδοξων στη χώρα μας) ή ακόμη καλύτερα και για το μέλλον των μεταναστών;

Δεύτερον, ο τρόπος διαμόρφωσης του πλειοψηφικού ρεύματος καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το τελικό του περιεχόμενο. Ο Ιταλός φιλόλογος Λουτσιάνο Κάνφορα στο περιεκτικό δοκίμιο του Κριτική της δημοκρατικής ρητορείας (εκδόσεις Μεταίχμιο, 2005) μας θυμίζει τον Antonio Gramci και τα Τετράδια του όπου σημειώνεται ότι, «το πλήθος των ψήφων είναι η τερματική εκδήλωση μιας μακράς διαδικασίας, όπου τη μέγιστη επιρροή ασκούν ακριβώς εκείνοι που ?αφιερώνουν στο Κράτος και στο Έθνος όλες τους τις δυνάμεις».

Ειδικά στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, χώρος οριακός καθώς αποτελεί κομβικό σημείο συνάντησης ιστορικών ευαισθησιών, εθνικών συμφερόντων και πολιτικών αναγκαιοτητών, και όπου η ορθή κρίση απαιτεί ειδικές γνώσεις, η κινητοποίηση της κοινής γνώμης γίνεται περισσότερο στη βάση εθνικών στερεοτύπων παρά μίας ρεαλιστικής στάθμισης των συμφερόντων μας. Πόσο δε μάλλον, στο σημερινό πολιτικό περιβάλλον της- μηντιακής- «θεατροκρατίας» (για να θυμηθούμε τον Πλάτωνα) όπου κυριαρχεί η εικόνα, η συνθηματολογία και ο εντυπωσιασμός σε βάρος του επιχειρήματος και της ορθολογικής και τεκμηριωμένης ανάλυσης.

Τρίτον, αν και το πολιτικό φλερτ της ΝΔ με την δογματική Αριστερά και ειδικότερα το ΚΚΕ είναι πραγματικά εντυπωσιακό και ιδιαίτερα επίμονο τα τελευταία χρόνια, δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι το κυβερνών κόμμα ακολουθεί πλέον τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνούμε πως, πρόκειται για ένα πολιτικό κόμμα τα συνέδρια του οποίου ιστορικά μετρούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού και το επίπεδο του εσωκομματικού διαλόγου βρίσκεται δυστυχώς σε νηπιακό στάδιο και που στους σχεδιασμούς της για την τοπική αυτοδιοίκηση προωθείται η εκλογή των δημοτικών αρχών με πλειοψηφία της τάξης του 42%, με προφανή συνέπεια την ενίσχυση του δικομματισμού.

Δυστυχώς, η κυβέρνηση συνεχίζει να λειτουργεί ως εταιρεία δημοσκοπήσεων καθορίζοντας τις πολιτικές επιλογές της βάσει των ευμετάβλητων διαθέσεων της κοινής γνώμης. Το περίφημο ιδεολόγημα της συναίνεσης (διακηρυγμένος στόχος κάθε δημοψηφίσματος) αποτελεί τη βάση νομιμοποίησης της πολιτικής ακινησίας και χρησιμοποιείται από την (εκάστοτε) κυβέρνηση με σκοπό την αποφυγή ανάληψης ευθυνών και του αναλογούντος πολιτικού κόστους.

Φοβούμαι λοιπόν πως, το ερώτημα ενός υποθετικού δημοψηφίσματος για την ονομασία της ΠΓΔΜ δεν θα λύνει τα χέρια της κυβέρνησης για ενδεχόμενο συμβιβασμό (ας μην φοβούμαστε τη λέξη), αλλά αντίθετα θα δεσμεύει τις επιλογές της στη κατεύθυνση της αν-ιστορικής και εθνοκεντρικής αδιαλλαξίας, διαμορφωμένης από λαϊκίζοντες πολιτικούς και άκαπνους τηλε-παραθηράκηδες μακεδονομάχους (ελπίζω τουλάχιστον να μην βαπτίσουμε ετσιθελικά το γειτονικό κράτος όπως μας αρέσει).

Τέταρτον, ο αξιόλογος αρθρογράφος Νίκος Χιδίρογλου ορθά παρατηρεί (www.ppol.gr , 15.10.2005) την «αντίδραση της ανανεωτικής αριστεράς και των φιλελεύθερων των αστικών κομμάτων». Εάν ακολουθήσουμε τη γνωστή μαρξιστική μεθοδολογία του «ποιος ωφελείται;», αντιστρέφοντας το ερώτημα σε «ποιος θέλει το δημοψήφισμα;», συναντούμε τη γνωστή παράταξη του εθνικολαϊκισμού, η οποία μετά από το «μακεδονικό», τα Ίμια και τον Οτσαλάν, αναζητεί νέα πεδία (αμφίβολης) δόξας.

Μία παράταξη όπου συνωστίζονται ετερόκλητες (και ταυτόχρονα αφόρητα όμοιες και κοινότοπες στην απόρριψη των αρχών του πολιτικού φιλελευθερισμού) ομάδες παλαιοσυντηρητικού εθνικισμού, αντιαμερικανικού αριστερισμού και θρησκόληπτου κοινοτισμού, την σύγκλιση των οποίων επέτρεψε το τέλος των ψυχροπολεμικών αναγκαιοτητών και της λογικής των στρατοπέδων.

Εν κατακλείδι, η ενδεχόμενη διενέργεια δημοψηφίσματος για την ονομασία των Σκοπίων, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, με τα συγκεκριμένα κίνητρα και στόχους που την υπαγορεύουν, στρεβλώνει την ίδια την έννοια της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης, αναγορεύει τον λαϊκισμό σε βασική αρχή του πολιτικού μας συστήματος, και τελικά προσθέτει ακόμη ένα κρίκο στη μακρά αλυσίδα λαθών της κυβερνητικής εξωτερικής πολιτικής.

* Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της "Προοδευτικής Πολιτικής" (www.ppol.gr).