Παρασκευή, Ιουλίου 07, 2006

Ο μπαμπούλας του νεοφιλελευθερισμού

«Σε μπελάδες δεν μας βάζουν τα πράγματα που δεν γνωρίζουμε.

Σε μπελάδες μας βάζουν εκείνα που δεν γνωρίζουμε σωστά.»

Artemius Ward

Τίποτε δεν στοιχειώνει περισσότερο τις πολιτικές συζητήσεις στη χώρα μας όσο ο μπαμπούλας του νεοφιλελευθερισμού. Από τους ημιμαθείς συνδικαλιστές μέχρι τους βαριεστημένους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων, όλοι νιώθουν ότι «φυλάσσουν Θερμοπύλες» απέναντι στην επέλαση των βάρβαρων και ανεξέλεγκτων δυνάμεων των παγκοσμιοποιημένων καπιταλιστικών αγορών που απειλούν στο διάβα τους να αφανίσουν το κοινωνικό κράτος, την εθνική κουλτούρα, την ορθόδοξη πίστη και τις εθνικές μας ιδιαιτερότητες- όπως η παραπαιδεία και ο φραπέ(ς).

Ο νεοφιλελευθερισμός προστίθεται, έτσι, στο Μεγάλο Λεξικό των Ατυχών Όρων, στο μακρύ εκείνο κατάλογο των εννοιών που η συνεχής χρήση τους τις καθιστά κενές νοήματος όπως, μεταξύ άλλων, ο «ιμπεριαλισμός», η «δημοκρατία», η «πρόοδος» και η «δικαιοσύνη».

Στο μυαλό όσων ξιφουλκούν εναντίον του, ο νεοφιλελευθερισμός ταυτίζεται με έναν άνευ όρων και ορίων οικονομικό και κοινωνικό δαρβινισμό, έναν «χομπσιανό» οικονομικό πόλεμο όλων εναντίον όλων, μέσα από την απόλυτη και δογματική εφαρμογή του laissez faire.

Και βέβαια, ουδείς θα διανοείτο να υποστηρίξει αυτό το απάνθρωπο οικονομικό σύστημα- ιδιαίτερα αν υπήρχε κιόλας. Τούτο διότι, το σύστημα αυτό δεν υπάρχει ούτε στη θεωρία, ούτε στη πράξη. Και βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει στη χώρα μας.

O υπαρκτός νεοφιλελευθερισμός

Σήμερα, παρά το άνοιγμα πολλών αγορών, τα κράτη συνεχίζουν να ελέγχουν σε σημαντικό βαθμό το διεθνές οικονομικό σύστημα, είτε έμμεσα καθορίζοντας το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία του (πολυμερείς συμφωνίες διεθνούς εμπορίου, κ.λπ), είτε άμεσα μέσα από ενεργείς πολιτικές και διοικητικές παρεμβάσεις (επιτόκια, επιδοτήσεις, δασμούς, φορολογία).

Έτσι, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι κρατικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ, όχι μόνο δεν μειώνονται αλλά αντίθετα αυξάνονται, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία για την περίοδο 1960-1996 (Βεργόπουλος). Ειδικότερα, στην Ευρώπη των 25 κρατών-μελών, το μέγεθος του δημόσιου τομέα πλησιάζει το 50% (δαπάνες ως προς το ΑΕΠ- στοιχεία Eurostat).

Στην πραγματικότητα, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα γαργαντουικό κράτος, με αυξομειούμενο μέγεθος όπως στα μυθιστορήματα του Ραμπελαί, πάντοτε όμως ικανό να επηρεάσει καταλυτικά την οικονομική ζωή δημιουργώντας κερδισμένους και χαμένους.

Σύμφωνα με τον βρετανό δημοσιογράφο George Monbiot, «το πράγμα που ονομάζουμε ?ελεύθερη αγορά? δεν υπάρχει. Σε κάθε χώρα, οι επιχειρήσεις βγάζουν δίσκο και οι φορολογούμενοι στεκόμαστε στην ουρά για να γεμίσουμε τα ταμεία τους». Και παραθέτει απόσπασμα από το βιβλίο του Norman Mayers Διεστραμμένες Επιδοτήσεις (Perverse Subsidies, 2001), ο οποίος υποστηρίζει ότι αν προσθέσεις τις άμεσες κρατικές επιδοτήσεις που λαβαίνουν οι αμερικανικές επιχειρήσεις με το κόστος που προκαλεί στο κοινωνικό σύνολο η λειτουργία τους- και που αναγκάζονται να πληρώσουν τα δημόσια ταμεία- φτάνεις στο ποσό των 2,6 τρις δολαρίων, που ισούται με το πενταπλάσιο του συνόλου των κερδών τους! They bleat about the free market, then hold out their begging bowls», The Guardian, 13.12.2005- αναδημοσίευση από ppol.gr).

Ο νεοφιλελευθερισμός στη φιλελεύθερη θεωρία

Το laissez faire, με την έννοια που αναφέρεται σήμερα, δεν συναντάται στο κέντρο της κλασσικής και τη σύγχρονης φιλελεύθερης θεωρίας. Τουναντίον, η αγορά προσεγγίζεται εργαλειακά, όχι ως αυτοσκοπός αλλά ως μέσο μεγιστοποίησης της ευημερίας του κοινωνικού συνόλου. Αρκεί να θυμηθούμε τον ωφελιμισμό του John Stuart Mill και την ανάλυση της κοινωνικής φύσης του ατόμου από τον Adam Smith (The Theory of Moral Sentiments, 1759).

Ο αριστερός νομπελίστας οικονομολόγος Amartya Sen ορθά επισημαίνει την κοινωνική διάσταση στο έργο του θεμελιωτή του οικονομικού φιλελευθερισμού Adam Smith. Ο γνωστός αμερικανός αναρχο-φιλελεύθερος οικονομολόγος Murray Rothbard, στο βιβλίο του Economic Thought Before Adam Smith (1995), προχωρά περισσότερο υποστηρίζοντας πως, «στο Πλούτο των Εθνών, το laissez faire αποτελεί περισσότερο μία τεκμηριωμένη υπόθεση παρά έναν άκαμπτο και άμεσο κανόνα, και η φυσική τάξη είναι ατελής και πρέπει να ακολουθείται μόνο στις ?περισσότερες των περιπτώσεων?. Πραγματικά, ο κατάλογος των εξαιρέσεων του Smith στο laissez faire είναι εντυπωσιακά μακρύς».

Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Friedrich Hayek, τον μέντορα του σύγχρονου φιλελευθερισμού (ή νεοφιλελευθερισμού) στον εικοστό αιώνα, «δεν υπάρχει λόγος που η κυβέρνηση δεν θα πρέπει να παίξει κάποιο ρόλο, ή να πάρει την πρωτοβουλία, σε τομείς όπως η κοινωνική ασφάλιση και η εκπαίδευση, ή να επιδοτεί συγκεκριμένα αναπτυξιακά σχέδια». Και συνεχίζει ο αυστριακός διανοητής: «πιθανότατα, τίποτε δεν προκάλεσε μεγαλύτερες ζημιές στη φιλελεύθερη υπόθεση από την άκαμπτη επιμονή μερικών άκρατων φιλελεύθερων σε ορισμένες δογματικές προκαταλήψεις και προπάντων στην αρχή του laissez faire» (Constitution of Liberty, 1960).

Ο νεοφιλελευθερισμός στην Ελλάδα

Και βέβαια, δύσκολα θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος την άποψη πως στην Ελλάδα κυριαρχεί ο νεοφιλελευθερισμός, τη στιγμή που η χώρα μας εμφανίζει σημαντική υστέρηση στους δείκτες οικονομικής ελευθερίας. Αν οι εγχώριες αγορές έχουν παραδοθεί σε κάποιους, αυτοί είναι η κρατικοδίαιτη επιχειρηματική τάξη και οι πανίσχυρες συντεχνίες.

Έτσι, σύμφωνα με το γνωστό Κατάλογο Οικονομικής Ελευθερίας (Index of Economic Freedom) που εκπονεί το αμερικανικό συντηρητικό ερευνητικό ίδρυμα Heritage Foundation σε συνεργασία με την εφημερίδα Wall Street Journal, το 2006 η Ελλάδα κατατάσσεται μόλις στην 57η θέση ανάμεσα σε 161 κράτη, πίσω από χώρες όπως η Botswana και τα νησιά Barbados, με τις χειρότερες επιδόσεις να σημειώνονται στην εισοδηματική και δημοσιονομική πολιτική (υψηλοί φορολογικοί συντελεστές και υψηλές δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ-114η θέση).

Οι καθηγητές Θοδωρής Πελαγίδης και Μιχάλης Μητσόπουλος, στο βιβλίο τους Αρχές της Ελληνικής Οικονομίας- Η Προσοδοθηρία και οι Μεταρρυθμίσεις (Παπαζήσης, 2006), επισημαίνουν ότι, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία του ΟΟΣΑ, «για την Ελλάδα καταγράφεται μια ιδιαίτερα σημαντική παρεμβολή του κράτους στις δραστηριότητες των επιχειρήσεων με τη χρήση μεθόδων ?διατάσσω και ελέγχω?, τον διοικητικό καθορισμό τιμών και την εκτεταμένη παρουσία εταιρειών που ελέγχονται από το κράτος στην οικονομία», που βέβαια νοθεύει τον ανταγωνισμό και στρεβλώνει τη λειτουργία των αγορών.

Εάν πρέπει να ονοματίσουμε το ελληνικό οικονομικό μοντέλο, θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε τον χαρακτηρισμό των συγγραφέων ληστρικός μικροκαπιταλισμός, καθώς ένα πλήθος ομάδων πίεσης σχηματίζουν αναδιανεμητικές συσπειρώσεις (redistributive coalitions) και διαγκωνίζονται για την απόκτηση προσόδου (rent seeking) με τη διαμεσολάβηση των κρατικών οικονομικών πολιτικών (φορολογική, δημοσιονομική, επενδυτική, κ.λπ.), κάτι που αποτελεί μία πραγματική μεταφορά πλούτου (wealth transfer).

Συμπερασματικά, η χρήση και η κατάχρηση του όρου «νεοφιλελευθερισμός» συγκαλύπτει την απελπιστική ένδεια νέων ιδεών και προτάσεων στο αφασικό πολιτικό μας σύστημα και συμβάλει στην αναπαραγωγή του κυρίαρχου οικονομικοκοινωνικού μοντέλου του παρεοκρατικού καπιταλισμού (crony capitalism) μέσα από την ιδεολογική ηγεμονία της κρατικιστικής συναίνεσης.

Η επίκληση του μπαμπούλα όμως λειτουργεί επιτυχώς σε μικρά παιδιά που αρνούνται πεισματικά να φάνε το φαγητό τους και όχι σε σκεπτόμενους πολίτες. Και πραγματικά, η ξύλινη γλώσσα της δαιμονοποίησης ανύπαρκτων αντιπάλων βρίσκει ολοένα και λιγότερα πρόθυμα αυτιά. Ιδίως, μάλιστα, όταν το φαγητό δεν είναι επαρκεί για όλους.

Σημείωση. Φυσικά, ουδείς απορεί για την σχεδόν απόλυτη κυριαρχία της αντιφιλελεύθερης ρητορικής στη χώρα μας, γνωρίζοντας την ιδεολογική γύμνια της αυτοαποκαλούμενης φιλελεύθερης παράταξης. Τελευταίο προϊόν της το βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εξάντας με τίτλο Η Γοητεία των Ιδεών- Η Ελληνική Κεντροδεξιά στον 21ο αιώνα, όπου γνωστοί πολιτικοί και στελέχη της Νέας Δημοκρατίας επιλέγουν κείμενα, μεταξύ άλλων, των?Toni Negri, Immanuel Wallerstein, και Noam Chomsky. Και είναι αυτονόητο ότι ένας ασπόνδυλος πολιτικός σχηματισμός που προσδιορίζεται με το κενό περιεχομένου ιδεολόγημα του «μεσαίου χώρου» θα σύρεται, εκούσια ή ακούσια, πίσω από τις θέσεις περισσότερο συγκροτημένων ιδεολογικά πολιτικών ομάδων.