Παρασκευή, Μαΐου 22, 2009

φιλελεύθερες ιδέες για την Ελλάδα της Ευρώπης



Οι εκλογές για την ανάδειξη των εκπροσώπων των ευρωπαίων πολιτών στο Ευρωκοινοβούλιο βρίσκουν την Ευρωπαϊκή Ένωση στο μέσο μιας διπλής κρίσης- οικονομική κρίση και κρίση νομιμοποίησης. Με το κοινοτικό ΑΕΠ να συμπληρώνει ένα χρόνο συνεχούς συρρίκνωσης και τις προοπτικές ανάκαμψης να καθυστερούν περισσότερο από τις αντίστοιχες των ΗΠΑ, απαιτούνται γενναίες πολιτικές παρεμβάσεις σε ομοσπονδιακό επίπεδο που θα προσδώσουν στο ευρωπαϊκό εγχείρημα τον χαμένο δυναμισμό του. Την ίδια όμως στιγμή που το ευρωπαϊκό όραμα δεν δείχνει να συγκινεί τους πολίτες της Ε.Ε. όπως καταδεικνύει ένα πλήθος στοιχείων (μειούμενη συμμετοχή στις ευρωεκλογές, τάσεις Ευρωβαρόμετρου, πρόσφατα δημοψηφίσματα, κλπ).

Ο ιστορικός Fernand Braudel έγραφε για τους λαούς της Μεσογείου πως, ο πολιτισμός τους φέρνει κοντά, η οικονομία ενδυναμώνει τη σχέση τους και μόνο η πολιτική δυσχεραίνει τη προσέγγισή τους. Το απόφθεγμα του Braudel φαίνεται να διατηρεί την ισχύ του στη σημερινή Ε.Ε. παρά τα θαρραλέα βήματα των τελευταίων δεκαετιών. Η σημερινή δυσμενής οικονομική συγκυρία ενισχύει τις άφρονες φωνές εθνικής αναδίπλωσης, οικονομικού προστατευτισμού και πολιτικού τυχοδιωκτισμού και απειλούν να καταδικάσουν τον ευρωπαϊκό χώρο στη στασιμότητα για τα επόμενα χρόνια.

Η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη δεν τροποποιεί αποφασιστικά τη δομή της Ε.Ε. που συνεχίζει να πορεύεται στη βάση της δια-κρατικής συνεργασίας. Το ισχυρό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τα βέτο, οι «αυτο-εξαιρέσεις», δεν επιτρέπουν στην Ε.Ε. να υπερβεί τον κοντινό ορίζοντα των εθνικών εγωισμών, των οικονομικών συμφερόντων και των πολιτικών σκοπιμοτήτων. Ακόμη, η «από τα απάνω» (top-down) τεχνοκρατική προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν ευνοεί την κινητοποίηση των πολιτών και ενισχύει όσους, μάλλον υπερβολικά, μιλούν για συγκεντρωτισμό και δημοκρατικό έλλειμμα.

Αντίθετα, απαιτείται η ανάδυση της πολιτικής Ευρώπης. Δηλαδή, η ανάδειξη των ανταγωνιστικών μοντέλων που αφορούν το μέλλον της Ε.Ε. που θα επιτρέψουν στους ευρωπαίους πολίτες να συμμετάσχουν και να καθορίσουν το μέλλον τους.

Απέναντι στο γερασμένο ευρωπαϊκό «κοινωνικό μοντέλο» που προστατεύει όσους βρίσκονται εντός συστήματος (insiders) εγκαταλείποντας όσους έχουν την ατυχία να μην συμπεριλαμβάνονται σε αυτό (με πρώτα θύματα τους νέους, τους άνεργους και τους μετανάστες) πρέπει να αναδείξουμε τη φιλελεύθερη Ευρώπη. Την Ευρώπη των ανοιχτών συνόρων, της απασχόλησης, της δημιουργικότητας, των δικαιωμάτων, της ανεκτικότητας και του πλουραλισμού.

Προς τούτο απαιτούνται ρηξικέλευθες πολιτικές. Στη θεσμική οργάνωση, με τη προώθηση μιας συνταγματικής Ευρώπης, με ισχυρό Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, υπερεθνικούς θεσμούς, νέο και λειτουργικό κοινοτικό προϋπολογισμό (σήμερα μόλις στο 1% του κοινοτικού ΑΕΠ). Στην οικονομία, με την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς (πχ, στις μεταφορές), η κατάργηση αντιπαραγωγικών πολιτικών όπως η Κοινή Αγροτική Πολιτική (το 50% του κοινοτικού προϋπολογισμού), η πλήρης απελευθέρωση της μετακίνησης των ευρωπαίων εργαζομένων και μια κοινή και ανοιχτή σε όλους μεταναστευτική πολιτική.

Η χώρας μας, εγκλωβισμένη στο πολιτικό της μικρόκοσμο αδυνατεί ολοφάνερα να συμμετάσχει στην αποφασιστικής σημασίας συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης. Είκοσι οκτώ χρόνια μετά την ένταξη μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, οι πολιτικές ελίτ συνεχίζουν να προσεγγίζουν τη θέση μας στην Ε.Ε. μέσα από τον παραμορφωτικό φακό του εθνικού συμφέροντος. Εκεί όπου οι «εθνικές ιδιαιτερότητες» λειτουργούν ως πρόσχημα για την αναπαραγωγή του εγχώριου οικονομικο-κοινωνικού συστήματος του «παρεοκρατικού» καπιταλισμού και των μικροσυμφερόντων. Αρκεί να δει κάποιος την (αν)αποτελεσματικότητα μας στην προώθηση της «στρατηγικής της Λισαβόνας», όπου η Ελλάδα καταλαμβάνει τις τελευταίες θέσεις σε όλους τους τομείς που αφορούν, μεταξύ άλλων, στην καινοτομία, την απελευθέρωση των μεταφορών, τη διευκόλυνση των νέων επιχειρήσεων, στην άρση των κανονιστικών περιορισμών στην επιχειρηματικότητα, τον εκσυγχρονισμό της κοινωνικής προστασίας.

Σχεδόν εξήντα χρόνια από τη παρουσίαση του σχεδίου κοινής ευρωπαϊκής διαχείρισης της παραγωγής χάλυβα από τον γάλλο υπουργό Εξωτερικών Robert Schuman, που αποτέλεσε τον πρόδρομο των συνθηκών στις οποίες οικοδομήθηκε ο σημερινός πολιτικός ευρωπαϊκός χώρος, καλούμαστε να συν-διαμορφώσουμε τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, αντί να συνεχίσουμε να πορευόμαστε με πυξίδα με τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή των κοντόθωρων διακρατικών συμφερόντων.

Η Ευρώπη των 27 κρατών-μελών μπορεί και πρέπει να αποτελέσει μια νησίδα σιγουριάς και ευημερίας μέσα στον ωκεανό των προκλήσεων και των ευκαιριών που αντιπροσωπεύει ο αναδυόμενος κόσμος της παγκοσμιοποίησης. Η Ευρώπη οφείλει να ξαναγίνει μια διανοητική περιπέτεια και η Ελλάδα μια «δυνατότητα», αντί της ανακυκλούμενης μιζέριας, της απάθειας και των χαμηλών προσδοκιών των τελευταίων δεκαετιών.

Πέμπτη, Μαΐου 21, 2009

κατανοώντας τη Μέση Ανατολή

Στο νέο τεύχος της πολιτικο-οικονομικής επιθεώρησης Presscode δημοσιέυεται μια βιβλιοπαρουσίαση μου που αφορά τον πολιτικό και διπλωματικό χώρο της Μέσης Ανατολής.

http://presscode.gr/index.php?option=com_content&task=blogsection&id=66&Itemid=144



Δευτέρα, Μαΐου 04, 2009

elementary, my dear Watson

«Πρακτικός άνθρωπος είναι αυτός που επαναλαμβάνει τα λάθη των προκατόχων του.»

Disraeli

Κι ενώ η παγκόσμια κοινότητα των πολιτικών φιλοσόφων ανατέμνει τις συνέπειες του τέλους των «μεγάλων αφηγήσεων» στο πολιτικό γίγνεσθαι, φαίνεται πως η πολιτική συζήτηση στη χώρα μας βρίσκεται, ως είθισται, ένα βήμα μπροστά. Έτσι, στο λεξικό των πολιτικής ορολογίας, δίπλα σε περισσότερο ή λιγότερο ατυχείς όρους, εγγράφεται πλέον και η «κοινή λογική» που σκοπό έχει να δώσει διέξοδο στα σωρευμένα αδιέξοδα του τελματωμένου πολιτικού μας συστήματος. Είναι γεγονός πως, μέχρι σήμερα δεν έχουν συγκεκριμενοποιηθεί τα όρια και το περιεχόμενο της κοινής λογικής ως πρόταση πολιτικής, τούτο όμως ουδόλως την απαλλάσσει από το να γίνει με τη σειρά της αντικείμενο κριτικής με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα.

Στο πεδίο της επιστημολογίας γνωρίζουμε για τουλάχιστον δύο αιώνες πως ο Ορθός Λόγος έχει όρια. Ο αγγλοσαξονικός Διαφωτισμός (όπου εντοπίζονται τα φιλοσοφικά θεμέλια του κλασσικού φιλελευθερισμού), με εξέχουσα μορφή τον εμπειριστή φιλόσοφο David Hume («η λογική είναι, και οφείλει να είναι, σκλάβος των παθών»), επεσήμανε τις αδυναμίες της επαγωγικής λογικής, σε αντίθεση με τον γαλλικό Διαφωτισμό που- με τις φωτεινές εξαιρέσεις των Βολτέρου και Μοντεσκιέ- προέβαλε έναν άτεγκτο ορθολογισμό που έλκει τη καταγωγή του από τον Καρτέσιο και την αυτονομία της σκέψης.

Από τον Karl Popper γνωρίζουμε πως η επαγωγική γνώση είναι εξαιρετικά επισφαλής, ενώ ο σπουδαίος Γάλλος κοινωνικός φιλόσοφος Raymond Aron πραγματεύεται με επιτυχία την υποκειμενικότητα της γνώσης, ειδικά στη μελέτη της Ιστορίας. O Friedrich Hayek, με τη σειρά του, θεμελιώνει τη φιλοσοφική του σκέψη στην ατελή, κατακερματισμένη και διάσπαρτη ανθρώπινη γνώση, όπου ο φιλελευθερισμός προβάλει ως μία «διαδικασία ανακάλυψης» (discovery procedure) και εναντιώνεται σε αυτό που αποκαλεί «ορθολογικό κονστρουκτιβισμό», την αντίληψη δηλαδή πως το σύνολο της κοινωνικής ζωής μπορεί να αναχθεί σε κοινωνικούς νόμους εύκολα κατανοήσιμους. Ακόμη, ο Νίτσε ανέδειξε με μοναδικό τρόπο τα ανορθολογικά στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ο Φρόιντ τη λειτουργία του ασυνείδητου.

Στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής τα πράγματα γίνονται δυσκολότερα καθώς διαφορετικά κανονιστικά (normative) πλαίσια εμποδίζουν την ανάπτυξη ενός καθαρού Λόγου. Ο Isaiah Berlin σχηματοποίησε τον «αγωνιστικό φιλελευθερισμό» του (agonistic liberalism, κατά τον John Gray) γύρω από τον πλουραλισμό των αξιών (value pluralism), τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε διαφορετικές αξίες που συχνά είναι αδύνατο να ιεραρχηθούν και συχνότερα υιοθετούνται ταυτόχρονα από τα ίδια άτομα. Περιττεύει νομίζω να υπενθυμίσουμε πως ιστορικά η αφαίρεση του καθαρού Λόγου βρήκε πρόθυμη εφαρμογή στα πλέον αντιφιλελεύθερα πολιτικά δόγματα.

Ποια λοιπόν μπορεί να είναι η απάντηση της κοινής λογικής σε πρωτίστως πολιτικά ζητήματα όπως ο φόρος κληρονομιάς, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, η θέσπιση ευρωπαϊκού συντάγματος, η μεταναστευτική πολιτική; Πώς απαντά η κοινή λογική σε ζητήματα όπου συναντάται το ατομικό με το κοινωνικό και σύνθετα ζητήματα ελευθερίας, αποτελεσματικότητας και δικαιοσύνης ερμηνεύονται στο πλαίσιο ιδεολογικών και ηθικών παραδοχών; Και πάλι καταφεύγουμε στη σκέψη του Χιουμ: «οι κανόνες της ηθικής δεν προκύπτουν ως συμπεράσματα λογικής».

Δεν χρειάζεται να προχωρήσουμε περαιτέρω καθώς φοβούμαι πως, η επίκληση της κοινής λογικής ως πολιτικό πρόταγμα δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα επίπονων νοηματικών διεργασιών των εμπνευστών της. Δεν πιστεύουμε πως σκοπός τους είναι να μεταφέρουν τη πολιτική συζήτηση στο πεδίο της επιστημολογίας, να αναζητήσουν τις «πρώτες αρχές» ή να προτείνουν νέα προσεγγίσεις της αριστοτελική λογικής στα ελληνικά πολιτικά πράγματα.

Περισσότερο μοιάζει να λειτουργεί ως ένα «ιδιοτελές σφάλμα» (για να χρησιμοποιήσουμε τη γνωστή ρήση του Ελβέτιου) καθώς επιχειρεί να συγκαλύψει την ολοφάνερη απροθυμία τους να επεξεργαστούν μία ολοκληρωμένη πολιτική πρόταση. Κάτι βέβαια που απαιτεί σχηματοποιημένες ιδέες και αντιλήψεις, σαφείς κοινωνικές αναφορές και, πρώτιστα, διανοητική εντιμότητα. Δηλαδή ιδεολογία.

Φυσικά, η απουσία συγκεκριμένου ιδεολογικού πλαισίου δεν συνεπάγεται την απουσία ιδεολογικού στίγματος. Τουναντίον, στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι θέσεις που φιλοξενούνται κάτω από τη σκεπή εννοιών όπως η κοινή λογική, το κοινό συμφέρον, κ.λπ, συνηγορούν με συντηρητικές αντιλήψεις καθώς αδυνατούν να επηρεάσουν την πολιτική ατζέντα, γίνονται έρμαιο των ευμετάβλητων διαθέσεων της φύσει συντηρητικής κοινής γνώμης (ακόμη μία προβληματική έννοια). Παράλληλα, εμμέσως συμβάλουν αρνητικά στην επικρατούσα σύγχυση καθώς αδυνατούν να προσφέρουν ένα ερμηνευτικό σχήμα για τη κατανόηση της σύνθετης κοινωνικής πραγματικότητας και προωθούν μια απλοϊκή και κυνική σύλληψη της πολιτικής διαδικασίας καθώς, απογυμνώνοντας την από κάθε αξιακό και ιδεολογικό πλαίσιο, την μετατρέπουν σε άσκηση ακραίου πραγματισμού και εξουσιαστικών παιγνίων.

Είναι λοιπόν η κοινή λογική μια ακόμη φούσκα στο ταλαίπωρο χρηματιστήριο των πολιτικών ιδεών στη χώρα μας; Όπως ο διάσημος ντετέκτιβ στις κινηματογραφικές ταινίες του Σέρλοκ Χολμς θα έλεγε στον βοηθό του, «στοιχειώδες, αγαπητέ μου Γουότσον».