Δευτέρα, Οκτωβρίου 09, 2006

Η Θεσσαλονίκη του Θερβάντες

Στην προβλήτα του λιμανιού της Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε πρόσφατα το 1ο Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς «Προβλήτα 2006», όπου έλληνες και ισπανοί δημιουργοί κόμικς παρουσίασαν τα έργα τους, όλα εμπνευσμένα από το γνωστό μυθιστόρημα του Μιγκέλ ντε Θερβάντες Δον Κιχώτης.


Μοναδικά εύστοχη επιλογή καθώς, ακριβώς όπως ο πρώτος σύγχρονος μυθιστορηματικός ήρωας, καβάλα στον Ροσινάντη, αναζητά τα τελευταία 400 χρόνια διαρκώς την ταυτότητα του, έτσι και οι Θεσσαλονικείς καβάλα στο Βουκεφάλα πορεύονται στο μέλλον με οδηγό τον Μ. Αλέξανδρο.


Ωστόσο, η αναζήτηση της ταυτότητας της πόλης δεν γίνεται με όρους σύγχρονους, αλλά αντίθετα με όρους παρελθοντικούς, κατά τρόπο μάλιστα που σε ορισμένες περιπτώσεις φλερτάρει έντονα με τον σουρεαλισμό. Αρκεί να θυμηθεί κάποιος, τα ετήσια μνημόσυνα στον μακεδόνα στρατηλάτη, που διοργανώνονται με τη συμμετοχή των αρχών της πόλης, τα οποία και θα εντυπωσίαζαν ακόμη και τους πλέον ευφάνταστους συγγραφείς, όπως τον Θερβάντες.


Το τέλος του ψυχροπολεμικού διπολισμού αντί να επανασυνδέσει τη Θεσσαλονίκη με την πλουραλιστική και δυναμική πραγματικότητα των αρχών του εικοστού αιώνα, οδήγησε αντίθετα στην αδικαιολόγητη περιχαράκωση στην ψευδή ασφάλεια μίας φαντασιακής κοινότητας, απέναντι στα νέα δεδομένα των ανοικτών κοινωνιών και των παγκοσμιοποιημένων αγορών.


Ο βρετανός ιστορικός Mark Mazower στο εξαιρετικό βιβλίο του Salonica, City of Ghosts: Christians, Muslims and Jews 1430-1950 επισημαίνει πως, «οι πόλεις κατασκευάζουν την εικόνα του παρελθόντος τους κατά τρόπο που να υπηρετεί τις φιλοδοξίες τους για το μέλλον». Και δυστυχώς, η εικόνα της πόλης που επιθυμούν να προβάλουν οι αρχές της, είναι μία εικόνα καταθλιπτικά ομοιόμορφη και μίζερα μονοδιάστατη, και τελικά (αυτό)περιοριστική των δυνατοτήτων της στο νέο διεθνές περιβάλλον.




Ο επισκέπτης που περιδιαβαίνει τους δρόμους της πόλης, ακόμη και ο Έλληνας, στο βαθμό που δεν είναι ιστορικός ή αναγνώστης του σπουδαίου (πλην όμως ακόμη αμετάφραστου) βιβλίου του Mazower, δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί τον πολιτισμικό πλούτο που καλύπτεται από τις πλάκες των δρόμων και τους τοίχους των κτισμάτων. Το Γενί τζαμί, η πλατεία Εβραίων Μαρτύρων, το Μπεζεστένι, είναι μερικά μόνο από τα τοπωνύμια που μόνο στο μυαλό του υποψιασμένου διαβάτη ζωντανεύουν τις μνήμες που φανερώνουν μία άλλη, ξεχασμένη πόλη, ανοικτή, ανεκτική και πολυπολιτισμική.


Αντίθετα, η σημερινή πόλη εξαντλεί τον δυναμισμό της σε ανώφελες σκιαμαχίες απέναντι σε φανταστικές απειλές και ανύπαρκτους κινδύνους. Με τη διαφορά ότι οι σημερινοί δονκιχώτες δεν διαθέτουν τίποτε από τη συμπαθή αφέλεια και τα ευγενή κίνητρα του μυθιστορηματικού ήρωα, αλλά περισσότερο φέρνουν στο νου τη γνωστή ρήση του βρετανού ποιητή Σάμιουελ Τζόνσον πως, ο εθνικισμός (και κατ’ επέκταση και ο στενόμυαλος τοπικισμός, θα λέγαμε) είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων. Και είναι φανερό ποιοι ωφελούνται πολιτικά από την καλλιέργεια συνδρόμων μικρο-μεγαλομανίας, της συνομωσιολογίιας και της ταυτότητας της «κλειστής» κοινωνίας, μιας κοινωνίας χαμηλών προσδοκιών και διαρκώς ομφαλοσκοπούσας.


Ας μου επιτραπεί λοιπόν στο πλαίσιο αυτό, να καταχραστώ τη φιλοξενία της Προοδευτικής Πολιτικής και- παρότι Αθηναίος- να καταθέσω τη προτίμηση μου για το Δήμο της Θεσσαλονίκης. Στο βαθμό λοιπόν που οι συμβολισμοί παράγουν πολιτική, η ψήφος στον Γιάννη Μπουτάρη (και μαζί στον φίλο μου Διονύση Κατρανίτσα που μετέχει στον συνδυασμό του) κάθε άλλο παρά χαμένη είναι.


Τουναντίον, αποτελεί ένα ηχηρό μήνυμα που αντιπαραθέτει στη Θεσσαλονίκη του εθνοτικού εθνικισμού, της θρησκοληψίας και της μισαλλοδοξίας τη Θεσσαλονίκη του πλουραλισμού κα του πολιτικού φιλελευθερισμού, του αισιόδοξου κοσμοπολιτισμού και της δημιουργίας. Κύρια όμως της αυτοπεποίθησης, απαραίτητης προϋπόθεσης για να πετύχεις κάτι σπουδαίο. Πραγματικά, ένας από τους λίγους λόγους, αν όχι ο μοναδικός, που κάποιος Αθηναίος θα επιθυμούσε να συμμετάσχει στα κοινά της Θεσσαλονίκης.


* Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Προοδευτικής Πολιτικής.


(Σκίτσο από τη συμμετοχή του Δημήτρη Τιμπιλή στην «Προβλήτα 2006»)

Πέμπτη, Οκτωβρίου 05, 2006

Ο φιλελεύθερος της Σαμαρκάνδης

«Δεν υπάρχει λόγος να συμμετέχεις σε κοκτέιλ πάρτυ με ένα φασιστικό καθεστώς»

Craig Murray


Έχοντας μόλις ολοκληρώσει την συναρπαστική ανάγνωση του βιβλίου του βρετανού (πρώην) διπλωμάτη καριέρας Craig Murray με τον χαρακτηριστικό τίτλο Murder in Samarkand- A British ambassador's controversial defiance of tyranny in the war on terror.




Το βιβλίο ανταποκρίνεται πλήρως στην περιγραφή του εκδότη του ως «μία απίστευτη πραγματική ιστορία κατασκοπίας, βασανισμών, υψηλής πολιτικής, σεξ και δολοφονιών». Είναι καλογραμμένο, με ζωντανή γλώσσα, προσφέροντας μας πέρα γνώσεις για τις γεωπολιτικές ισορροπίες της περιοχής, τη ζωή στο Ουζμπεκιστάν και τη φύση του καθεστώτος, καθαρή αναγνωστική ψυχαγωγία.


Ο 47χρονος διπλωμάτης υπηρέτησε στο Ουζμπεκιστάν τη διετία 2002-2004, όταν όχι μόνο οι δυτικοί διπλωμάτες συναγελάζονταν με τους εκπροσώπους του καθεστώτος του Islam Karimov, αλλά και ο ίδιος ο George Bush έπινε το τσάι του με τον ουζμπέκο πρόέδρο στον Λευκό Οίκο. Ήταν η εποχή που οι προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής επέβαλαν την ανοχή- αν όχι και τη στήριξη- αυταρχικών καθεστώτων, προκειμένου για την ανάσχεση του ισλαμικού φονταμενταλισμού στη λογική του δόγματος «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου».


Μία λογική όμως που δεν συμμερίζεται ο Murray, ο οποίος δεν μπορεί να αδιαφορήσει όταν γίνεται ενήμερος της κατάστασης της χώρας, όπου οι αντικαθεστωτικοί συχνά κρατούνται σε σοβιετικού τύπου γκουλάγκ- όταν δεν?βράζονται μέχρι θανάτου (δες επίσης το παλαιότερο κείμενο μας Το λυκόφως των νεο-συντηρητικών).


Αποτέλεσμα των έντονων αντιδράσεων του ήταν η ρήξη και η τελική απομάκρυνση από το βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών, ενώ η αντιπαράθεση του με αυτό είχε συνέχεια καθώς, μία σειρά εγγράφων αλληλογραφίας του Murray με το βρετανικό ΥΠΕΞ που δημοσιοποίησε ο διπλωμάτης στην ιστοσελίδα του, απομακρύνθηκαν έπειτα από τη προειδοποίηση του βρετανικού κράτους πως θα κινηθεί νομικά επικαλούμενο τη νομοθεσία περί πνευματικής (κρατικής) ιδιοκτησίας.


Διαβάζοντας τις σελίδες του βιβλίου αναπόφευκτα επανέρχεται στη μνήμη μας το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Graham Greene Ο Ήσυχος Αμερικανός (The Quiet American) όπου ο αρχικά απαθής και αμέτοχος βρετανός δημοσιογράφος αναγκάζεται να πάρει θέση στον πρώτο πόλεμο της Ινδοκίνας υποστηρίζοντας μία από τις αντιμαχόμενες πλευρές.


Παράλληλα, μαζί με το τελευταίο βιβλίο του John LeCarre The Mission Song που κυκλοφόρησε πρόσφατα, θέτει σοβαρά ερωτήματα αναφορικά με τα όρια του πολιτικού ιδεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις.


Ωστόσο, ο Murray, σε καμία περίπτωση, δεν αμφιταλαντεύεται, ακόμη και όταν γνωρίζει ότι θέτει σε δοκιμασία τη σταδιοδρομία του και την ψυχική του υγεία. Παραμένει πρώτιστα ένας φιλελεύθερος κοσμοπολίτης, με την καντιανή έννοια, κατανοώντας ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα και η αξιοπρέπεια δεν (μπορούν να) σταματούν μπροστά στα τείχη που ορθώνουν τα εθνικά σύνορα.


Απορρίπτει την προβληματική έννοια του εθνικού συμφέροντος και τη μυωπική εφαρμογή της στο δόγμα του διεθνοπολιτικού ρεαλισμού (realpolitik) «my country right or wrong» που ιστορικά ακολουθεί η βρετανική εξωτερική πολιτική.


Σε αυτό το πλαίσιο θέτει εμμέσως καίρια ζητήματα ηθικής και πολιτικής, καθήκοντος και συνείδησης, διαφάνειας και δημοκρατικού ελέγχου στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής.


Το βιβλίο πρόκειται να γνωρίσει την κινηματογραφική μεταφορά του το επόμενο έτος από τον Michael Winterbottom, που πρόσφατα σκηνοθέτησε το Road to Guantanamo προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις.


Σε αναμονή της κινηματογραφικής ταινίας και ως εισαγωγή στο σπουδαίο αυτό βιβλίο (που ελπίζουμε να κινήσει και το ενδιαφέρον των ελλήνων εκδοτών) μπορεί κάποιος να διαβάσει το πρόσφατο αποκαλυπτικό άρθρο του Murray στην εφημερίδα Washington Post.

Από τον Μάο στους κουμπάρους



του Δημήτρη Σκάλκου και του Φώτη Χατζηθεοδωρίδη


«Οι περιπτώσεις γραφειοκρατίας, εξουσιαστικής συμπεριφοράς και παραβιάσεων του νόμου πρέπει να εκτίθενται ευρέως στον Τύπο».

Τα παραπάνω δεν ανήκουν στον πρόσφατο καταιγισμό των δημοσιευμάτων και των τηλεοπτικών εικόνων αναφορικά με τα όσα αποκαλύπτονται για τη διαπλοκή στο χώρο της εμπορίας και διακίνησης του γάλατος και τον- θεσμικό πλέον ρόλο- της κουμπαριάς στο ελληνικό οικονομικό σύστημα.

Αντίθετα προέρχονται από την εσωτερική ντιρεκτίβα του Μάο Τσε-τουνγκ, προς τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, το 1953 (Selected Works of Mao Zeodng, Vol. V, σελ. 86).

Η πρακτική του «ξεφωνήματος» (outing), ενός ανελέητου κυνηγητού μαγισσών ενάντια σε όσους φέρονται ως εμπλεκόμενοι σε περιπτώσεις κατάχρησης θέσεως και παράνομων συναλλαγών, που πρέπει να υπογραμμιστεί πως συχνά καταλήγει σε ανεπίτρεπτη σε δημοκρατικά καθεστώτα σπίλωση υπολήψεων και παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων, αποτελεί γνώρισμα μίας κοινωνίας που αγνοεί και κατευθύνει και εξαντλεί την (υποκριτική) οργή της σε λάθος στόχους.

Αυτό που αδυνατούσε να αντιληφθεί ο Μεγάλος Τιμονιέρης και εντελώς φυσιολογικά αρκετοί από τους έλληνες επιγόνους του που υπηρέτησαν με συνέπεια τις αρχές του κινεζικού κομμουνισμού και βρίσκονται σήμερα στο ΠΑΣΟΚ ζητώντας με μονότονη επιμονή παραιτήσεις κυβερνητικών στελεχών, καθώς επίσης και αρκετοί από τους συναδέλφους τους της Νέας Δημοκρατίας που, απελευθερωμένοι πλέον από τη ψυχροπολεμική λογική των στρατοπέδων, ανακαλύπτουν καθυστερημένα στη μαοϊκή θεωρία τις απαντήσεις στα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα της εποχής μας, είναι ότι η διαπλοκή, τα οργανωμένα συμφέροντα και η διαφθορά δεν είναι το αίτιο αλλά το αποτέλεσμα κυρίαρχων κοινωνικών και οικονομικών δομών και πρακτικών, διαμορφωμένων σε βάθος χρόνου.

Τα αίτια της διαφθοράς στη χώρα μας πρέπει να αναζητηθούν στον ιδιότυπο βαλκανικό κορπορατισμό που αποτελεί τη βάση της οικονομικής οργάνωσης.

Οι σχέσεις ανάμεσα στο κράτος και τον πολίτη εμφανίζονται συχνά ως σχέσεις ανάμεσα σε μία δημόσια διοίκηση όπου επιβιώνουν χαρακτηριστικά ανατολικής δεσποτείας και σε μια κοινωνία όπου αναβιώνει η βυζαντινή ανομία.

Για ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας όπου απουσιάζει κάθε έννοια κοινωνικής υπευθυνότητας και κυριαρχεί ένας στενά και ανορθολογικά προσδιοριζόμενος ωφελιμισμός, το κράτος έχει εργαλειακή χρήση, ως μέσο προώθησης προσωπικών συμφερόντων και όπου οι νόμοι όχι μόνο παραβιάζονται, όπως συμβαίνει συχνά στη Δύση, αλλά και υπερβαίνονται (όπως εύστοχα επισημαίνει ο Στ. Ράμφος).

Η γραφειοκρατία μέσα από την εμπλοκή της στο χώρο της αγοράς, την πολυνομία, και τις πολύπλοκες και συνεχώς τροποποιούμενες διαδικασίες διαμορφώνει ένα περιβάλλον που αφήνει, εάν δεν ενθαρρύνει, περιθώρια διαπλοκής πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων.

Άλλωστε στις κατευθυνόμενες και κυριαρχούμενες από τη γραφειοκρατία οικονομίες -όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί για τα καθεστώτα του πρώην ανατολικού μπλοκ- η διαφθορά δεν είναι το πρόβλημα, αλλά η λύση.

Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται φανερό πως, η αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της διαφθοράς σε μια κοινωνία που χωρίς υπερβολή έχει εθιστεί στις αδιαφανείς διαδικασίες και πρακτικές (και δεν χρειάζεται η επιβεβαίωση της Transparency International και άλλων διεθνών ΜΚΟ για του λόγου του αληθές) δεν αντιμετωπίζεται με την «εκτέλεση των παραβατών του νόμου» όπως συνιστούσε ο Μάο ή -όπως έκαναν οι επίγονοι του πρόσφατα- με την απαλλαγή από τα καθήκοντα τους περίπου 30,000 αξιωματούχων του κινεζικού κράτους, πόσο μάλλον με την εγχώρια αποπομπή των κυβερνητικών παραγόντων που εμπλέκονται με οποιονδήποτε τρόπο σε φαινόμενα διαφθοράς.

Δεν αντιμετωπίζεται με την καταστροφή του συνόλου των δημοσίων εγγράφων όπως επιζητούσε ο Μπακούνιν, πόσο μάλλον με τη μετονομασία υπουργείων και τη σύσταση ειδικών επιτροπών και σωμάτων «αδιάφθορων» με βάση τις ακολουθούμενες αλλά και προτεινόμενες πολιτικές.

Αντίθετα, απαιτούνται ριζοσπαστικές πολιτικές στη κατεύθυνση του περιορισμού του ενεργού ρόλου του κράτους (roll-back the state) και τη μετατροπή του «κράτους-επιχειρηματία» σε «κράτος-νυχτοφύλακα» μέσα από τη πρακτική των ιδιωτικοποιήσεων και του ανοίγματος των αγορών (όπου παρά τις κυρίαρχες αντιλήψεις περί του αντιθέτου παραμένουν σε αρκετές περιπτώσεις ανεπίτρεπτα κλειστές), του περιορισμού του «υφέρποντα κρατισμού» (creeping statism), της προώθησης αποκεντρωμένων και ευέλικτων μορφών διοίκησης καθώς και της μηδενικής ανοχής σε παράνομες πράξεις.

Όσο για τους εμμένοντες θιασώτες της γραφειοκρατικής οργάνωσης και του κεντρικού σχεδιασμού και απόντος του Μάο, μπορούν να ακολουθήσουν τις διδαχές του κορυφαίου μπακ του ποδοσφαίρου μας και προφανώς γνώστη της μαρξιστικής θεωρίας Νίκου Βαμβακούλα, συστήνοντας μία τριμελή επιτροπή πέντε-έξι ατόμων με αποκλειστικό αντικείμενο την πάταξη της διαφθοράς.

* Δημοιεύτηκε στην ιστοτελίδα www.e-rooster.gr (2.10.2006).

Δευτέρα, Οκτωβρίου 02, 2006

η πολιτική ηθικολογία και το μακρύ χέρι του κρατισμού



«Οι κυβερνήσεις δεν μαθαίνουν ποτέ. Μόνο οι άνθρωποι μαθαίνουν.»

Milton Friedman


Σύσσωμη η αξιωματική αντιπολίτευση ζητεί σε όλους τους τόνους παραιτήσεις κυβερνητικών στελεχών καθώς αποκαλύπτονται διαδοχικά φαινόμενα διαπλοκής και διαφθοράς.

Πρόκειται για αντίδραση ανθρώπινα κατανοητή αν αναλογιστεί κανείς την άδικη διαπόμπευση και σπίλωση της υπόληψης πολλών στελεχών του ΠΑΣΟΚ την οκταετία του Κ. Σημίτη.

Αντίδραση ακόμη ηθικά κατανοητή στο βαθμό που η εμπιστοσύνη μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, η διαφάνεια και η ευθύνη, πρέπει να αποτελούν αρχές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Ταυτόχρονα, όμως, είναι μία αντίδραση εκλογικά άστοχη, πολιτικά αναποτελεσματική και εν μέρει υποκριτική.

Άστοχη διότι, τα εκλογικά οφέλη είναι δυσανάλογα με την επικοινωνιακή επένδυση στα ζητήματα αυτά. Είναι γνωστό πως οι εκλογείς αξιολογούν την προσωπική/ οικογενειακή μεταβολή του εισοδήματος υψηλότερα από τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, διαφάνειας, κ.λπ. Άλλωστε, από την εποχή του Μακιαβέλι γνωρίζουμε πως η αποτελεσματική και ωφέλιμη ηγεσία δεν είναι κατ’ ανάγκη απόλυτα ηθική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Βραζιλία του προέδρου Lula da Silva, τα εντυπωσιακά αποτελέσματα της διακυβέρνησης του ειδικά για τα εκατομμύρια των οικονομικά αποκλεισμένων συνοδεύτηκαν, μόλις πρόσφατα, από αποδεδειγμένη εμπλοκή υψηλόβαθμων στελεχών και συμβούλων σε δωροδοκία αντιπάλων.

Παράλληλα, το συνεχές «ξεφωνητό» (outing) των καταγγελλομένων από τα τηλε-παράθυρα της γελοιότητας μπορεί να είναι θλιβερό και συνάμα διεστραμμένα διασκεδαστικό, ταυτόχρονα όμως είναι παραπλανητικό και επικίνδυνο, στο βαθμό που αν και η πολιτική άπτεται της ηθικής, δεν πρέπει να ταυτίζεται μαζί της (όπως σωστά εξηγεί η γαλλίδα πανεπιστημιακή καθηγήτρια Μυριάμ Ρεβώ ντ’ Αλλόν στο περιεκτικό δοκίμιο της Πρέπει η πολιτική να γίνει ηθική;, Εστία, 2004).

Είναι, τέλος, αναποτελεσματική και υποκριτική διότι, τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, με μακρά πορεία στους διαδρόμους της εξουσίας, (θα πρέπει να) γνωρίζουν τουλάχιστον αυτά που γνωρίζουν οι πρωτοετείς φοιτητές οικονομικών, ακόμη και στα ταλαίπωρα ελληνικά ΑΕΙ της ημιμάθειας. Δηλαδή ότι η ορθή κατανόηση των εκροών του πολιτικού συστήματος προϋποθέτει την επαρκή γνώση των οικονομικών.

Από την εποχή του Adam Smith που επεσήμανε πως όταν δύο επιχειρηματίες συναντώνται στην αγορά πρώτο τους μέλημα είναι πως θα ζημιώσουν τους υπολοίπους μέχρι τον Λόρδο Acton που διακήρυττε ότι η εξουσία διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα.

Και από τον Friedrich Hayek που υποστήριζε ότι «πολλοί από τους υποτιθέμενους υπερασπιστές της ελεύθερης επιχειρηματικότητας είναι στην πραγματικότητα υπερασπιστές των προνομίων και επιθυμούν την κυβερνητική παρέμβαση προς όφελος τους, παρά αντίπαλοι όλων των προνομίων» (Individualism and Economic Order, 1948) έως τα σύγχρονα θεσμικά οικονομικά και τη θεωρία της «δημόσιας επιλογής» (public choice theory) που προσεγγίζει τις αποτυχίες του συστήματος ως «αποτυχίες της πολιτικής» (government failure) και όχι ως «αποτυχίες της αγοράς» (market failure), γνωρίζουμε ότι οι διάφορες ομάδες πίεσης επιχειρούν να εκμεταλλευτούν τους κανόνες (regulations) προς ίδιον όφελος και σε βάρος των καταναλωτών και ότι οι κυβερνώντες κινούνται και αυτοί ως ορθολογικοί δρώντες επιχειρώντας να μεγιστοποιήσουν το ίδιον όφελος.

Δεν χρειάζονται όμως οι στοιχειώδεις γνώσεις των οικονομικών. Ούτε η γνώση της ύπαρξης στατιστικής επιβεβαίωσης της σχέσης ανάμεσα στη διαφθορά και τον κρατισμό σε διεθνές επίπεδο. Αρκεί μόνο η σωρευμένη εμπειρία της πλήρους αναποτελεσματικότητας των καταγγελιών και της διαπλοκολογίας, σε έξαρση από το 1989 και έπειτα.

Αντί λοιπόν να αναζητούμε μάταια αγγέλους μέσα στον συρφετό των ανεπάγγελτων και ημιμαθών πολιτευτών που διαγκωνίζονται για τη σκύλευση του κοινωνικού σώματος, θα ήταν ίσως προτιμότερο να διαμορφώσουμε ένα θεσμικό πλαίσιο που θα εξαναγκάζει τους κυβερνώντες να συμπεριφέρονται ηθικά προς όφελος της πολιτείας και των πολιτών (ο Kant τους αποκαλούσε «ορθολογικούς διαβόλους»).

Ορθή και θεμιτή λοιπόν η αποκάλυψη των περιπτώσεων διαφθοράς και η απόδοση των πολιτικών και ποινικών ευθυνών που προκύπτουν. Χρήσιμη και η θεσμική θωράκιση του συστήματος με τις Ανεξάρτητες Αρχές, ο ρόλος των οποίων θα πρέπει να αναβαθμιστεί σε πείσμα εκείνων που για προφανείς λόγους δεν το επιθυμούν. Απαιτούμενη η ενίσχυση των θεσμών της κοινωνίας των πολιτών, η συμμετοχή και η λογοδοσία των κρατικών λειτουργών.

Πρώτιστα, όμως επιβάλλεται ο περιορισμός κα έλεγχος του μακριού χεριού του κρατισμού, μέσα από ριζοσπαστικές πολιτικές περιορισμού τόσο του μεγέθους του δημόσιου τομέα και του κράτους-επιχειρηματία όσο και διαφόρων μορφών ενεργούς παρέμβασης του στις αγορές. Όπως ορθά και παραστατικά περιγράφουν οι Θοδωρής Πελαγίδης και Μιχάλης Μητσόπουλος στο βιβλίο τους Ανάλυση της ελληνικής οικονομίας- Η Προσοδοθηρία κα οι μεταρρυθμίσεις, οι αγορές στην Ελλάδα στραγγαλίζονται ανάμεσα σε ένα υπερτροφικό «κράτος-χταπόδι» που παρεμβαίνει στη λειτουργία των αγορών μέσα από τον γιγαντισμό των δημοσίων επιχειρήσεων και μέσα από διοικητικές πράξεις τύπου «διατάσσω και ελέγχω», και σε ένα πλήθος ομάδων πίεσης- «αναδιανεμητικών συσπειρώσεων» (redistributive coalitions), που επιδίδονται σε μία διαρκή αναζήτηση προσόδου (rent-seeking), συμμετέχοντας σε ένα δίκτυο «αλληλοεξυπηρετήσεων» (trading for favors).

Διαφορετικά, η κενή περιεχομένου ηθικολογία επιτυγχάνει μόνο να βυθίσει ακόμη περισσότερο στον απύθμενο κυνισμό της την ελληνική κοινωνία και να νομιμοποιήσει τις τυχοδιωκτικές συμπεριφορές των λαφυραγωγών του δημοσίου χρήματος.

Φοβούμαι όμως πως λίγα πράγματα μπορούν να αλλάξουν στο άμεσο μέλλον στο βαθμό που για την πλειονότητα του πολιτικού κόσμου και των πολιτών ισχύει η ρήση πως όποιος διαχωρίζει την πολιτική από την ηθική δεν κατανοεί ούτε τη μία ούτε την άλλη.



* Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της "Προοδευτικής Πολιτικής" (www.ppol.gr).