Δευτέρα, Απριλίου 18, 2005

Ο Ορχάν Παμούκ και η αναζήτηση εθνικής ταυτότητας

Ο Alexis de Tocqueville συνήθιζε να λέει πως, οι δεξιότητες που παράγουν καλή λογοτεχνία δεν παράγουν απαραίτητα και καλή πολιτική. Και τις περισσότερες φορές είχε δίκιο- αρκεί να αναλογιστεί κάποιος τις φιλοφασιστικές πολιτικές θέσεις του σπουδαίου ιρλανδού θεατρικού συγγραφέα George Bernard Shaw, ή τον στρατευμένο κομμουνισμό του γάλλου υπαρξιστή φιλοσόφου Jean-Paul Sartre.

Το έργο όμως του Orhan Pamuk, του σημαντικότερου ίσως τούρκου συγγραφέα στην εποχή μας, αποτελεί εξαίρεση, καθώς πέρα από την αναμφισβήτητη λογοτεχνική αξία του, περιγράφει όσο ελάχιστα συγγράμματα πολιτικής επιστήμης και κοινωνικής ψυχολογίας την αναζήτηση εθνικής ταυτότητας στη σύγχρονη Τουρκία.

Πραγματικά, ο Pamuk προσεγγίζει τα θέματα που πραγματεύεται με τρόπο μοναδικό, εφάμιλλο της ανατομίας της ρωσικής ψυχής που μας προσέφερε ο Fyodor Dostoyevsky. Στο εξαιρετικό έργο του Το Μαύρο Βιβλίο (Ωκεανίδα, 1990), ο συγγραφέας, αναζητώντας την ταυτότητα της πόλης του, της Κωνσταντινούπολης, ουσιαστικά μας προσφέρει την εικόνα μίας χώρας ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, ανάμεσα σε σύνθεση και σύγκρουση. Για τον Pamuk, η «τουρκική ψυχή» (ό,τι και αν αυτό σημαίνει) ισορροπεί άτσαλα ανάμεσα σε δύο ταυτότητες, ανάμεσα στη Μέκκα και τις Βρυξέλλες.

Στο τελευταίο του έργο με τίτλο «Χιόνι» (Snow, Knopf, 2004), όπου αυτή τη φορά η δράση εξελίσσεται όχι στη κοσμοπολίτικη Κωνσταντινούπολη αλλά σε μία φτωχή πόλη της Ανατολίας, στο στόχαστρο του βρίσκεται το κοσμικό κράτος και οι υπερβολές του. Κούρδοι, Αρμένιοι, πολιτικές δολοφονίες και μουσουλμανικές μαντίλες, διαπλέκονται στις σελίδες του βιβλίου, αποκαλύπτοντας με δραματικό τρόπο τα υπαρξιακά άγχη της σύγχρονης Τουρκίας ως «διχασμένη χώρα» (torn country), σύμφωνα με την έννοια που χρησιμοποιεί ο Samuel Huntington στο έργο του Η σύγκρουση των Πολιτισμών και ο Ανασχηματισμός της Παγκόσμιας Τάξης (Terzo Books, 1998).

Ουσιαστικά ο συγγραφέας ασκεί σκληρή κριτική στα όρια του επιβαλλόμενου «από τα πάνω» εκσυγχρονισμού (modernization) της τουρκικής κοινωνίας και τα αδιέξοδα του κεμαλικού μοντέλου (βίαιη ομογενοποίηση, παντουρκισμός, εθνικισμός). Το γεγονός πως το βιβλίο του Pamuk συγκέντρωσε τα πυρά όλων των πλευρών αποτελεί αναμφισβήτητα ένδειξη επιτυχούς στόχευσης. Ταυτόχρονα βέβαια, καταδεικνύει ότι η τουρκική κοινωνία δεν είναι ακόμη έτοιμη να ξεκινήσει ένα ταξίδι συλλογικής αυτογνωσίας με προορισμό την θέση της στο σύγχρονο κόσμο.

Φυσικά, η περίπτωση της Τουρκίας δεν είναι μοναδική. Πλήθος κοινωνιών βιώνουν ανάλογες κρίσεις, συνέπεια της προβληματικής σχέσης τους με την νεωτερικότητα και τις προκλήσεις που αυτή θέτει, ιδιαίτερα στις σημερινές νέες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης. Έτσι, για παράδειγμα, ολόκληρη η ιστορική διαδρομή της Ρωσίας μπορεί να ειδωθεί ως μία διαρκής εσωτερική αντιπαλότητα γύρω από την «ρωσική ιδέα», ανάμεσα στον «δυτικισμό» (zapadniki), την προσπάθεια δηλαδή εκμοντερνισμού με στόχο την συμπόρευση με την Δύση, και τον «ευρασιανισμό» (eurasianism) που προβάλει την πνευματικότητα απέναντι στον πραγματισμό, και τον κολεκτιβισμό απέναντι στον ατομικισμό.

Ανάλογα ζητήματα συναντούμε με τις «δύο Σερβίες» της γειτονικής μας χώρας, όπου το φιλοευρωπαϊκό, ορθολογικό τμήμα της κοινωνίας έχει να αντιπαλέψει τον αν-ιστορικό μυθολογικό κοινοτισμό της «Αστρικής Σερβίας» και του «επουράνιου λαού», με το δικό του βέβαια μερίδιο ευθύνης στον παραλογισμό της σύγκρουσης στον χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας (βλέπε σχετικά το βιβλίο Η Επιβολή της Βαρβαρότητας στη Γιουγκοσλαβία, Παρατηρητής, 1998).

Εξίσου διχασμένη βέβαια παραμένει και η χώρα μας, όπου η προβληματική μετάβαση στο δυτικό πρότυπο, λόγω της ημιτελούς πραγμάτωσης του προγράμματος του ελληνικού Διαφωτισμού, οδήγησε σε μία αμφίσημη σχέση με τη Δύση και ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει για μας. Το εξαιρετικό βιβλίο του Νικηφόρου Διαμαντούρου Πολιτισμικός Δυϊσμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης (Αλεξάνδρεια, 2000) περιγράφει με διεισδυτικότητα τις πολιτικές συνέπειες αυτού του πολιτιστικού δίπολου, στο πλαίσιο του εκσυγχρονιστικού πολιτικού και οικονομικού εγχειρήματος.

Στο βαθμό που οι πολιτισμοί παρακμάζουν όταν οι δεοντολογικές απόψεις τους χάσουν την ενοποιητική τους ικανότητα, όπως υποστήριζε ο ιστορικός A. Toynbee, γίνεται αντιληπτή η σημασία του «δεσμού» (bounding) ανάμεσα στα μέλη μίας κοινωνίας, αλλά και ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνίες. Σε κάθε διαφορετική περίπτωση διάρρηξης αυτών των δεσμών (συνέπεια της υιοθέτησης προβληματικών, ανεπεξέργαστων και συγκρουόμενων ταυτοτήτων), τα μέλη μιας κοινωνίας ζουν σε διαφορετικό ιστορικό χρόνο και οι κοινωνίες χάνουν τον βηματισμό τους μέσα στην Ιστορία, και οδηγούνται σε πολιτιστικές κρίσεις με απρόβλεπτες συνέπειες.

Αν η αφήγηση (narrative) διαμορφώνει τον κόσμο όπως τον αντιλαμβανόμαστε, όπως εύστοχα υποστηρίζει η καναδή συγγραφέας Margaret Atwood σε κριτική της για το βιβλίο του Pamuk (The New York Times, 15/8/2004), τότε βιβλία όπως το «Χιόνι» σκιαγραφούν ένα λειτουργικό μοντέλο συνύπαρξης βασισμένου στις αναγκαίες σχέσεις ισότιμης ετερότητας, αντί μιας ατελέσφορης τεχνητής και επιβαλλόμενης ομογενοποιήσεις.

Η εκδοτική επιτυχία έργων ελλήνων συγγραφέων, τα τελευταία χρόνια, όπως η τριλογία του Νίκου Θέμελη (Αναζήτηση, Ανατροπή, Αναλαμπή) για την εγχώρια αστική τάξη, ή της Μάρως Δούκα (Αθώοι και Φταίχτες) για τους τουρκοκρητικούς, στο βαθμό που αντανακλούν αντίστοιχες ανησυχίες του αναγνωστικού κοινού, εκφράζουν αναζητήσεις στην κατεύθυνση της συγκρότησης μίας σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας, απαλλαγμένης από τα συλλογικά στερεότυπα του παρελθόντος, ικανής να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του παρόντος και να προδιαγράψει ένα δυναμικό μέλλον. Κάτι τέτοιο είναι, αν μη τι άλλο, ενθαρρυντικό, και δείχνει πως απέχουμε, ακόμη τουλάχιστον, από το «finis Graecia», των εγχώριων συντηρητικών στοχαστών.

Τετάρτη, Απριλίου 13, 2005

Μηχανισμοί Κατάρρευσης Ολοκληρωτικών Καθεστώτων- μία Συστημική Προσέγγιση

Εξετάζοντας τους μηχανισμούς κατάρρευσης των ολοκληρωτικών καθεστώτων, οι οποίοι αποτελούν και το αποψινό μας θέμα, θεωρώ δόκιμο να κάνουμε λόγο, κύρια, για τις συνθήκες και τους παράγοντες διάλυσης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Άλλωστε, ο όρος «ολοκληρωτισμός» αρχικά εμφανίστηκε στη διεθνή βιβλιογραφία για να περιγράψει το σοβιετικό καθεστώς. Για το λόγο αυτό, δεν θα αποφύγουμε λοιπόν την αναπόφευκτη ιστορική αναδρομή, την οποία θα προσπαθήσω να περιορίσω στο ελάχιστο δυνατό.

Ας ξεκινήσουμε από δύο αυταπόδεικτες παρατηρήσεις. Πρώτη παρατήρηση, η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε. Δεν παράκμασε, δεν οπισθοχώρησε βαθμιαία, δεν συρρικνώθηκε. Το 1989 τερματίστηκε η Pax Sovietica, η οποία άρχισε να οικοδομείται το 1917, όταν το καταδρομικό «Αβρόρα» έστρεψε τα πολυβόλα του προς τα Χειμερινά Ανάκτορα, ανατρέποντας την κυβέρνηση Κερένσκι και φέρνοντας στην εξουσία τον Lenin. Το 1990, ογδόντα τρία χρόνια αργότερα, δεν είχε απομείνει ούτε ένα κομμουνιστικό καθεστώς στην Ανατολική Ευρώπη. Ένα σχετικά ελάχιστο χρονικό διάστημα ήταν αρκετό ώστε, τα σύμβολα της πάλαι ποτέ παντοδύναμης Σοβιετικής Ένωσης να βρίσκουν θέση μόνο στα παλαιοπωλεία της Μόσχας.

Δεύτερη παρατήρηση, η κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας ήταν αποτέλεσμα απρόσμενων, απροσδόκητων για τους περισσότερους αναλυτές, σαρωτικών αλλαγών. Οι διάφοροι παρατηρητές, συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων σοβιετολόγων, κρεμλινολόγων, και λοιπών ειδικών, με κάποιες εξαιρέσεις στις οποίες θα αναφερθούμε παρακάτω, δεν κατόρθωσαν να διακρίνουν τα σημάδια της επερχόμενης κατάρρευσης. Αντίθετα, επέμειναν να προσπερνούν αβασάνιστα τις διάφορες εκδηλώσεις της πολυεπίπεδης σοβιετικής κρίσης, επηρεασμένοι από την μεταπολεμική ομολογουμένως εντυπωσιακή, αν και υπερτιμημένη, γιγάντωση του σοβιετικού οικοδομήματος. Μία μεγέθυνση που θεωρήθηκε αρχικά δείγμα αποτελεσματικότητας, απόδειξη επιτυχίας του σοβιετικού μοντέλου, και προάγγελος μελλοντικής διεθνούς κυριαρχίας. Στις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ann Morrow Lindbergh χαρακτηρίζει τον ολοκληρωτισμό ως «το κύμα του μέλλοντος», όπως και ο τίτλος του πολυδιαβασμένου έργου της. Τρεις και πλέον δεκαετίες αργότερα, οι απόψεις των χαρακτών πολιτικής στη Δύση, δεν διέφεραν σημαντικά από αυτές της Lindbergh. O Kissinger, για παράδειγμα, ένας από τους διαμορφωτές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, αναφερόμενος στη Σοβιετική Ένωση, υποστήριζε πως, «σήμερα, για πρώτη φορά στην ιστορία μας αντιμετωπίζουμε την ωμή πραγματικότητα ότι η κομμουνιστική πρόκληση είναι διαρκής?Οι συνθήκες αυτές δεν θα εκλείψουν ποτέ».

Ας μεταφερθούμε τώρα νοητά περίπου δύο χιλιάδες χρόνια πριν. Ο Edward Gibbon, στο μνημειώδες έργο του Ιστορία της Παρακμής και της Πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ακολουθώντας τον Πολύβιο, προσεγγίζει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως έναν ζωντανό οργανισμό υποκείμενο σε παρακμή από την ίδια την εσωτερική του εξέλιξη. Ο Γίβωνας διέκρινε τις πραγματικές αλλαγές στις αθέατες μεταμορφώσεις και όχι τόσο στα μεγάλα γεγονότα που «βγάζουν είδηση». Σε αυτές τις λιγότερο ορατές πτυχές των ιστορικών μεταβολών θα επιχειρήσουμε να αναφερθούμε και εμείς.

Ποιος είναι, λοιπόν, ο «κρυμμένος Θεός», κατά τη φράση του Lucien Goldmann, εκείνη δηλαδή η μεταβλητή, ο ελκυστής, που οδηγεί το σύστημα σε μη προβλέψιμες κατευθύνσεις, σε νέες ισορροπίες; Η απάντηση βρίσκεται στην επικοινωνία, τη πληροφορία, η οποία βρίσκεται στο κέντρο κάθε συστήματος. Η επικοινωνία κατασκευάζει την πραγματικότητα, ή διαφορετικά, η πραγματικότητα κατασκευάζεται δια μέσου της επικοινωνίας. Η επικοινωνία μεταφέρει ερεθίσματα, μηνύματα, πληροφορίες, ενεργοποιεί διαδικασίες ανάδρασης. Ήδη από τη δεκαετία του ?60, έχει τονιστεί ο καταλυτικός ρόλος της πληροφορίας και της επικοινωνίας στη μορφή των πολιτικών συστημάτων, μέσα από την ανάπτυξη της κυβερνητικής (cybernetics), της επιστήμης που μελετά την επικοινωνία και τη συμπεριφορά πολύπλοκων συστημάτων.

Στην περίπτωση ενός άλλου imperium, του σοβιετικού, ο στόχος της κατεύθυνσης του ιστορικού χρόνου, ή για τους κυνικούς, η εξασφάλιση της επιβίωσης του καθεστώτος, επιδιώχθηκε με τον ασφυκτικό έλεγχο της επικοινωνίας. Ένας έλεγχος που πήρε πρωτόγνωρες μορφές, ένας έλεγχος συστηματικός, διεισδυτικός, πολύπλευρος, ένας έλεγχος ολοκληρωτικός.

Η Jean Kirkpatrick, το 1979, διακρίνει δύο τύπους τυραννικών καθεστώτων, τα αυταρχικά και τα ολοκληρωτικά. Τα αυταρχικά καθεστώτα ασκούν γενικευμένη καταπίεση με τις γνωστές, λίγο πολύ, μορφές, επιδιώκοντας να χειραγωγήσουν την κοινωνία των πολιτών, η οποία αποτελεί τον φορέα της κοινωνικής αλλαγής. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα επεκτείνουν τον έλεγχο στο κοινωνικό υπόστρωμα. Επιχειρούν να αδρανοποιήσουν, να παθητικοποιήσουν τις κοινωνικές διαδικασίες, να υποκαταστήσουν, και τελικά να καταστρέψουν, την κοινωνία των πολιτών. Ο ολοκληρωτισμός δεν είναι τίποτε άλλο από την ακινητοποίηση των διαδικασιών κοινωνικής εξέλιξης και της αντικατάστασής τους από θεσμούς δοσμένους «από τα πάνω». Και σε αυτό το σημαντικό της άρθρο, η Kirkpatrick καταλήγει σχεδόν προφητικά: «η ιστορία αυτού του αιώνα δεν δικαιολογεί την προσδοκία ότι τα καθεστώτα του ριζοσπαστικού ολοκληρωτισμού θα αυτο-μεταρρυθμιστούν».

Πραγματικά, από τις πρώτες ημέρες του λεγόμενου «πολεμικού κομμουνισμού», ο κομματικός μηχανισμός, το λεγόμενο apparat, επιχειρεί να επεκτείνει και να ασκήσει το βεμπεριανό μονοπώλιο της βίας σε κάθε πτυχή του κοινωνικού γίγνεσθαι, να περικλύσει το σύνολο της κοινωνικής δραστηριότητας στο «ατσάλινο κέλυφος της υποταγής», φτάνοντας ως τη δημιουργία ενός νέου τύπου ανθρώπου, του περίφημου homo sovieticus, του σοβιετικού ανθρώπου. Στα 1955, ο Berdjaev έγραφε πως, «το ρωσικό κομμουνιστικό κράτος είναι σήμερα ο μοναδικός τύπος ενός ολοκληρωτικού κράτους στον κόσμο που χτίστηκε πάνω στη δικτατορία μιας κοσμοαντίληψης, ενός για όλο το λαό υποχρεωτικού ορθόδοξου δόγματος?που συμπιέζει ολόκληρη τη ζωή μιας αχανούς χώρας σε μια σιδηρά μέγγενη». Έτσι, σύντομα η Σοβιετική Ένωση αποτέλεσε μία «φυλακή των λαών» για τις εκατόν τριάντα περίπου εθνότητες της επικράτειάς της και ένα στρατόπεδο για τους πολίτες της. Ένα καθεστώς πνευματικής και υλικής αιχμαλωσίας. Το σοβιετικό κράτος, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Schubkin, διεξήγαγε πόλεμο εναντίον του ίδιου του λαού του.

Ένα τέτοιο ολοκληρωτικό καθεστώς, με την κατάλληλη χρήση των ιδεολογικών και κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους (προπαγάνδα, μυστικές υπηρεσίες, φυλακίσεις, κ.λπ.), είναι σε θέση να χειραγωγήσει την ανθρώπινη βούληση. Ακριβώς όπως στο μυθιστόρημα του Κεν Κέσι, Στη Φωλιά του Κούκου, όπου οι τρόφιμοι του ψυχιατρείου δεν έχουν καν τη θέληση να αποδράσουν παρά την ευκαιρία που τους παρουσιάζεται. Και είναι αλήθεια πως στη Σοβιετική Ένωση ο Μεγάλος Νοσοκόμος έκανε καλά τη δουλειά του, όπως και τα ψυχιατρεία του.

Η εκτίμηση των δυτικών αναλυτών για την επιβίωση της Σοβιετικής Ένωσης, κύρια εκείνων που ανήκαν στο ρεύμα της Δεξιάς, με την βαρύτητα που αυτή δίνει στη Τάξη, στηριζόταν σε αυτήν ακριβώς την επιτυχή άσκηση ολοκληρωτικού ελέγχου του συστήματος από την εξουσιαστική ελίτ.

Για να αναφερθούμε ξανά στη συστημική θεωρία, θα λέγαμε πως, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα λειτουργούν ως «κλειστά» συστήματα, αποκόπτοντας την επικοινωνία με το εξωτερικό περιβάλλον, και προκρίνοντας τη στάση από την εξέλιξη. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι δυνατό να διατηρήσουν την εσωτερική τους κατάσταση αμετάβλητη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Είναι σε θέση να υπάρξουν για άγνωστο χρόνο, σαν να βρίσκονται σε μία χωροχρονική μαύρη τρύπα. Σαν μία κοινωνική και πολιτιστική σαρκοφάγος. Μπορούν να υπάρξουν περισσότερο σαν απολίθωμα, σαν έντομο μέσα στον πάγο, παρά σαν ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται. Τούτο διότι, η προσαρμογή προϋποθέτει τη διάδραση με το περιβάλλον, τη λήψη μηνυμάτων και συνακόλουθα τον επανακαθορισμό της συμπεριφοράς. Στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, όμως, η κυρίαρχη δυναμική είναι η δυναμική της αδράνειας. Αυτή ακριβώς υπήρξε η περίπτωση του σοβιετικού συστήματος.

Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως, η Σοβιετική Ένωση εγκατέλειψε την Ιστορία. Από την πλευρά της όμως η Ιστορία δεν εγκατέλειψε τη Σοβιετική Ένωση. Αντίθετα, εισήλθε από την πίσω πόρτα. Ο νόμος της εντροπίας ήταν εκεί.

Ακριβώς όπως οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν καθώς, όπως πιθανολογείται, δεν κατόρθωσαν να προσαρμοστούν στις κλιματολογικές αλλαγές, έτσι και ο σοβιετικός δεινόσαυρος δεν κατόρθωσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του νέου διεθνούς περιβάλλοντος. Ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται κύρια από αυξημένη πολυπλοκότητα. Ένα περιβάλλον στο οποίο η διαχείριση της πληροφορίας, η ευελιξία, η ταχύτητα, και η δυναμική προσαρμογή, αποτελούν προϋποθέσεις επιβίωσης και ισχύος. Οι αρτηριοσκληρωτικές δομές των ολοκληρωτικών καθεστώτων καθιστούν ανέφικτη την έγκαιρη και κατάλληλη απάντηση στις εξωτερικές αλλαγές. Ο αργοκίνητος σοβιετικός γραφειοκρατικός γίγαντας απλά δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει τις εξελίξεις.

Στο σημείο αυτό εντοπίζεται και η τραγικότητα του προσώπου του Michail Gorbatchev, ο οποίος προσπαθώντας να διασώσει το σοβιετικό οικοδόμημα, τελικά υπέγραψε τον οριστικό ενταφιασμό του. Τούτο διότι, η τότε κομμουνιστική ηγεσία επιχειρώντας να προωθήσει μία σειρά ελεγχόμενων πολιτικών αλλαγών, βρέθηκε μπροστά στην ανάδυση μίας απρόβλεπτης κοινωνικής δυναμικής, η οποία τελικά ανέτρεψε όχι μόνο τις προωθούμενες μεταρρυθμίσεις του συστήματος τους αλλά και το σύστημα συνολικά. Για να το πούμε διαφορετικά, το τζίνι βγήκε από το μπουκάλι και έπειτα δεν υπήρχε τρόπος να ξαναμπεί μέσα σε αυτό. Η Νέα Σκέψη δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η προσπάθεια του σοβιετικού καθεστώτος να ανακτήσει τον χαμένο βηματισμό του μέσα στην Ιστορία. Η perestroika και η glasnost, η μεταρρύθμιση και η διαφάνεια, ήταν προορισμένες να επιφέρουν εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που θα επέτρεπαν την επιβίωση της καθεστηκυίας τάξης. Τελικά, αυτό που κατάφερε η διαφάνεια ήταν να καταστεί σε όλους σαφές πως «ο αυτοκράτορας ήταν γυμνός». Ο θεμελιακός μετασχηματισμός του σοβιετικού συστήματος δεν υπήρξε αποτέλεσμα σχεδιασμού, υλοποίηση οράματος, αντιπολιτευτικών κινήσεων. Δεν ξεχώρισαν ηγετικές μορφές και πρωταγωνιστές. Γι? αυτό και πολιτικοί άνδρες όπως ο Gorbatchev δοξάστηκαν μόνο στη Δύση και όχι στον χώρο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.

Βέβαια, τα σημάδια της μελλοντικής αδιέξοδης κατάστασης ήταν παρόντα και ορατά, για όσους ήταν διατεθειμένοι να παραμερίσουν το βαρύ πέπλο της ιδεολογικής τους τύφλωσης. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ?70, το σοβιετικό σύστημα είχε εισέλθει σε μία παρατεταμένη διαδικασία πολυεπίπεδης κρίσης. Η σοβιετική οικονομία, η «σημαία» του σοβιετικού συστήματος, την περίοδο 1975-1985 σημείωσε σχεδόν μηδενική ανάπτυξη. Οι πιεστικές ανάγκες της υποχρέωσαν το καθεστώς να καταφύγει στις διεθνείς αγορές, όπου και έγινε φανερό το μέγεθος της σοβιετικής υστέρησης, κυρίως το τεχνολογικό χάσμα που τη χώριζε από τις αναπτυγμένες χώρες, σε τομείς όπως η ρομποτική, η ηλεκτρονική, κ.ά. Την περίοδο αυτή, εμφανίζεται και μία δεύτερη αγορά, ένας επίσημος και ανεπίσημος ιδιωτικός τομέας που δίνει κάποιες λύσεις, συντελεί όμως στην ανάπτυξη μίας άλλης λογικής που φέρνει μαζί της το σπέρμα του κέρδους και του ατομικισμού, επιτρέπει την κοινωνική κινητικότητα και την περιορισμένη αυτονόμηση των πολιτών.

Η διαφθορά, κύριο γνώρισμα των «οικονομιών της έλλειψης», όπως αποκαλεί ο J. Kornai τις σοσιαλιστικές οικονομίες, αναδείχθηκε στον κυρίαρχο τρόπο οργάνωσης της οικονομικής ζωής. Άλλωστε όπως έχει χαρακτηριστικά λεχθεί, στις κατευθυνόμενες οικονομίες η διαφθορά δεν αποτελεί το πρόβλημα αλλά τη λύση.

Παράλληλα, γίνονται φανερά τα σημάδια μίας έντονης πολύπλευρης κοινωνικής κρίσης. Ας αναφέρουμε μόνο ως παράδειγμα πως, το 1980 το 37% των Ρώσων εργατών είχαν υποκύψει στον αλκοολισμό, όταν το αντίστοιχο ποσοστό ανερχόταν μόλις στο 3,5% το 1925).

Στα παραπάνω να προσθέσουμε τα αδιέξοδα του καθεστώτος στη διεθνή σκηνή τη δεκαετία του ΄80, όπως το Αφγανιστάν, τη διαφαινόμενη ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες του Ronald Reagan, το δυσβάστακτο κόστος της κούρσας των εξοπλισμών, καθώς επίσης και την ανάδυση μίας νέας γενιάς σοβιετικών οικονομολόγων, με προσλαμβάνουσες από το εξωτερικό και γνώση της φιλελεύθερης οικονομικής θεωρίας, παράγοντες που συντέλεσαν στην απαξίωση του σοβιετικού οικοδομήματος.

Όταν το 1990 το ρωσικό περιοδικό «Προβλήματα Φιλοσοφίας» (Voprosy Filisofii), που εξέφραζε τους προβληματισμούς των διανοουμένων, θα θέσει το ερώτημα εάν είναι νεκρός ο μαρξισμός, η πλειονότητα των ερωτηθέντων θα απαντήσει θετικά, δείχνοντας το βαθμό ιδεολογικής απο-νομιμοποίησης του συστήματος.

Για ορισμένους παρατηρητές, η αρχή του τέλους για το σοβιετικό σύστημα θα πρέπει να τοποθετηθεί το 1953, έτος θανάτου του Ιωσήφ Στάλιν. Ο «Καλός Πατερούλης» με την βάναυση πολιτική ηγεσία του, τις επιχειρήσεις εκκαθάρισης, τις «εξαφανίσεις» μελών του Πολιτικού Γραφείου, και τις λοιπές, και σήμερα γνωστές, πρακτικές διακυβέρνησής του, επέτυχε υψηλό βαθμό στεγανοποίησης του συστήματος. Η άνοδος του Χρουτσώφ στην κορυφή της κομματικής ιεραρχίας, το κλείσιμο των γκούλαγκ, η «μυστική ομιλία» του το 1956, είχαν ως αποτέλεσμα την αθέλητη απελευθέρωση φυγόκεντρων δυνάμεων. Όταν ο ασφυκτικός έλεγχος χαλαρώσει, ενεργοποιούνται φυγόκεντρες δυνάμεις, και οι διαδικασίες εκφυλισμού του συστήματος επιταχύνονται.

Ανάλογες εξελίξεις σημειώθηκαν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, τις τελευταίες δεκαετίες, σε όλα τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Ο Vaclav Havel χαρακτήρισε τα καθεστώτα αυτά ως «μετα-ολοκληρωτικά», ως καθεστώτα δηλαδή που έχουν διατηρήσει μερικά από τα χαρακτηριστικά του ολοκληρωτισμού, κύρια αυτά του γραφειοκρατικού απολυταρχισμού, με την ηγεσία να είναι αιχμάλωτη της γραφειοκρατικής ελίτ, μίας βοναπαρτικής κάστας, για να θυμηθούμε τον Trotsky. Το μετα-ολοκληρωτικό κράτος είναι απλά ένα καφκικό και γκροτέσκο γραφειοκρατικό τέρας, με τον «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας» να αποτελεί τον υπέρτατο νόμο του κράτους. Το κράτος παραμένει μία τεράστια εξουσιαστική δύναμη που μπορεί να μην δείχνει πλέον τα δόντια της, ο συγκεντρωτισμός του όμως αποτελεί τροχοπέδη στην ανανέωση, την εξέλιξη, και την επιβίωση του συστήματος.

Αντίθετα, τα «ανοικτά συστήματα», χάρη στους ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας που διατηρούν, επιτρέποντας τη διάδραση με το περιβάλλον τους, ενεργοποιούν διαδικασίες μάθησης, απορροφούν ευκολότερα τους συστημικούς κραδασμούς και, τελικά, εξασφαλίζουν την αυτο-ρύθμιση τους, επιτυγχάνοντας τον αποκαλούμενο «τελεσίδικο αυθόρμητο εγκλωβισμό» των εξελίξεων, προσφιλή έννοια στις θεωρίες του χάους (chaos theories).

Ο εύθραυστος χαρακτήρας των δημοκρατιών, που έχει αναλυθεί διεισδυτικά και εύστοχα από τον Alexis de Tocqueville, ταυτόχρονα είναι και εύπλαστος, διευκολύνοντας την προσαρμογή τους στα νέα κάθε φορά δεδομένα. Έτσι, για παράδειγμα η απώλεια του ενός τρίτου του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος των Ηνωμένων Πολιτειών στην περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης του 1929, δεν οδήγησε στην κατάρρευση του συστήματος. Ο Γίβωνας, στα χνάρια του Βρετανού φιλοσόφου Edmund Burke, ενός από τους πολέμιους της μηχανιστικής αντίληψης και των Μεγάλων Σχεδίων της κοινωνίας και της Ιστορίας, εκφράζει την προτίμηση του για τους προσαρμοστικούς δημοκρατικούς θεσμούς, σε αντίθεση προς τους αυταρχικούς θεσμούς, στους οποίους έδειξαν προτίμηση η αυτοκρατορική Ρώμη και ο πρώιμος Χριστιανισμός.

Δεν θα μπορούσαμε, στο σημείο αυτό, να μην μνημονεύσουμε τον Ludwig von Mises, τον κύριο εκπρόσωπο της Αυστριακής Σχολής των Οικονομικών, που στο σημαντικό έργο του Σοσιαλισμός, διατυπώνει το λεγόμενο «επιχείρημα υπολογισμού» (calculation argument), και προβλέπει ήδη από το 1919 την μελλοντική αποτυχία του σοβιετικού συστήματος, εντοπίζοντας τα κύρια αίτια της δυσλειτουργίας του στην απουσία ενός ελεύθερου συστήματος τιμών, το οποίο λειτουργεί ως πομπός ορθών οικονομικών πληροφοριών, επιτρέποντας, κατ? αυτόν τον τρόπο, τους, αναγκαίους για την επιτυχή προσαρμογή, οικονομικούς υπολογισμούς. Η απρόσκοπτη λειτουργία των αγορών ισοδυναμούσε για τους αυστριακούς οικονομολόγους με απελευθέρωση της οικονομικής πληροφορίας.

Συμπερασματικά, τα αίτια της κατάρρευσης των ολοκληρωτικών καθεστώτων εντοπίζονται στην ίδια τη λογική των συστημάτων τους. Το θεσμικό τους πλαίσιο, αρθρωμένο γύρω από αρτηριοσκληρωτικές και δυσκίνητες πρακτικές, αδυνατούν να επεξεργαστούν έγκαιρα και ορθά τις μεταβολές στο περιβάλλον τους. Αντί να κινούνται, λιμνάζουν. Αντί να εξελίσσονται, παρακμάζουν. Αντί να μετασχηματίζονται, καταρρέουν.

Αντίθετα, τα δημοκρατικά καθεστώτα, με τις αποκεντρωμένες τους δομές κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, επιδεικνύουν υψηλή προσαρμοστικότητα, εξασφαλίζοντας τελικά, την επιβίωση τους μέσα από την μετεξέλιξη τους σε νέους τύπους και μορφές λειτουργίας.

Ανάλογα ίσως, μπορούμε να αναμένουμε πως τυχόν επιτάχυνση των δειλών ανοιγμάτων της Βόρειας Κορέας, του μοναδικού εναπομείναντος ολοκληρωτικού καθεστώτος στον κόσμο, στο διεθνές περιβάλλον, θα οδηγήσει σε συστημική κατάρρευση, άγνωστης μορφής και κατάληξης, ανάλογης όμως σφοδρότητας. Το χειρότερο μέρος του κόσμου, σύμφωνα με το περιοδικό Newsweek, ένα τεράστιο γκούλαγκ για τους ταλαίπωρους πολίτες του, ένας τόπος μαρτυρίου, όπου κυριαρχεί η κατευθυνόμενη λατρεία του καθεστώτος, και προσωπικά του ηγέτη Kim Yong Il, σε ένα περιβάλλον πλήρους εξωτερικής απομόνωσης, τη στιγμή που ο κρατικός μηχανισμός δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις υποχρεώσεις του: τροφή, ασφάλεια, έργα υποδομής. Μία χώρα χωρίς παρελθόν και μέλλον, εγκλωβισμένη σε ένα διαρκές παρών στασιμότητας. Αυτός ο συνδυασμός ολοκληρωτικού ελέγχου και κρατικής αποτυχίας, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να επιτείνει το αδιέξοδο και να προδιαγράφει την μελλοντική κρίση.

Στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη εποχή της αλληλεξάρτησης, της ταχύτητας και της αυξημένης πολυπλοκότητας, εκείνο το καθεστώς που μοιάζει να είναι σε θέση να είναι προσαρμοστεί καλύτερα, είναι αυτό που έχει στον πυρήνα της φιλοσοφίας και της λειτουργίας του την Ελευθερία, την κατάσταση, δηλαδή, όπου οι περιορισμοί με την έννοια του εξωτερικού καταναγκασμού είναι όσον το δυνατό λιγότεροι. Έτσι, σύμφωνα με το βρετανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων, η κυβέρνηση που επιθυμεί να επιτύχει θα πρέπει να υιοθετήσει την «θεσμική αναρχία», έτσι ώστε να διευκολύνει τις δημιουργικές αλλαγές που προέρχονται «από τη βάση».

Κάτω από αυτό το πρίσμα, δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με τον Fukuyama, ο οποίος θεωρεί το δημοκρατικό μοντέλο κυρίαρχη μορφή καθεστωτικής οργάνωσης στην περίοδο του Τέλους της Ιστορίας, έκφραση ενός εγελιανού «πνεύματος των καιρών», ενός Zeitgeist. Πάντοτε βέβαια υπό την προϋπόθεση να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί ώστε να αποφύγουμε τις παγίδες του ιστορικού ντετερμινισμού και της ιστορικής μοιρολατρίας, που παραγνωρίζουν τον καταλυτικό ρόλο της ανθρώπινης δράσης στον ρου της Ιστορίας, και συχνά νομιμοποιούν δογματικές αντιλήψεις και δικαιώνουν αντιδημοκρατικές πρακτικές.

Για την πραγματικά πλούσια παράδοση της φιλελεύθερης σκέψης ο κεντρικός σχεδιασμός αντιμετωπίστηκε πάντοτε ως ένας τραγικός Επιμηθέας, το όνομα του οποίου έγινε συνώνυμο του σφάλματος, της αδεξιότητας και των εκ των υστέρων ενεργειών. Τούτο συμβαίνει διότι κανείς κεντρικός πολιτικός οργανισμός δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί αποτελεσματικά τον όγκο των πληροφοριών που κατευθύνουν ένα κοινωνικό σύστημα, τόσο λόγω του μεγέθους του όσο και λόγω της ακατάπαυστης ροής του. Στο βαθμό που η πληροφόρηση των «σχεδιαστών» δεν είναι επαρκής, η αποτυχία είναι εγγυημένη. Πρόκειται για τον περίφημο Νόμο των Αθέλητων Συνεπειών (Law of Unintended Consequences), που βέβαια δεν αποτελεί πραγματικό νόμο μα περισσότερο έναν εύστοχο τρόπο να περιγράφει η εσωτερική λογική και δυναμική των πραγμάτων, η οποία δεν γίνεται πάντοτε εύκολα αντιληπτή. Ο Edward Tenner κάνει λόγο για το «φαινόμενο της εκδίκησης» (revenge effect), δηλαδή την τάση της πραγματικότητας να «εκδικείται», δημιουργώντας νέα προβλήματα πάνω στη λύση των παλαιών. Π.χ., πώς η δημιουργία νέων δρόμων μπορεί να δημιουργήσει νέο κυκλοφοριακό, ή ακόμη η προστασία μίας βιομηχανίας από το κράτος να οδηγήσει σε μαρασμό έναν άλλο παραγωγικό κλάδο.

Σε αντιδιαστολή με την επιβεβλημένη-κατευθυνόμενη τάξη παρατίθεται η φιλελεύθερη-αυθόρμητη τάξη. Η δημιουργία ενός θεσμού της αυθόρμητης τάξης παραβάλλεται από τον Friedrich Hayek με τα μονοπάτια που σχηματίζονται σε ένα αγρό όταν ένας ικανός αριθμός ατόμων περάσει από τα ίδια σημεία, ακριβώς όπως οι Άγγλοι αρχιτέκτονες πάρκων αφήνουν αρχικά τους ανθρώπους να πατήσουν το πράσινο ελεύθερα, με αποτέλεσμα να σχηματίζονται αυθόρμητα μονοπάτια, οι περίφημες «γραμμές επιθυμίας» των διερχομένων. Κατ? ανάλογο τρόπο λειτουργεί και το φαινόμενο της δημιουργίας της γλώσσας (όπως κατέδειξε στο σημαντικό έργο του ο Chomsky), όπως επίσης και η διαμόρφωση του άγραφου-εθιμικού δικαίου (common law). Είναι αυτονόητο πως, προϋπόθεση ανάπτυξης της αυθόρμητης τάξης είναι η δυνατότητα των ανθρώπινων κοινωνιών να χαράσσουν απρόσκοπτα τις δικές τους «γραμμές επιθυμίας». Οι εξουσιαστικοί θεσμοί το μόνο που κατορθώνουν είναι να παρεμποδίζουν την εξελικτική τους πορεία. Ας θυμηθούμε εδώ τον μύθο του Προμηθέα, όπου ο ήρωας κρατείται αλυσοδεμένος στον Καύκασο από το Κράτος και τη Βία με εντολή του Δία, προκειμένου να εμποδιστούν οι άνθρωποι να γίνουν δυνατότεροι.

Ο θεσμός της ελεύθερης αγοράς είναι ακόμη ένα παράδειγμα αυθόρμητης τάξης που αξιοποιεί τα προμηθεϊκά χαρίσματα των ανθρώπων. Τούτο διότι, η ελεύθερη αγορά επιτρέπει την ανάπτυξη πολύπλοκων θεσμών, ενθαρρύνει την πρωτοτυπία, προωθεί την ποικιλία, αποκεντρώνει την εξουσία. Ο μηχανισμός της διαμόρφωσης των τιμών περιλαμβάνει περισσότερες πληροφορίες από όσες ένας οργανισμός ή άτομο θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν. Στο πλαίσιο ενός συστήματος ελεύθερης αγοράς, μέσα από συνεχείς αλληλεπιδράσεις, επιτυγχάνονται οι αναγκαίες ισορροπίες που οδηγούν στην ανάδυση μίας «τάξης μέσα από το χάος» (order out of chaos).

Είναι πραγματικά πλούσια η βιβλιογραφία σε ζητήματα λύσεων βασισμένες στο θεσμό των αγορών (market solutions) από τη διαχείριση οικοσυστημάτων και το κυκλοφοριακό έως την ανάπτυξη ιδιωτικών συστημάτων απονομής δικαιοσύνης, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, όμως ο περιορισμένος χρόνος που έχουμε στη διάθεσή μας δεν μου επιτρέπει να επεκταθώ.

Ο Αμερικανός συγγραφέας Robert Nozick, στο κορυφαίο έργο του Anarchy, State, and Utopia, προτάσσει τους θεσμούς του «ελάχιστου κράτους» (minimal state), οι οποίοι επιτρέπουν την πραγμάτωση της φιλελεύθερης «μετα-ουτοπίας» (meta-utopia). Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται εκείνη η μορφή κοινωνικής οργάνωσης που επιτρέπει την επιδίωξη της επίτευξης των διαφορετικών στοχοθετήσεων-επιδιώξεων των ατόμων, καθώς για τη κλασσική φιλελεύθερη σκέψη το άτομο προϋπάρχει των σκοπών του. Από μία άποψη, η θεωρία του «ελάχιστου κράτους», αναπτύσσει και εμπλουτίζει τη θεωρία του κλασσικού φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα για το «ουδέτερο κράτος» (Benjamin Constant). Πρόκειται για ένα μοντέλο πλουραλιστικής κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον τελεολογικό χαρακτήρα των μηχανιστικών, κεντρικά κατευθυνόμενων κοινωνικών μοντέλων. Ο τελεολογικός χαρακτήρας τους, η μονιστική διάστασή τους, το «βασίλειο των δοτών σκοπών», σύμφωνα με την επιτυχή έκφραση του Μάρκου Δραγούμη, αποκλείει εκ των πραγμάτων την ύπαρξη του ουδέτερου κράτους, το οποίο απέχει από το να στοχοθετεί το ίδιο, να προκρίνει δεδομένες εκδοχές κοινωνικής οργάνωσης έναντι των υπολοίπων και να αναγορεύει σε κυρίαρχα ορισμένα κοινωνικά οράματα. Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως το πλουραλιστικό σύστημα εγγυάται την προστασία των πολιτών από τον άκρατο βολονταρισμό της εξουσίας, τον «πειρασμό του ολοκληρωτισμού» και της ουτοπικής μηχανικής. Προσεγγίζει το θεμελιώδες ζήτημα της ελευθερίας αρνητικά (freedom from), ως την απουσία εξωτερικού καταναγκασμού (Hayek). Αντίθετα, οι τελεολογικές θεωρήσεις προσεγγίζουν την ελευθερία θετικά (freedom to), ως μία ιδεατή κατάσταση, με συγκεκριμένο-καθορισμένο, κατά περίπτωση, περιεχόμενο, στην επίτευξη της οποίας στοχεύει το μονιστικό κράτος. Στο πλουραλιστικό μοντέλο, για να δανειστούμε τα λόγια του Hakim Bey, «η ελευθερία είναι μία «ψυχο-κινητική ικανότητα» και όχι ένα αφηρημένο ουσιαστικό. Η ελευθερία είναι μία διαδικασία και όχι μια «μόνιμη κατάσταση», είναι κίνηση και όχι μορφή διακυβέρνησης».

Ο «διαδικαστικός» χαρακτήρας της ελευθερίας στο πλουραλιστικό μοντέλο επιτελεί μία ιδιαίτερα σημαντική λειτουργία. Επιτρέπει την εφαρμογή μίας μετριοπαθούς κοινωνικής μηχανικής, μίας προσέγγισης βήμα-βήμα, η οποία διευκολύνει την κοινωνική μάθηση, μέσα από την εφαρμογή της μεθόδου της δοκιμής και της διάψευσης (trial and error). Ο Βρετανός φιλόσοφος Michael Oakeshott ονομάζει αυτή τη μορφή γνώσης «πρακτική» (practical), η οποία βασίζεται στην παρατήρηση και στην εμπειρία, και είναι η μορφή γνώσης που τόσο πολύ θαύμαζε ο Bertrand Russell. Η πρακτική μορφή γνώσης αντιδιαστέλλεται με την «τεχνική» (technical), πηγή στην οποία προστρέχουν με μεγάλη συχνότητα οι διανοούμενοι του κεντρικού σχεδιασμού. Η φιλελεύθερη θεωρία, ακολουθεί τις αντιλήψεις του φιλοσοφικού συντηρητισμού, στοχεύει κάθε φορά σε ένα κοινωνικό maximum, στη μεγιστοποίηση, δηλαδή, των ωφελειών μίας δεδομένης κοινωνικής κατάστασης, αντίθετα με τους διαφόρους εραστές του κεντρικού σχεδιασμού που επιδιώκουν να δώσουν υπόσταση σε ένα κοινωνικό optimum, μετασχηματίζοντας ριζικά την κοινωνική ζωή.

Πού βρίσκεται, όμως, η Χώρα μας σε όλα αυτά; Προς αποφυγή παρεξηγήσεων να διευκρινίσω πως, σε καμία περίπτωση, δεν υπονοώ πως ζούμε σε καθεστώς πολιτικού ολοκληρωτισμού. Αντίθετα, θα τολμήσω να ισχυριστώ με τη γνωστή ίσως διάθεση υπερβολής που συχνά μας παρασέρνει στις πολιτικές ομιλίες, ότι λειτουργούμε σε συνθήκες πνευματικού και ιδεολογικού ολοκληρωτισμού, ή, ορθότερα, υπό την κυριαρχία της Μοναδικής Σκέψης. Η ελληνική πολιτική κουλτούρα βρίσκεται κάτω από την κηδεμονία ενός ιδιότυπου «ζντανοφισμού», για την ηγεμονία του οποίου δεν απαιτείται η παραμικρή άσκηση βίας ή προπαγάνδας. Τα χαρακτηριστικά της είναι λίγο-πολύ γνωστά σε όλους μας. Συνομωσιολογία, Σύνδρομα μικρο-μεγαλομανίας, κοινοτισμός, μανία καταδίωξης (η κουλτούρα του «underdog»), αμυντικός εθνικισμός- όλα γνωρίσματα μίας ιδιόμορφης κουλτούρας, στη βάση της οποίας βρίσκεται η προβληματική σχέση της με τη νεωτερικότητα και τον Ορθό Λόγο και η οποία βιώνει τον δικό της ιστορικό χρόνο.

Παρενθετικά είμαι βέβαιος πως τις ίδιες σκέψεις κάνατε και όσοι είχατε την τύχη να διαβάσετε το εξαιρετικό βιβλίο του Τάκη Μίχα για τις σχέσεις της Ελλάδας με τη Σερβία του Μιλόσεβιτς. Περιδιαβαίνοντας στις σελίδες του βιβλίου και με την απόσταση που εξασφαλίζει στον αναγνώστη το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τα γεγονότα, έχει κανείς την αίσθηση πως ο συγγραφέας αναφέρετε σε μία άλλη χώρα, σε μία πολύ μακρινή ιστορική περίοδο- τόσο ξεκομμένοι από τη διεθνή πραγματικότητα φαίνονται οι προβληματισμοί, τόσο παράταιρα ηχούν τα κυρίαρχα τότε συνθήματα, τόσο ανορθολογικά συμπεριφέρνονται οι τότε πρωταγωνιστές. Ουσιαστικά, η πολιτική ζωή της Χώρας, την περίοδο που εξετάζει ο Τάκης Μίχας, ενσαρκώνει αυτό που ο Στέλιος Ράμφος ονοματίζει ως «αντίθεση στην ιστορικότητα». Η ελληνική κοινωνία, τότε και τώρα, πορεύεται τον δικό της μοναχικό δρόμο, αδιαφορώντας ή, ορθότερα, δίχως να αντιλαμβάνεται τον ιστορικό της ρόλο.

Η συνειδητοποίηση- πόσο μάλλον η υιοθέτηση- των παραπάνω διαπιστώσεων στον ελλαδικό χώρο φαίνεται απατηλό όνειρο. Τούτο διότι, οι προσλαμβάνουσες ιδέες, αντιλήψεις και εικόνες, που αποτελούν «το βελούδινο παραπέτασμα» (velvet curtain) που «φιλτράρει» την εξωτερική πληροφορία του συστήματος, λειτουργούν αποτρεπτικά για την αναγκαία προσαρμογή στις νέες συνθήκες ενός κόσμου όπου οι δεδομένες ισορροπίες του παρελθόντος ανατρέπονται ταχύτατα σε όλα τα επίπεδα. Όλα τα παραπάνω βρίσκουν, νομίζω, την καλύτερη έκφραση τους στην κυριαρχία του λαϊκισμού, ο οποίος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο ολοκληρωτισμός της γλώσσας και ουσιαστικά της σκέψης. Έτσι, για να παραφράσουμε το γνωστό ανέκδοτο πως, η Ελλάδα είναι μία μαύρη χώρα που κατοικούν λευκοί, θα λέγαμε ότι η Ελλάδα είναι μία δημοκρατική χώρα που κατοικούν ολοκληρωτιστές.

Στο σημείο αυτό βρισκόμαστε μπροστά στις ευθύνες των διανοουμένων, της εγχώριας κάστας των θεσμικών διαχειριστών της γνώσης, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων όχι μόνο δεν προετοιμάζει την κοινωνία για τις προκλήσεις του διεθνούς περιβάλλοντος, αλλά αντίθετα συχνά υποθάλπει τα υπαρξιακά άγχη του ελλαδικού μικροαστισμού, μέσα από τη καλλιέργεια της φυγής στον Ανορθολογισμό, τη σωτηριολογία και το νεοστωικισμό, όπου η ανωριμότητα μετονομάζεται σε μοναδικότητα και η οποία σε πολιτικό επίπεδο εκφράζεται με την εντυπωσιακή- πλην ευεξήγητη- σύγκλιση νεο-ορθοδόξων και παλαιο-κομμουνιστών. Έτσι, αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα πως, η καλλιέργεια και προβολή των φιλελεύθερων ιδεών στον ελλαδικό χώρο είναι προϋπόθεση ανάκτησης του χαμένου βηματισμού της ιστορικής πορείας της Χώρας μας. Αυτό όμως αποτελεί θέμα μίας άλλης συζήτησης που κάποια στιγμή αξίζει τον κόπο να γίνει.

Υπό αυτό το πρίσμα, στο βαθμό που απουσιάζουν εκκωφαντικά τα εσωτερικά ερεθίσματα, οι κατάλληλοι υποδοχείς-επεξεργαστές των εξωτερικών μηνυμάτων, η ελληνική πραγματικότητα ενδεχόμενα θα μπορούσε να παραμείνει για άγνωστο χρονικό διάστημα εγκλωβισμένη στα δίχτυα του μίζερου και επιθετικού λαϊκισμού, της διάχυτης ναρκισσιστικής παθητικότητας και της καταθλιπτικής στασιμότητας, σε καθεστώς συνεχούς πολυεπίπεδης κρίσης, έως ότου να καταρρεύσει κάτω από το βάρος της συνειδητοποίησης των συσσωρεμένων αδιεξόδων της. Και τότε το σοκ θα είναι ισχυρό.

Επιτρέψτε μου, όμως, μία τελευταία παρατήρηση. Η διαρκούσα και πολυ-πρόσωπη κρίση, για την οποία αρέσκονται όλοι να κάνουν λόγο τα τελευταία- ποιος θυμάται άραγε πόσα; - χρόνια, υπό αυτό το πρίσμα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έκφραση της κρίσης του κοσμοειδώλου, της κρίσης της επικοινωνίας, που προκαλείται από την ολοένα προφανέστερη αδυναμία επεξεργασίας των εξωτερικών μηνυμάτων που εισέρχονται από τις «ρωγμές» του συστήματος , υπό την πίεση των νέων τεχνολογιών των παγκοσμιοποιημένων αγορών, και απειλούν με απο-νομιμοποίηση την κυρίαρχη ως τώρα πληροφορία, θέτοντας σε τη συλλογική συνείδηση (τη «συνείδηση των συνειδήσεων» κατά Ντυρκάιμ). Η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει την ανάληψη ενός εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος καθώς και απαντήσεις σε επώδυνα ερωτήματα ταυτότητας που ουσιαστικά ακόμη δεν έχουν τεθεί. Αυτό όμως μας φέρνει μπροστά σε νέα ζητήματα, την πραγμάτευση των οποίων, εγώ δεν έχω το κουράγιο και εσείς οπωσδήποτε την υπομονή να κάνουμε απόψε.

Φυσικά, τα όσα ειπώθηκαν προηγούμενα δεν διεκδικούν το ένδυμα του αφελούς, ανιστόρητου και αντιεπιστημονικού ρόλου του μετά-Χριστό προφήτη. Θα περιοριστούμε μόνο να εκφράσουμε τη βεβαιότητα, για να θυμηθούμε τα λόγια του Andrej Sacharov, πως ο τυφλοπόντικας της Ιστορίας θα ανοίξει τους δικούς του διαδρόμους στο άδηλο μέλλον.



* Ομιλία στο Δίκτυο Ελευθερίας (15/10/2003).



Δευτέρα, Απριλίου 04, 2005

Ο Chirac και οι Αντιφιλελεύθεροι εκ Δεξιών

Οι πρόσφατες δηλώσεις του Γάλλου Προέδρου Jacques Chirac σύμφωνα με τις οποίες ο «υπερ- φιλελευθερισμός (ultra-liberalism) αποτελεί τον κομμουνισμό της εποχής μας», πέρα από τα όποια εννοιολογικά τους προβλήματα, δίνουν την αφορμή για μία σειρά χρήσιμων παρατηρήσεων.

Αν και ο λαϊκισμός δεν αποτελεί αχαρτογράφητο μονοπάτι για τον Γάλλο πολιτικό, ιδιαίτερα καθώς βαδίζει προς τις προεδρικές εκλογές του 2007, δεν πρέπει να οδηγηθούμε στο λανθασμένο συμπέρασμα πως ανακάλυψε, έστω και καθυστερημένα, την στρατηγική του «μεσαίου χώρου».

Αντίθετα, οι πολιτικές θέσεις και επιλογές του κινήθηκαν στις περισσότερες των περιπτώσεων εντός του πλαισίου ενός σοσιαλιστικού/ συντηρητικού κορπορατισμού παρά ενός σύγχρονου, έστω και γαλλικού, φιλελευθερισμού. Από τις «κορώνες» κατά της παγκοσμιοποίησης έως την πρόσφατη αντίθεση του στην απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέχρι και η αριστερή Liberation παρατηρεί την πρόθυμη ικανοποίηση των αιτημάτων των γαλλικών συνδικάτων για αύξηση των κατώτερων ημερομισθίων του δημόσιου τομέα, για δεύτερη συνεχή χρονιά, έπειτα από διαδηλώσεις ενός εκατομμυρίου ατόμων, υπογραμμίζοντας πως στέλνει λανθασμένα μηνύματα διεκδίκησης σε μία περίοδο που τα δημόσια οικονομικά δεν βρίσκονται στην καλύτερη δυνατή κατάσταση. Διόλου τυχαία λοιπόν, ο βρετανικός Economist σπεύδει να του αποδώσει τον χαρακτηρισμό του «σοσιαλιστή», την οικονομική πολιτική του οποίου τοποθετεί «στα αριστερά» του Tony Blair («Jacques Chirac, socialist», 19/4/2005).

Σε ένα δεύτερο επίπεδο ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι απόψεις Chirac δεν περιορίζονται στο πλαίσιο του γαλλικού συντηρητισμού. Αντίθετα, εντάσσονται στη μακρά παράδοση του ευρωπαϊκού, και όχι μόνο γκωλικού, συντηρητισμού, ο οποίος είναι επιφυλακτικός απέναντι στην ελεύθερη οικονομία αλλά και στο σύνολο σχεδόν των αξιακών παραδοχών που συγκροτούν τον κλασσικό φιλελευθερισμό. Άλλωστε, ιστορικά, η φιλελεύθερη και η συντηρητική κομματική οικογένεια υπήρξαν, περισσότερο ή λιγότερο, πολιτικά και εκλογικά διακριτές.

Έτσι, είναι φανερό πως το μεταπολεμικό μοντέλο της «φιλελεύθερης/ συντηρητικής συναίνεσης», η οποία εκφράστηκε επιτυχημένα στο εκλογικό επίπεδο με τακτικές πολιτικές/ κομματικές συμμαχίες (ο Girvin μιλά για «φιλελεύθερο συντηρητισμό»), διέρχεται κρίση καθώς εξέλειπαν οι συνθήκες που επέβαλαν την συμπόρευση των δύο ρευμάτων, ήτοι η αντιπαράθεση με το μεγάλο κράτος και τις κολεκτιβιστικές πρακτικές (οικονομικό πεδίο) καθώς και τις διπολικές λογικές του διεθνούς συστήματος την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου (πολιτικό-γεωστρατηγικό πεδίο). Σε αυτές τις αλλαγές πρέπει να προστεθούν μια σειρά από νέα ζητήματα (μετανάστευση, κ.λπ), επιμέρους μεταβολές μετα-υλιστικές ευαισθησίες (post-material concerns) και ζητήματα πολιτισμικού φιλελευθερισμού, το σύνολο των οποίων δημιουργεί ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, που συχνά επιβάλει διαφορετικές πολιτικές επιλογές για συντηρητικούς και φιλελεύθερους, υπερβαίνοντας τις παραδοσιακές παραταξιακές λογικές.

Από τη δεκαετία του 1990, καθώς τα πολιτικά συστήματα καλούνται να διαχειριστούν, μεταξύ άλλων, την κρίση του κοινωνικού κράτους, την ανάδυση ζητημάτων «νέας» πολιτικής, και τα πιεστικά ζητήματα που θέτει η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, παρατηρούνται «τριγμοί» στο μοντέλο της φιλελεύθερης-συντηρητικής συναίνεσης. Οι εξελίξεις αυτές, κατά περίπτωση, θέτουν σε κρίση το παραπάνω μοντέλο, λειτουργώντας φυγόκεντρα για τη συνοχή του, καθώς επιτρέπουν την εκ νέου ανάδυση παραδοσιακών αξιακών διαφορών του φιλελεύθερου και του συντηρητικού διανοητικού ρεύματος, στο βαθμό που τα νέα ζητήματα θέτουν ερωτήματα οι απαντήσεις στα οποία προϋποθέτουν αναγωγές σε κέντρα αναφοράς, σε αξιακές αφετηρίες.

Διόλου τυχαία λοιπόν, παρατηρείται στον ευρωπαϊκό χώρο μία στροφή των συντηρητικών κομμάτων σε εθνικιστικές/ κοινοτιστικές θέσεις και αυταρχικές/ πατερναλιστικές επιλογές (μετανάστευση, κλπ), την στιγμή που οι φιλελεύθεροι κινούνται προς την επαναβεβαίωση του κλασσικού φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού και του πρωτείου των ατομικών επιλογών.

Ο Keynes συνήθιζε να λέει ορθά ότι, τίποτε δεν είναι πιο χρήσιμο από μία καλή θεωρία. Ισχύει εξίσου βέβαια και το αντίστροφο. Μία λανθασμένη θεωρία αποτελεί εγγυημένη συνταγή αποτυχίας. Οι εσφαλμένες αντιλήψεις που κυριαρχούν στο μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης (με τις φωτεινές εξαιρέσεις της Βρετανίας και της Δανίας) αναφορικά με το ρόλο των αγορών και τις προτεραιότητες της κυβερνητικής πολιτικής, εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την αδυναμία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να μεταρρυθμίσουν το προβληματικό κοινωνικό κράτος και να προσδώσουν στις ευρωπαϊκές οικονομίες την χαμένη τους ανταγωνιστικότητα και στις ευρωπαϊκές κοινωνίες το όραμα και την προοπτική για ένα καλύτερο αύριο.

Το δυστύχημα είναι πως τα συντηρητικά κόμματα, στις περισσότερες περιπτώσεις, συναινούν, όταν δεν πρωτοστατούν, στις αντιφιλελεύθερες επιλογές. Για τους γνωρίζοντες όμως την πολιτική ιστορία και τις αξιακό σύστημα και τις αφετηριακές παραδοχές του συντηρητισμού, τα παραπάνω είναι λίγο-πολύ γνωστά. Η ύπαρξη των εκ δεξιών αντιφιλελεύθερων σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί έκπληξη. Σήμερα, μάλιστα, με την μετακίνηση των σοσιαλιστικών/ σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων προς φιλελεύθερες θέσεις (ώστε πολλοί αναλυτές να κάνουν λόγο για μία υπό διαμόρφωση φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία) ίσως να αποτελούν μελλοντικά και τον κύριο αντίπαλο του φιλελευθερισμού.