Πέμπτη, Νοεμβρίου 09, 2006

Το άδηλο μέλλον των κυβερνητικών μεταρρυθμίσεων

Η επ’ αόριστο χρονικό διάστημα αναβολή της προγραμματισμένης παρουσίασης της έκθεσης με τον φιλόδοξο τίτλο «Συνταγματική αναθεώρηση για ανταγωνιστική οικονομία σε ένα κοινωνικό κράτος δικαίου», που εκπονήθηκε από τη νεοσυσταθείσα Επιτροπή Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων (ΕΔΙΜΕΤ) του υπουργείου Οικονομίας & Οικονομικών, σε καμία περίπτωση δεν αποτέλεσε έκπληξη για τους προσεκτικούς παρατηρητές των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα μας.

Η απουσία επαρκώς επεξεργασμένων πολιτικών προτάσεων κατά την προεκλογική περίοδο και η έλλειψη συγκεκριμένου ιδεολογικοπολιτικού στίγματος, οδηγούσαν στην εκτίμηση πως η κυβέρνηση της Ν.Δ. αναπόφευκτα θα κινείτο στη πεπατημένη των αποσπασματικών πρωτοβουλιών. Το γεγονός πως έπειτα από δυόμιση χρόνια θητείας η κυβέρνηση προβληματίζεται για το πώς πρέπει να χειριστεί τις προτάσεις μίας ακόμη «επιτροπής σοφών», απλά υπογραμμίζει τα παραπάνω.

Σήμερα, η κυβέρνηση εμφανίζεται εξαιρετικά απρόθυμη αλλά και αδύναμη να προωθήσει τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις.

Απρόθυμη, στο βαθμό που οι επιλογές της υπαγορεύονται από τις βραχυπρόθεσμες εκλογικές αναγκαιότητες (βλέπε πολιτικό κόστος) με ορίζοντα τετραετίας και στόχο την εξάντληση και ανανέωση της κυβερνητικής θητείας, ενώ οι αποφάσεις λαμβάνονται με βάση τις δεδομένες ενδοκυβερνητικές και εσωκομματικές ισορροπίες.

Αδύναμη, καθώς παρουσιάζει ουσιαστικές ελλείψεις σε πολιτικό, ιδεολογικό και τεχνικό επίπεδο:

  • Πολιτικά, καθώς δεν μερίμνησε ώστε να διαμορφώσει εκείνες τις κοινωνικές συμμαχίες που θα της επέτρεπαν τη προώθηση ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Τουναντίον, το περίφημο ιδεολόγημα του «μεσαίου χώρου» λειτούργησε νομιμοποιητικά υπέρ της ακινησίας και των ισορροπιών και σε βάρος της απαραίτητης διάθεσης ρήξης με κατεστημένα συμφέροντα και νοοτροπίες.

  • Ιδεολογικά-φιλοσοφικά, στο μέτρο που οι μεταρρυθμίσεις εμπεριέχουν ένα βαθμό ριζοσπαστισμού που εξ ορισμού δεν αφθονεί στα συντηρητικά πολιτικά κόμματα, τα οποία ως συστήματα πεποιθήσεων αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα τις ρηξικέλευθες προτάσεις και τις απότομες αλλαγές.

  • Στο τεχνικό επίπεδο, καθώς δεν φαίνεται να διαθέτει την απαιτούμενη τεχνογνωσία (τεχνολογία μεταρρυθμίσεων και στελεχιακό δυναμικό) που προϋποθέτουν οι μεταρρυθμίσεις ώστε να προχωρήσουν και να αποδώσουν.

Αντίθετα, μία αποτελεσματική μεταρρυθμιστική πολιτική πρέπει να λαμβάνει υπόψη της, μεταξύ άλλων, τους παρακάτω παράγοντες:

- Στόχευση. Μία μεταρρύθμιση είναι πρώτιστα μία πολιτική επιλογή. Απαιτεί σαφείς κοινωνικές αναφορές, επιλογή συμμάχων και αντιπάλων. Η ικανοποίηση των αιτημάτων του συνόλου των κοινωνικών ομάδων, αν και θεμιτή, είναι ανέφικτη. Η υιοθέτηση από τη κυβέρνηση των δημοσκοπήσεων ως οδηγού πολιτικής περισσότερο αποτελεί απόδειξη της απροθυμίας της να προχωρήσει στις απαιτούμενες επιλογές στόχευσης.

- Μεθοδολογία. Η πολυπραγμοσύνη οδηγεί σε διασπορά δυνάμεων. Η κυβέρνηση θα έπρεπε να περιοριστεί στις μεταρρυθμίσεις σε κεντρικούς τομείς της δημόσιας ζωής (οικονομία, παιδεία, δημόσια διοίκηση) μέσα από τη προώθηση ενός μικρού αριθμού επαρκώς προετοιμασμένων νόμων-πλαισίων. Τουναντίον, η κυβέρνηση ήρθε αναίτια σε αντιπαράθεση με πλήθος κοινωνικών ομάδων, χωρίς εμφανή προσανατολισμό.

- Χρόνος. Ιδανικά, μία κυβέρνηση πρέπει να προωθήσει τις σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις πριν τα κατεστημένα συμφέροντα κατορθώσουν να οργανωθούν σε «αναδιανεμητικές συσπειρώσεις» και βρουν το δρόμο τους ανάμεσα στους διαδρόμους της εξουσίας (π.χ. τα γνωστά προγράμματα των «εκατό ημερών»). Η σημερινή κυβέρνηση, αντίθετα, σπατάλησε τη σημαντική αρχική μετεκλογική δυναμική της και πλέον έχει απέναντι της μία κοινή γνώμη χαμηλών προσδοκιών και εμπιστοσύνης.

Συμπερασματικά, σήμερα μπορούμε με σχετική ασφάλεια να προβλέψουμε πως η σημερινή κυβέρνηση, επωφελούμενη και της απουσίας ολοκληρωμένου προγραμματικού λόγου από την πλευρά της αντιπολίτευσης, θα συνεχίσει να πορεύεται απερίσπαστη στον δρόμο της βολικής απραξίας και των πολιτικών συμβιβασμών, υπό το βάρος της έλλειψης πολιτικής βούλησης αλλά και των φανερών μεταρρυθμιστικών αδυναμιών της.

Δυστυχώς για τους ανησυχούντες πολίτες, οι μεταρρυθμίσεις που τόσο έχει ανάγκη ο τόπος παραπέμπονται στο άδηλο μέλλον.


* Δημοσιεύτηκε στην Προοδευτική Πολιτική.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 01, 2006

Το μήνυμα των εκλογών και ο δήμαρχος Μπομπ Σφουγγαράκης

Στη πολιτική υπάρχουν τα ψέματα, τα μεγάλα ψέματα και οι στατιστικές. Οι γεωγράφοι και οι πολιτικοί επιστήμονες γνωρίζουν τη καθοριστική σημασία της απεικόνισης στη δημιουργία εντυπώσεων.

Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί και η περίφημη απεικόνιση του χάρτη της χώρας μας με τα μοναδικά χρώματα του μπλε και του πράσινου να κυριαρχούν προκειμένου να καταδείξουν τους συσχετισμούς δυνάμεων των δύο μεγάλων κομμάτων, όπως προέκυψαν από τις πρόσφατες δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές. Θα μπορούσε επίσης ο χάρτης να είχε μαύρο χρώμα, καθώς η πλειονότητα των υποψηφίων επιζήτησε εναγωνίως την υποστήριξη της Εκκλησίας.

Όμως, η απεικόνιση που θέλει τον δικομματισμό να θριαμβεύει, πόρρω απέχει από την κοινωνική πραγματικότητα όπως αυτή διαμορφώνεται στη σημερινή Ελλάδα και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των πολιτικών κομμάτων να «χρωματίσουν» κάθε διαθέσιμη ψήφο. Κάνοντας παράλληλα φανερή σε όλους την εκτίμηση που τρέφουν στη κρίση των πολιτών και συνολικά στην ανεξαρτησία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Έτσι, σε μία έξαρση παλαιοκομματικής νοοτροπίας, ο γραμματέας της Κ.Ε. της Ν.Δ. Λ. Ζαγορίτης, ενόψει των επαναληπτικών εκλογών της 22 Οκτώβρη, προειδοποίησε τους «αντάρτες» του κόμματος του πως «δεν θα έχουν δεύτερη ευκαιρία» καλώντας τους να συμμορφωθούν με την κομματική γραμμή. Στο ΠΑΣΟΚ πάλι, τα στελέχη του πανηγυρίζουν ή ασκούν κριτική, με βάση τη θέση τους στην εσωκομματική συμπολίτευση ή αντιπολίτευση, παραλείποντας οποιασδήποτε αναφορά στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, επιβεβαιώνοντας έτσι την άποψη που βλέπει το ΠΑΣΟΚ ως ένα μηχανισμό νομής της εξουσίας που ουδεμία σχέση έχει με σύγχρονα κοινωνικά αιτήματα.

Και αν για τη συντηρητική παράταξη, με τη μακρά παράδοση του συγκεντρωτισμού και τη σχεδόν ανακλαστική επιφυλακτικότητα απέναντι στη κοινωνία των πολιτών, δεν προκαλεί έκπληξη η στάση της, τα πράγματα υπήρξαν ιδιαίτερα απογοητευτικά για το ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου.

Τούτο διότι, για όσους θυμούνται το ιδεολόγημα της συμμετοχικής δημοκρατίας που πρόβαλε ο Γ. Παπανδρέου κατά την ανάληψη της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, η Τοπική Αυτοδιοίκηση θα μπορούσε να αποτελέσει προνομιακό πεδίο ανάδειξης ενός σύγχρονου κεντροαριστερού πολιτικού λόγου, εμφανώς διαφοροποιημένου από τις ανούσιες και αδιάφορες περιπλανήσεις στο άνευρο κέντρο.

Ωστόσο, ο Γ. Παπανδρέου περιορίστηκε απλά στο πιλοτικό εγχείρημα της πρωτοποριακής, αν και προβληματικής, διαδικασίας διαβούλευσης για την επιλογή του υποψηφίου δημάρχου στο Δήμο Αμαρουσίου, χωρίς μάλιστα αυτή να προβληθεί όσο θα έπρεπε.

Ταυτόχρονα, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ακολούθησε την αντίστροφη πορεία με την, αυτοδιοικητικά ανεξήγητη και εκλογικά καταστροφική, παλαιοκομματική υποψηφιότητα της Ν. Κατσέλη στη Νέα Σμύρνη, την οποία μάλιστα στήριξε με την προσωπική παρουσία του.

Πέρα όμως από τις αντιφάσκουσες, κατά τον γράφοντα, επιλογές της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, υπήρξε και η εξίσου καταστροφική διαδικασία της ανάδειξης των υποψηφίων δημάρχων από τα τοπικά κομματικά όργανα. Η πανωλεθρία που υπέστησαν, όπως καταγράφηκε από τα αποτελέσματα, αν μη τι άλλο καταδεικνύει την ολοένα διευρυνόμενη απόσταση που χωρίζει τις διαφορετικές προσλαμβάνουσες, προτεραιότητες και τα διαφορετικά συμφέροντα των γραφειοκρατικών κομματικών μηχανισμών με την (αναδυόμενη) κοινωνία των πολιτών.

Φυσικά, ο απεγκλωβισμός των πολιτών από τις κομματικές γραμμές δεν συνεπάγεται την ανάδειξη μίας συνειδητής και ανεξάρτητης αυτοδιοικητικής ψήφου. Τουναντίον, θριάμβευσαν η εικόνα σε βάρος του λόγου, η απάθεια αντί του πολιτικού ενδιαφέροντος και της κινητοποίησης, οι προσωπικές συναλλαγές σε βάρος του δημόσιου (τοπικού) συμφέροντος και οι μωροφιλοδοξίες σε βάρος του μέτρου.

Υπό αυτό το πρίσμα, τα άκυρα ψηφοδέλτια που βρέθηκαν σε εκλογικό τμήμα της Ραφήνας, περιοχή κατοικίας του Πρωθυπουργού, και απεικόνιζαν το γνωστό καρτούν Μπομπ Σφουγγαράκη (SpongeBob), σε συμβολικό επίπεδο εκφράζουν την αντίδραση μίας μερίδας πολιτών απέναντι στη προκλητική ρηχότητα του πολιτικού λόγου και σε πολλές περιπτώσεις την επιλογή υποψηφίων που βρίσκονται στα όρια της γραφικότητας. Πραγματικά μόνο το αλά Μόντυ Πάιθον χιούμορ των δημιουργών του Μπομπ Σφουγγαράκη μπορεί να εκφράσει ικανοποιητικά τον πολιτικό σουρεαλισμό που βιώσαμε τις τελευταίες εβδομάδες.

Αντί λοιπόν να θριαμβολογούν οι ηγεσίες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ (και από κοντά ο γερασμένος ΣΥΝ για την επιτυχία του Αλ. Τσίπρα, που σημειολογικά όμως ουδόλως έμοιαζε με στέλεχος του ΣΥΝ), θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο για τους αυτοδιοικητικούς θεσμούς αλλά και συνολικά το πολικό μας σύστημα, να αναλύσουν λίγο περισσότερο το πραγματικό μήνυμα των εκλογών, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτό που (θέλουν να) νομίζουν.

Διότι, αν ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης ζει στο βυθό του Μπικίνι (Bikini bottom), οι πολίτες αυτής της χώρας βυθίζονται ολοένα και περισσότερο στον απύθμενο πάτο του κυνισμού και της πολιτικής υπανάπτυξης παρασυρόμενοι από τα βαρίδια των κομματικών σκοπιμοτήτων και των μικρο-συμφερόντων, θύμα των οποίων είναι (και) η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Και υπεύθυνες γι’ αυτό είναι πρώτιστα οι ηγεσίες των πολιτικών κομμάτων.



* Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Προοδευτικής Πολιτικής (www.ppol.gr).