Πέμπτη, Ιανουαρίου 03, 2008

μαθήματα διεθνοπολιτικού φιλελευθερισμού



John Brady Kiesling, Μαθήματα Διπλωματίας- Ο ρεαλισμός για μια υπερδύναμη που κανείς δεν την αγαπάει, εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, 2007, 548 σελ.


Ο αμερικανός διπλωμάτης John Brady Kisling, παραιτήθηκε τον Φεβρουάριο του 2003, έπειτα από μακρά διαδρομή εικοσαετούς και πλέον διάρκειας σε περιοχές υψηλού ενδιαφέροντος για τα αμερικανικά συμφέροντα στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και της Βόρεια Αφρική. Τελευταίος σταθμός στη καριέρα του υπήρξε η Αθήνα, όπου υπηρετούσε ως πολιτικός σύμβουλος, επικεφαλής του Πολιτικού Τμήματος της πρεσβείας των ΗΠΑ στη χώρα μας.

Η ασυνήθιστη αυτή κίνηση για διπλωμάτη καριέρας (ακολούθησαν ακόμη δύο παραιτήσεις διπλωματών) υπαγορεύτηκε, σύμφωνα με τα γραφόμενά του, από τη πρόθεση του να διαμαρτυρηθεί για την αμερικανική πολιτική στο Ιράκ, πολιτική που τον έφερε απέναντι στις προσωπικές του ευθύνες.

Στο βιβλίο του με τον εύγλωττο τίτλο Μαθήματα Διπλωματίας- ο ρεαλισμός για μια υπερδύναμη που κανείς δεν την αγαπάει, ο Kiesling μας προσφέρει το χρονικό αυτής της πορείας βαθμιαίας «απο-μάγευσης» (disillusionment) από τους στόχους και τις προτεραιότητες των ΗΠΑ, όπως αυτοί προωθούνται από τη κυβέρνηση Τζώρτζ Μπους, με τελευταίο σταθμό την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ. Ωστόσο, η προσέγγιση του συγγραφέα δεν είναι κυνική, το εγχείρημα της εξιστόρησης αυτού του χρονικού δεν είναι απόρροια μιας τραγικής διάψευσης αντιλήψεων και παραδοχής μιας προσωπικής ήττας, αλλά αντίθετα, υπαγορεύεται από τον αμείωτο ιδεαλισμό με τον οποίο ο πρώην διπλωμάτης συνεχίζει να αντιλαμβάνεται τη θέση που (πρέπει να) έχει μια υπερδύναμη στο σύγχρονο μετα-διπολικό κόσμο και το ρόλο του διπλωμάτη που βρίσκεται στην υπηρεσία της. Με τη παραίτηση και με το βιβλίο του, ο Kiesling δεν νοιώθει να στρέφει οριστικά τη πλάτη στην αμερικανική διπλωματία αλλά αντίθετα να συνεχίζει να την υπηρετεί- τούτη τη φορά μέσα από τον πολιτικό ακτιβισμό.

Πέρα όμως από το αυτοδίκαια σημαντικό ζήτημα της πολιτικής ηθικής, όπου ο συγγραφέας επιβεβαιώνει το ρητό πως, όποιος διαχωρίζει την πολιτική από την ηθική δεν καταλαβαίνει ούτε τη μία ούτε την άλλη, το έργο του Kiesling λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα καθώς αναδεικνύει μια σειρά ζητημάτων τα οποία απασχολούν τη διεθνολογική κοινότητα και τους επαγγελματίες της εξωτερικής πολιτικής σε διεθνές επίπεδο.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας στο πρόλογό του, οι σελίδες του στοχεύουν στο να ανοίξουν ένα παράθυρο στις εσωτερικές λειτουργίες μιας υπερδύναμης. Στόχος που, αν μη τι άλλο, επιτυγχάνεται καθώς, ο Kiesling απαλλαγμένος πλέον από τις δεσμεύσεις της διπλωματικής θέσης του δεν διστάζει να μοιραστεί με τους αναγνώστες του τις αξιομνημόνευτες εμπειρίες του και τις προσωπικές του απόψεις, προσφέροντας ένα απολαυστικό πόνημα «εφαρμοσμένης» πολιτικής.

Έτσι, ο Kiesling παρέχει γενναιόδωρα πλήθος χρήσιμων σελίδων για τους μελετητές των συστημάτων λήψης αποφάσεων της εξωτερικής πολιτικής (bureaucratic politics)- και ειδικότερα των ΗΠΑ, τους διαύλους επικοινωνίας των διπλωματών με τη πολιτική ηγεσία, τη διαχείριση της πληροφορίας και τις πολιτικές της επικοινωνίας καθώς και το μεταβαλλόμενο ρόλο της διπλωματίας σε μια εποχή που αμφισβητείται περισσότερο ίσως από ποτέ άλλοτε (Brian Urquhart, «Are diplomats necessary?», The New York Review of Books, 11/10/2007). Ειδικότερα, ένας ιδιαίτερα χρήσιμος προβληματισμός αναδεικνύεται αναφορικά με τα όρια της ανάμειξης του πολιτικού προσωπικού στο αντικείμενο των διπλωματών καθώς και τους τρόπους άσκησης και τα όρια των αρμοδιοτήτων των τελευταίων.

Στο καθαρά πολιτικό επίπεδο, ο συγγραφέας στέκεται επικριτικά απέναντι στις νέο-συντηρητικές ιδεοληψίες που κυριαρχούν στην αμερικανική εξωτερική πολιτική έπειτα από την 11/9, επιχειρώντας να επιβάλουν τη δεοντολογική εικόνα τους για τον μεταψυχροπολεμικό κόσμο. Χαρακτηριστικότερο ίσως όλων παράδειγμα, οι μονοσήμαντες πολιτικές προώθησης του εκδημοκρατισμού (democratization) ως μέσο επίτευξης της διεθνούς ειρήνης. Πολιτικές καταδικασμένες σε αποτυχία στο βαθμό που παραγνωρίζονται καθοριστικοί παράγοντες όπως η πολιτική κουλτούρα και οι διαφορετικές προσλαμβάνουσες των τοπικών κοινωνιών, το επίπεδο ανάπτυξης των πολιτικών θεσμών και των κρατικών δομών. Κάτι που φαίνεται να αντιλαμβάνονται πλέον ακόμη και οι νέο-συντηρητικοί διανοούμενοι όπως ο Francis Fukuyama (State-building: Governance and World Order in the 21st Century, 2004).

Ωστόσο, ο συγγραφέας δεν απορρίπτει το ρόλο και τη σημασία της ιδεολογίας στις διεθνείς σχέσεις. Απομακρύνεται από τον ακατέργαστο ρεαλισμό που προτάσσει την «πολιτική της ισχύος» (power politics) και την μονομερή επιδίωξη πάγιων και αμετακίνητων εθνικών συμφερόντων, απαλλαγμένων από κάθε έννοια πολιτικής ηθικής και δικαίου. Και προτείνει την επιδίωξη και προβολή της «ήπιας ισχύος» (soft power) ως μέσο άσκησης μιας «καλοπροαίρετης ηγεμονίας» (benevolent hegemony). Μία πολιτική που λειτουργεί ως παράδειγμα ηγεσίας (leadership by example) και έχει ως βασικούς της άξονες τη πολυμερή συνεργασία (multilateralism) και το σεβασμό και τη προώθηση των κανόνων του διεθνούς δικαίου ως βάση νομιμοποίησης της παρουσίας της στη διεθνή σκηνή, υπενθυμίζοντάς μας τη προσέγγιση του Woodrow Wilson, γνωστή και ως «ουιλσονιανισμός» (wilsonianism), των αρχών του περασμένου αιώνα.

Τέλος, οι πολλαπλές αναφορές του βιβλίου στα ελληνικά πολιτικά πράγματα που λειτουργούν στο κείμενο ως «υπόθεση εργασίας» (case-study) προσδίδουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους έλληνες αναγνώστες. Οι αναφορές στον εγχώριο αντιαμερικανισμό, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τη 17Ν (αντικείμενο του επόμενου βιβλίου του) είναι αποκαλυπτικές της εικόνας ενός μέρους της αμερικανικής διπλωματίας για την Ελλάδα, αλλά και της αυτό-εικόνας της. Ειδικότερα όμως, το παρόν βιβλίο θα πρέπει να διαβαστεί από όσους εμμένουν να ερμηνεύουν μονοδιάστατα την πολιτική των ΗΠΑ ως ένα αδιαίρετο σύνολο αμετάβλητων στο χρόνο συμφερόντων και στόχων για τη προώθησή τους. Και στηρίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τον, κυρίαρχο στη χώρα μας, στείρο καταγγελτικό και εν πολλοίς αν-ιστορικό αντιαμερικανισμό. Από αυτή την άποψη, τα Μαθήματα Διπλωματίας είναι ένα βιβλίο που περισσότερο υπηρετεί παρά υπονομεύει τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα στο βαθμό που αντιλαμβάνεται ορθά το κόστος του αντιαμερικανισμού για τις ΗΠΑ.

Η γλώσσα του κειμένου είναι στρωτή και κατανοητή. Ο τόνος του συγγραφέα γίνεται συχνά εξομολογητικός και η γραφή του διαθέτει αρκετές μυθιστορηματικές αρετές που κάνουν την ανάγνωση, πέρα από επιμορφωτική, απολαυστική.

Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα βιβλίο που θα αποζημιώσει κάθε αναγνώστη που ενδιαφέρεται για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, το ρόλο της σύγχρονης διπλωματίας καθώς και τις σύγχρονες ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Περαιτέρω δε, για όσους επιθυμούν να αναζητήσουν περισσότερες πληροφορίες και απόψεις για/από τον συγγραφέα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσωπική ιστοσελίδα του (www.bradkiesling.com) όπου μεταξύ άλλων φιλοξενείται η πλούσια αρθρογραφία του στην αγγλόφωνη εφημερίδα Athens News.


* Δημοσιεύτηκε στο 6ο τεύχος του περιοδικού Presscode