Δευτέρα, Ιουλίου 13, 2009

οι κίνδυνοι της απο-παγκοσμιοποίησης

Αν και οι μεσο-μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν επακριβώς στη παρούσα χρονική στιγμή, μπορούμε ωστόσο με σχετική βεβαιότητα να υποστηρίξουμε πως τα κατώτατα όρια της έχουν παρέλθει καθώς ήδη έχουν φανεί τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης στις αναπτυγμένες οικονομίες. Έτσι, σύμφωνα με τη μηνιαία έκθεση του Κέντρου για την Έρευνα της Οικονομικής Πολιτικής (CEPR) και της Banca dItalia, ο δείκτης €-coin (που μετρά το ΑΕΠ στην Ευρωζώνη) σημείωσε άνοδο για τέταρτο συνεχόμενο μήνα δείχνοντας πως, παρά το αρνητικό του πρόσημο, η ευρωπαϊκή οικονομία δεν θα αργήσει να εισέλθει σε μια νέα φάση οικονομικής επέκτασης.

Ωστόσο, αν και οι οικονομικοί κύκλοι ποτέ δεν έπαψαν να συντροφεύουν την ιστορία του καπιταλισμού, η παρούσα κρίση παρουσιάζει ορισμένα ειδικά χαρακτηριστικά τα οποία πρέπει να μας προβληματίσουν αναφορικά με το μέλλον του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος και ειδικότερα τη πορεία της παγκοσμιοποίησης των διεθνών αγορών. Συγκεκριμένα, οι προσλαμβάνουσες για τα αίτια της οικονομικής κρίσης και οι χειρισμοί για την αντιμετώπισή της, απειλούν να οδηγήσουν το οικονομικό σύστημα σε συστημική κρίση, σε μία περίοδο απο-παγκοσμιοποίησης (deglobalization) με αρνητικές συνέπειες για τη παγκόσμια οικονομία και κυρίως για τις οικονομίες των αναπτυσσόμενων κρατών.

Η σημερινή κρίση είναι καθολική, αφορά δηλαδή το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας και δεν περιορίζεται στις ΗΠΑ ή στις αναπτυγμένες χρηματιστηριακές οικονομίες, συνέπεια της αλληλεξάρτησης των διεθνών αγορών που καθιστούν την εξέλιξη της κρίσης ταυτόχρονη. Ακόμη, συνιστά μια «κρίση υποδείγματος», απο-νομιμοποιεί τις ακολουθούμενες οικονομικές πολιτικές, εκείνες δηλαδή τις προτάσεις οικονομικής διακυβέρνησης που είναι γνωστές ως συναίνεση της Ουάσινγκτον (Washington consensus) και πάνω στις οποίες στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης τις τελευταίες δεκαετίες, μέσω της απελευθέρωσης των διεθνών αγορών και της μακροοικονομικής σταθερότητας υπό την καθοδήγηση του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας.

Ο νομπελίστας οικονομολόγος Joseph Stiglitz, με άρθρο του στο περιοδικό Vanity Fair, επισημαίνει τους υπαρκτούς κινδύνους της ταύτισης των ανοιχτών αγορών με το οικονομικό μοντέλο των ΗΠΑ και συνακόλουθα την απόρριψη και των δύο, υπενθυμίζοντας παράλληλα πως ιστορικά δεν υπήρξε πετυχημένη οικονομία που να μην στηρίχτηκε αποφασιστικά στις αγορές. Και δικαιολογημένα καθώς η επέκταση του καπιταλιστικού συστήματος οδήγησε σε θεαματική μείωση της απόλυτης φτώχειας ($1,08 σε όρους τρέχουσας αγοραστικής δύναμης σύμφωνα με τη Παγκόσμια Τράπεζα), από το 85% το 1820 στο 20% το 2000.

Οι πρώτες ανησυχητικές ενδείξεις έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους. Σύμφωνα με τη Παγκόσμια Τράπεζα, ο όγκος του διεθνούς εμπορίου σε αγαθά και υπηρεσίες, ένας από τους σημαντικούς δείκτες διεθνοποίησης της παγκόσμιας οικονομίας, θα υποχωρήσει κατά 6,1% το 2009, για πρώτη φορά έπειτα από 27 χρόνια. Έτσι, σύμφωνα με τον ιστότοπο Global Trade Alert που παρακολουθεί τις κρατικές παρεμβάσεις στο διεθνές εμπόριο, μόλις πρόσφατα η Σαουδική Αραβία απέκλεισε από τις αγορές της μεγάλες ποσότητες αγροτικών προϊόντων της Υεμένης, ενώ η Ινδονησία αύξησε τους δασμούς σε ευρεία γκάμα προϊόντων που ανταγωνίζονται την εγχώρια παραγωγή και επέβαλε πρόσθετες προδιαγραφές εισόδου σε ακόμη πεντακόσια προϊόντα. Από την πλευρά της, η Ινδία απαγόρευσε την εισαγωγή κινεζικών παιχνιδιών.

Παρά τις περί του αντιθέτου πρόσφατες διακηρύξεις των G20, οι εθνικές προτεραιότητες έχουν κάνει ήδη την εμφάνιση τους και μεταξύ των αναπτυγμένων κρατών. Αρκεί να αναφέρουμε ενδεικτικά το Buy America της διακυβέρνησης Ομπάμα και τη βούληση του Νικολά Σαρκοζί να ενισχύσει τη γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία, ακόμη και τη προτροπή του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Προβόπουλου προς τις ελληνικές τράπεζες να κατευθύνουν τα κεφάλαια τους στην ελληνική αγορά και όχι στις αγορές της ανατολικής Ευρώπης (σύμφωνα με τους Financial Times, η Ελλάδα συμβολίζει τον χρηματιστηριακό προστατευτισμό).

Η ενίσχυση του οικονομικού (εμπορικού και χρηματοπιστωτικού) εθνικισμού απειλεί να οδηγήσει τη παγκόσμια οικονομία σε βαθιά ύφεση. Τα αναπτυσσόμενα κράτη που δεν διαθέτουν υψηλά συναλλαγματικά αποθέματα (όπως πχ. η Κίνα και η Βραζιλία) και εξαρτώνται μονοσήμαντα από το εξαγωγικό εμπόριο (πχ. Μποτσουάνα, Μαυρίκιος), θα πληγούν περισσότερο. Για το 2009 οι ΑΞΕ προβλέπεται να μειωθούν κατά 30% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η ανάπτυξη στις αναπτυσσόμενες χώρες το 2009 πρόκειται να μειωθεί στο 1,2%, από 5,9% το 2008. Ειδικά για τις χώρες της Αφρικής, η οικονομική κρίση επιδρά σε βαθμό μεγαλύτερο των αρχικών προβλέψεων και είναι πιθανό να μετατραπεί σε αναπτυξιακή κρίση καθώς η εξωτερική βοήθεια δεν επαρκεί και, σύμφωνα με την Αφρικανική Αναπτυξιακή Τράπεζα (AFDB), θα απαιτηθούν πενήντα δις δολάρια για να επανέλθει η ανάπτυξη στα προ της κρίσης επίπεδα, ενώ και η ανάκαμψη θα είναι αργή λόγω της περιορισμένης εγχώριας ζήτησης των περιορισμένων δημόσιων δαπανών (για περισσότερα στοιχεία δες την έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας Global Development Finance 2009).

Οι αρνητικές αυτές εξελίξεις απειλούν να αναστρέψουν τη συντελεσθείσα πρόοδο των περασμένων ετών. Έτσι, υπολογίζεται πως εξήντα εκατομμύρια ασιάτες δεν θα κατορθώσουν να εξέλθουν της φτώχειας παρά τις προβλέψεις πριν την εκδήλωση της κρίσης, ενώ στα ήδη εξακόσια εκατομμύρια ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας είναι πιθανό να προστεθούν ακόμη εκατό εκατομμύρια το 2010.

Είναι λοιπόν φανερό πως, η διατήρηση ενός ανοιχτού διεθνούς οικονομικού συστήματος πρέπει να αποτελέσει την άμεση πολιτική προτεραιότητα. Σε αυτή τη κατεύθυνση είναι αναγκαίο:

- να προωθηθούν μέτρα ενίσχυσης της εγχώριας ζήτησης σε διεθνές επίπεδο, τόσο μέσω της αύξησης της απασχόλησης όσο και μέσω της στήριξης των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) στις αναπτυσσόμενες χώρες. Πρέπει να σημειωθεί πως οι άμεσες ξένες επενδύσεις αποτελούν το 5% του ΑΕΠ των αναπτυσσόμενων κρατών και ο συνδυασμός υψηλού χρέους και έλλειψης εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών αποτελεί μείζον πρόβλημα, ενώ η απασχόληση και η ζήτηση στις αναπτυσσόμενες χώρες δεν είναι ανεξάρτητη από τις μεταναστευτικές πολιτικές που ακολουθούν τα αναπτυγμένα κράτη (η Παγκόσμια Τράπεζα υπολογίζει για το 2009 τη μείωση του επαναπατριζόμενου εισοδήματος σε δέκα πέντε δις δολάρια).

- να ξαναρχίσουν και να ολοκληρωθούν με επιτυχία οι διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ντόχα στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, που έχουν διακοπεί από τον περασμένο Ιούλιο λόγω ασυμφωνίας στο ζήτημα των αγροτικών προϊόντων. Γνωρίζουμε από τις διαθέσιμες εμπειρικές μελέτες πως, όπου υφίστανται πολυμερείς συμφωνίες, ο προστατευτισμός ως επιλογή είναι περιορισμένος καθώς οι εθνικές κυβερνήσεις εκμεταλλεύονται τα «κενά πολιτικής» προκειμένου να προωθήσουν τα στενά οικονομικά τους συμφέροντα.

- να αναπτύξουν μεθόδους συντονισμού των εθνικών πολιτικών προκειμένου να αποφεύγεται η εφαρμογή αντικρουόμενων πολιτικών. Καθώς οι αγορές απαιτούν ένα σταθερό και φιλικό προς αυτές πολιτικό θεσμικό πλαίσιο, η διάχυση της ισχύος στον σημερινό περισσότερο ασταθή πολύ-πολικό κόσμο όπου η ηγεμονία των ΗΠΑ εμφανίζεται φθίνουσα, δεν βοηθά στην εύρυθμη λειτουργία τους. Αν και η ανάπτυξη νέων διεθνών θεσμών οικονομικής διακυβέρνησης δεν φαίνεται στον άμεσο ορίζοντα, τίποτε δεν εμποδίζει την άτυπη πλην όμως εξίσου αποτελεσματική συνεννόηση μεταξύ των κρατών, αυτό που ο Risto Penttila, διευθυντής της φινλανδικής δεξαμενής σκέψης Finnish Business and Policy Forum, αποκαλεί «ελαφρύ πολυμερισμό» (light multilateralism) και λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο διακρατικών συναντήσεων, όπως των G8, των G20 και πρόσφατα των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα). Τέτοιες άτυπες ομαδοποιήσεις πρέπει να συμπεριλάβουν και τα αναπτυσσόμενα κράτη.

Εν κατακλείδι ας ελπίσουμε πως, τα διδάγματα των λανθασμένων χειρισμών της κρίσης του 1929- όπου οι εμπορικοί πόλεμοι που ακολούθησαν, μειώνοντας τον όγκο του διεθνούς εμπορίου κατά δύο τρίτα, μετέτρεψαν τη χρηματοπιστωτική κρίση σε βαθειά ύφεση με καταστροφικές συνέπειες- να λειτουργήσουν αποτρεπτικά για τα κοντόθωρα οικονομικά συμφέροντα των εθνικών κυβερνήσεων.


* Δημοσιεύτηκε στο Presscode και στη Προοδευτική Πολιτική.

Τετάρτη, Ιουνίου 24, 2009

σοσιαλδημοκρατία και μετανάστευση

Οι πρόσφατες εκλογές για την ανάδειξη των εκπροσώπων των ευρωπαίων πολιτών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επεφύλαξαν δυσάρεστα αποτελέσματα για τα σοσιαλδημοκρατικά/σοσιαλιστικά κόμματα, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων. Αυτές οι ιστορικά αρνητικές επιδόσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (που καταλαμβάνει πλέον μόλις το 22% των εδρών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) επιβάλλουν ενδελεχή προβληματισμό και θαρραλέο αναπροσανατολισμό της πολιτικής τους στόχευσης. Ο πολιτικός κύκλος (δηλαδή η περιοδική εναλλαγή της απήχησης των κομματικών οικογενειών) και το ιστορικό μομέντουμ (στιγμή υποτιθέμενης παγκόσμιας από-νομιμοποίησης του φιλελεύθερου καπιταλισμού) μάλλον επέτειναν τη σύγχυση και την απογοήτευση τους αποκαλύπτοντας πολλές από τις βολικές πλάνες ενός τμήματος της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

Πέρα από τις ιδιαιτερότητες κάθε εθνικού πολιτικού συστήματος που ερμηνεύουν ως ένα βαθμό τα εκλογικά αποτελέσματα, γίνεται φανερή η τάση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας να υφίσταται τις πολιτικές συνέπειες της προβληματικής διαχείρισης της παγκοσμιοποίησης όπου αναδεικνύονται τα ζητήματα οικονομικής αβεβαιότητας και ταυτότητας σε καθοριστικούς παράγοντες πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς. Το μεταναστευτικό ζήτημα ενσωματώνει τις παραπάνω ανησυχίες και οι (νόμιμοι ή μη) μετανάστες μετατρέπονται σε άδικα θύματα μιας, περισσότερο ή λιγότερο, δίκαιης ανασφάλειας.

Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες συντελείται μία αξιοσημείωτη σταδιακή διεύρυνση της εκλογικής της βάσης προς τα μεσαία στρώματα και αντίστοιχα μία εξίσου σημαντική απομάκρυνση από την παραδοσιακά εκλογικά της στηρίγματα, την εργατική τάξη και τα μικρομεσαία αστικά στρώματα. Το γεγονός αυτό επέτρεψε τη προώθηση πολιτικών που συνέβαλαν στον αναγκαίο οικονομικό εκσυγχρονισμό και την απεξάρτηση από κατεστημένα συμφέροντα και παγιωμένες αντιλήψεις (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους Νέους Εργατικούς του Τόνυ Μπλερ). Ταυτόχρονα όμως, αποκόπηκαν από κοινωνικά στρώματα που παραδοσιακά αποτελούσαν προνομιακούς συνομιλητές τους.

Καθώς τα παραπάνω γίνονται πλέον αντιληπτά και υπό τη πίεση της περιθωριοποίησής τους, τα περισσότερα κόμματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας υιοθετούν μια, περισσότερο ή λιγότερο, αντι-μεταναστευτική ατζέντα, το περιεχόμενο της οποίας δεν μπορεί να εξωραϊστεί πίσω από πολιτικά ορθές εκφράσεις περί «ανεκτών ποσοστών» και «κέντρων υποδοχής μεταναστών». Αν και το ζήτημα της μετανάστευσης ορθά πρέπει να βρεθεί στο κέντρο του προγραμματικού λόγου της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, τούτο δεν πρέπει να γίνει με τον απλουστευτικό και λανθασμένο τρόπο του ατελέσφορου περιορισμού της. Η στρατηγική αυτή πέρα από ηθικά μετέωρη, οικονομικά επιζήμια και πολιτικά αναποτελεσματική καθίσταται και εκλογικά αβέβαιη καθώς, τα ζητήματα τάξης και ασφάλειας αποτελούν μάλλον προνομιακό πεδίο για τα συντηρητικά κόμματα.

Είναι σαφές πως τα ηθικά επιχειρήματα της συνηγορίας της μετανάστευσης δεν αποδίδουν στον επιθυμητό βαθμό. Αν και η καθολικότητα των δικαιωμάτων αποτελεί προϋπόθεση της ύπαρξής τους, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα θα πρέπει να κινηθούν στη βάση ενός συνεπειοκρατικού ωφελιμισμού και να δώσουν συγκεκριμένες απαντήσεις στο επίπεδο της καθημερινής διαβίωσης, αρθρώνοντας το πολιτικό τους λόγο σε δύο κύριους άξονες.

Πρώτον, πρέπει να καταδείξει με απλό και πειστικό τρόπο το γεγονός πως η μετανάστευση ωφελεί συνολικά την εγχώρια οικονομική ανάπτυξη, συμβάλλοντας στην αύξηση του ΑΕΠ αλλά και στην αύξηση της απασχόλησης. Δεν αρκεί όμως αυτό. Πλήθος εμπειρικών μελετών καταδεικνύουν πως μεγάλες μεταναστευτικές ροές μπορούν να στερήσουν, κυρίως σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, θέσεις ανειδίκευτης εργασίας. Τούτο οδηγεί σε δύο κατευθύνσεις:

1. Μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Γίνεται πλέον αντιληπτή η άμεση σχέση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας με την απασχόληση των μεταναστών. Οι «άκαμπτες» αγορές εργασίας (όπως η ελληνική) πέρα από το ότι εμποδίζουν την παραγωγική ενσωμάτωση των μεταναστών εργαζομένων, καθιστούν δυσκολότερη την απορρόφηση των αρνητικών κραδασμών της αύξησης της προσφοράς εργασίας στους γηγενείς εργαζομένους. Είναι λοιπόν σημαντικό οι διακηρυγμένοι στόχοι της Στρατηγικής της Λισαβόνας και οι πολιτικές ευελιξίας με ασφάλεια (flexicurity) να συμπεριλάβει και τους μετανάστες.

2. Στοχευμένες ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης καθώς και αποζημίωση των άμεσα θιγόμενων εργαζομένων μέσω αποτελεσματικών και δίκαιων αναδιανεμητικών μηχανισμών. Τούτο προϋποθέτει τη διακρίβωση των συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, παραγωγικών κλάδων και γεωγραφικών περιοχών που ενδεχομένως υφίστανται τη μεγαλύτερη πίεση με στόχο την εφαρμογή αντι-κυκλικών πολιτικών στην αγορά εργασίας.

Δεύτερον, η εμπιστοσύνη ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας αποτελεί αναγκαία συνθήκη αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης και απρόσκοπτων οικονομικών συναλλαγών. Εδώ είναι προφανής η σύγχυση του φιλελεύθερου πλουραλισμού με τον ηθικό σχετικισμό όπου υποπίπτει μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα οφείλουν να προωθήσουν έναν «κοσμοπολιτισμό με ρίζες» (όπως θα το περιέγραφε ο φιλόσοφος της πολιτικής ανεκτικότητας Τζων Στούαρτ Μιλ), κάτι που στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής μεταφράζεται σε πολιτικές ενσωμάτωσης με στόχο τη διευκόλυνση της κοινωνικής ένταξης και της δημιουργίας μίας ελάχιστης, πλην όμως λειτουργικής, αφοσίωσης (loyalties) στο κράτος υποδοχής.

Είναι προφανές πως, πρόκειται για μια εξαιρετικά δύσκολη συζήτηση που τέμνει κάθετα έναν (κάθε άλλο παρά ομοιογενή) ιδεολογικό χώρο. Είναι όμως εξίσου προφανές ότι, από την έκβαση αυτής της συζήτησης θα εξαρτηθεί τόσο η μελλοντική πολιτική απήχηση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, όσο και η οικονομική ευημερία και η κοινωνική συμβίωση στις σύγχρονες ευρωπαϊκές πολυπολιτισμικές κοινωνίες.

*Δημοσιεύτηκε στη Διαρκή Μεταρρύθμιση.


Πέμπτη, Ιουνίου 04, 2009

συνέντευξη στην athens voice και τον Γρ. Βαλλιανάτο

Δεν υπάρχει πιο κακοποιημένη λέξη στη σημερινή πολιτική –οι θεοί να την κάνουν– συζήτηση από το «νεοφιλελευθερισμό» και τους «νεοφιλελεύθερους»! Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από τη ζωολογική παρατήρηση πως η γνώση των περισσότερων κρατούντων δημοσιογράφων και σχολιαστών περί την επιστήμη της οικονομίας συναγωνίζεται εκείνη του χρυσόψαρου.

Η επιλογή του είδους δεν είναι τυχαία, καθότι τα δύο αυτά είδη ταιριάζουν στην εμφάνιση και τη χάρη. Νεοφιλελεύθερος δεν εμφανίζεται κανείς στην πολιτική ζωή του τόπου από μόνος του. Οι αντίπαλοι είναι αυτοί που ασχολούνται με την κατάταξη στην απεχθή αυτή κατηγορία! Μπροστά στο φαινόμενο αυτό, και από κοινωνική ευαισθησία, η στήλη απευθύνεται σήμερα σε ένα λαμπρό διανοητή του φιλελεύθερου χώρου και υποψήφιο ευρωβουλευτή της Φιλελεύθερης Συμμαχίας, τον Δημήτρη Σκάλκο, για να φωτίσει την τύφλα και το έλλειμμα του πολιτικού διαλόγου με απαντήσεις σε δύο πολύ πεζές ερωτήσεις, γιατί από κάπου πρέπει να αρχίσει μια γενναία συζήτηση ειλικρίνειας γύρω από τις αλήθειες και τις πλάνες της σύγχρονης οικονομικής σκέψης στη χώρα.


Η πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση αποδίδεται στην απορρύθμιση των αγορών που προέκυψαν από «νεοφιλελεύθερες πολιτικές»;


Δ.Σ. Η χρηματοπιστωτική κρίση των ΗΠΑ υπήρξε αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών, με επίκεντρο τα επισφαλή ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια. Ας μην ξεχνάμε πως οι δύο κολοσσοί που κατέρρευσαν, οι Freddie Mac και Fannie Mae, βρίσκονταν υπό αυστηρό κρατικό έλεγχο. Ακολούθησε μια φούσκα, που μεγεθύνθηκε λόγω λανθασμένων χειρισμών και αλληλοεξάρτησης των αγορών.
Στο επίπεδο της διακρατικής συνεργασίας, η πολιτική πρέπει να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο με το συντονισμό των επιμέρους εθνικών οικονομικών πρωτοβουλιών των κρατών, όσο και με την οικοδόμηση μιας νέας αρχιτεκτονικής του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος η οποία δεν θα επιτρέψει στον οικονομικό εθνικισμό, που δειλά κάνει την επανεμφάνισή του με τη μορφή του προστατευτισμού, να θέσει σε κίνδυνο την ευημερία που συνοδεύει την παγκοσμιοποίηση τις τελευταίες δεκαετίες. Η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης μοιάζει μονόδρομος προκειμένου να αντιμετωπίσει η ΕΕ τις προκλήσεις του μέλλοντος με επιτυχία.


Συμβιβάζονται οι αντιλήψεις του οικονομικού φιλελευθερισμού με την κοινωνική ευαισθησία;


Δ.Σ. Κανένας πολιτικός χώρος δεν έχει το μονοπώλιο των κοινωνικών ευαισθησιών. Ο Άνταμ Σμιθ στη «Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων», έργο που προϋπήρξε του «Πλούτου των εθνών», αναφέρεται εκτενώς στην κοινωνική ευαισθησία. Στο πιο πρόσφατο παρελθόν, ο νομπελίστας οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν διατύπωσε την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός διχτύου ασφαλείας για τους ασθενέστερους και ο Φρίντριχ Χάγιεκ αναφέρθηκε στο σημαντικό ρόλο του κράτους στην εκπαίδευση, στην πρόνοια και τις υποδομές.

Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο μια ευημερούσα κοινωνία αφήνει απροστάτευτα από τις κακοτοπιές της ζωής τα ασθενέστερα μέλη της. Φοβούμαι ωστόσο πως η επίκληση της κοινωνικής ευαισθησίας με τους τρόπους που αυτή γίνεται έχει μοναδικό στόχο να νομιμοποιήσει συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές, που ευνοούν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και οικονομικά συμφέροντα. Γιατί πώς αλλιώς περιγράφεται ένα σύστημα που επιδοτεί, φοροαπαλλάσσει, μονιμοποιεί εκείνους που όλως τυχαίως διαθέτουν δυσανάλογη πολιτική επιρροή και αγνοεί προκλητικά πολυπληθείς κοινωνικές ομάδες όπως οι νέοι, οι μακροχρόνια άνεργοι, οι γυναίκες και οι μετανάστες, που στερούνται πολιτικής εκπροσώπησης; Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αναγκαία συνθήκη για την άσκηση κάθε κοινωνικής πολιτικής είνα η ύπαρξη των απαιτούμενων πόρων, κάτι που με τη σειρά του προϋποθέτει την παραγωγή πλούτου.

Δημιουργικότητα, καινοτομία, ελευθερία επιλογών είναι απαραίτητα στοιχεία που εξασφαλίζει η απρόσκοπτη λειτουργία των αγορών, όπου κυριαρχεί ο ανταγωνισμός κι όχι τα κατεστημένα μικροσυμφέροντα, τα καρτέλ και οι συντεχνίες. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν βλέπω κάποια ασυμβατότητα ανάμεσα στην ελεύθερη αγορά και την κοινωνική προστασία. Εξάλλου ο καλός Σαμαρείτης, πέρα από προθέσεις, είχε και χρήματα.


Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι γεν. γραμματέας της Φιλελεύθερης Συμμαχίας (www.greekliberals.net)

*Δημοσιεύτηκε στην A.V. στις 4.62009.



Παρασκευή, Μαΐου 22, 2009

φιλελεύθερες ιδέες για την Ελλάδα της Ευρώπης



Οι εκλογές για την ανάδειξη των εκπροσώπων των ευρωπαίων πολιτών στο Ευρωκοινοβούλιο βρίσκουν την Ευρωπαϊκή Ένωση στο μέσο μιας διπλής κρίσης- οικονομική κρίση και κρίση νομιμοποίησης. Με το κοινοτικό ΑΕΠ να συμπληρώνει ένα χρόνο συνεχούς συρρίκνωσης και τις προοπτικές ανάκαμψης να καθυστερούν περισσότερο από τις αντίστοιχες των ΗΠΑ, απαιτούνται γενναίες πολιτικές παρεμβάσεις σε ομοσπονδιακό επίπεδο που θα προσδώσουν στο ευρωπαϊκό εγχείρημα τον χαμένο δυναμισμό του. Την ίδια όμως στιγμή που το ευρωπαϊκό όραμα δεν δείχνει να συγκινεί τους πολίτες της Ε.Ε. όπως καταδεικνύει ένα πλήθος στοιχείων (μειούμενη συμμετοχή στις ευρωεκλογές, τάσεις Ευρωβαρόμετρου, πρόσφατα δημοψηφίσματα, κλπ).

Ο ιστορικός Fernand Braudel έγραφε για τους λαούς της Μεσογείου πως, ο πολιτισμός τους φέρνει κοντά, η οικονομία ενδυναμώνει τη σχέση τους και μόνο η πολιτική δυσχεραίνει τη προσέγγισή τους. Το απόφθεγμα του Braudel φαίνεται να διατηρεί την ισχύ του στη σημερινή Ε.Ε. παρά τα θαρραλέα βήματα των τελευταίων δεκαετιών. Η σημερινή δυσμενής οικονομική συγκυρία ενισχύει τις άφρονες φωνές εθνικής αναδίπλωσης, οικονομικού προστατευτισμού και πολιτικού τυχοδιωκτισμού και απειλούν να καταδικάσουν τον ευρωπαϊκό χώρο στη στασιμότητα για τα επόμενα χρόνια.

Η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη δεν τροποποιεί αποφασιστικά τη δομή της Ε.Ε. που συνεχίζει να πορεύεται στη βάση της δια-κρατικής συνεργασίας. Το ισχυρό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τα βέτο, οι «αυτο-εξαιρέσεις», δεν επιτρέπουν στην Ε.Ε. να υπερβεί τον κοντινό ορίζοντα των εθνικών εγωισμών, των οικονομικών συμφερόντων και των πολιτικών σκοπιμοτήτων. Ακόμη, η «από τα απάνω» (top-down) τεχνοκρατική προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν ευνοεί την κινητοποίηση των πολιτών και ενισχύει όσους, μάλλον υπερβολικά, μιλούν για συγκεντρωτισμό και δημοκρατικό έλλειμμα.

Αντίθετα, απαιτείται η ανάδυση της πολιτικής Ευρώπης. Δηλαδή, η ανάδειξη των ανταγωνιστικών μοντέλων που αφορούν το μέλλον της Ε.Ε. που θα επιτρέψουν στους ευρωπαίους πολίτες να συμμετάσχουν και να καθορίσουν το μέλλον τους.

Απέναντι στο γερασμένο ευρωπαϊκό «κοινωνικό μοντέλο» που προστατεύει όσους βρίσκονται εντός συστήματος (insiders) εγκαταλείποντας όσους έχουν την ατυχία να μην συμπεριλαμβάνονται σε αυτό (με πρώτα θύματα τους νέους, τους άνεργους και τους μετανάστες) πρέπει να αναδείξουμε τη φιλελεύθερη Ευρώπη. Την Ευρώπη των ανοιχτών συνόρων, της απασχόλησης, της δημιουργικότητας, των δικαιωμάτων, της ανεκτικότητας και του πλουραλισμού.

Προς τούτο απαιτούνται ρηξικέλευθες πολιτικές. Στη θεσμική οργάνωση, με τη προώθηση μιας συνταγματικής Ευρώπης, με ισχυρό Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, υπερεθνικούς θεσμούς, νέο και λειτουργικό κοινοτικό προϋπολογισμό (σήμερα μόλις στο 1% του κοινοτικού ΑΕΠ). Στην οικονομία, με την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς (πχ, στις μεταφορές), η κατάργηση αντιπαραγωγικών πολιτικών όπως η Κοινή Αγροτική Πολιτική (το 50% του κοινοτικού προϋπολογισμού), η πλήρης απελευθέρωση της μετακίνησης των ευρωπαίων εργαζομένων και μια κοινή και ανοιχτή σε όλους μεταναστευτική πολιτική.

Η χώρας μας, εγκλωβισμένη στο πολιτικό της μικρόκοσμο αδυνατεί ολοφάνερα να συμμετάσχει στην αποφασιστικής σημασίας συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης. Είκοσι οκτώ χρόνια μετά την ένταξη μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, οι πολιτικές ελίτ συνεχίζουν να προσεγγίζουν τη θέση μας στην Ε.Ε. μέσα από τον παραμορφωτικό φακό του εθνικού συμφέροντος. Εκεί όπου οι «εθνικές ιδιαιτερότητες» λειτουργούν ως πρόσχημα για την αναπαραγωγή του εγχώριου οικονομικο-κοινωνικού συστήματος του «παρεοκρατικού» καπιταλισμού και των μικροσυμφερόντων. Αρκεί να δει κάποιος την (αν)αποτελεσματικότητα μας στην προώθηση της «στρατηγικής της Λισαβόνας», όπου η Ελλάδα καταλαμβάνει τις τελευταίες θέσεις σε όλους τους τομείς που αφορούν, μεταξύ άλλων, στην καινοτομία, την απελευθέρωση των μεταφορών, τη διευκόλυνση των νέων επιχειρήσεων, στην άρση των κανονιστικών περιορισμών στην επιχειρηματικότητα, τον εκσυγχρονισμό της κοινωνικής προστασίας.

Σχεδόν εξήντα χρόνια από τη παρουσίαση του σχεδίου κοινής ευρωπαϊκής διαχείρισης της παραγωγής χάλυβα από τον γάλλο υπουργό Εξωτερικών Robert Schuman, που αποτέλεσε τον πρόδρομο των συνθηκών στις οποίες οικοδομήθηκε ο σημερινός πολιτικός ευρωπαϊκός χώρος, καλούμαστε να συν-διαμορφώσουμε τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, αντί να συνεχίσουμε να πορευόμαστε με πυξίδα με τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή των κοντόθωρων διακρατικών συμφερόντων.

Η Ευρώπη των 27 κρατών-μελών μπορεί και πρέπει να αποτελέσει μια νησίδα σιγουριάς και ευημερίας μέσα στον ωκεανό των προκλήσεων και των ευκαιριών που αντιπροσωπεύει ο αναδυόμενος κόσμος της παγκοσμιοποίησης. Η Ευρώπη οφείλει να ξαναγίνει μια διανοητική περιπέτεια και η Ελλάδα μια «δυνατότητα», αντί της ανακυκλούμενης μιζέριας, της απάθειας και των χαμηλών προσδοκιών των τελευταίων δεκαετιών.

Πέμπτη, Μαΐου 21, 2009

κατανοώντας τη Μέση Ανατολή

Στο νέο τεύχος της πολιτικο-οικονομικής επιθεώρησης Presscode δημοσιέυεται μια βιβλιοπαρουσίαση μου που αφορά τον πολιτικό και διπλωματικό χώρο της Μέσης Ανατολής.

http://presscode.gr/index.php?option=com_content&task=blogsection&id=66&Itemid=144



Δευτέρα, Μαΐου 04, 2009

elementary, my dear Watson

«Πρακτικός άνθρωπος είναι αυτός που επαναλαμβάνει τα λάθη των προκατόχων του.»

Disraeli

Κι ενώ η παγκόσμια κοινότητα των πολιτικών φιλοσόφων ανατέμνει τις συνέπειες του τέλους των «μεγάλων αφηγήσεων» στο πολιτικό γίγνεσθαι, φαίνεται πως η πολιτική συζήτηση στη χώρα μας βρίσκεται, ως είθισται, ένα βήμα μπροστά. Έτσι, στο λεξικό των πολιτικής ορολογίας, δίπλα σε περισσότερο ή λιγότερο ατυχείς όρους, εγγράφεται πλέον και η «κοινή λογική» που σκοπό έχει να δώσει διέξοδο στα σωρευμένα αδιέξοδα του τελματωμένου πολιτικού μας συστήματος. Είναι γεγονός πως, μέχρι σήμερα δεν έχουν συγκεκριμενοποιηθεί τα όρια και το περιεχόμενο της κοινής λογικής ως πρόταση πολιτικής, τούτο όμως ουδόλως την απαλλάσσει από το να γίνει με τη σειρά της αντικείμενο κριτικής με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα.

Στο πεδίο της επιστημολογίας γνωρίζουμε για τουλάχιστον δύο αιώνες πως ο Ορθός Λόγος έχει όρια. Ο αγγλοσαξονικός Διαφωτισμός (όπου εντοπίζονται τα φιλοσοφικά θεμέλια του κλασσικού φιλελευθερισμού), με εξέχουσα μορφή τον εμπειριστή φιλόσοφο David Hume («η λογική είναι, και οφείλει να είναι, σκλάβος των παθών»), επεσήμανε τις αδυναμίες της επαγωγικής λογικής, σε αντίθεση με τον γαλλικό Διαφωτισμό που- με τις φωτεινές εξαιρέσεις των Βολτέρου και Μοντεσκιέ- προέβαλε έναν άτεγκτο ορθολογισμό που έλκει τη καταγωγή του από τον Καρτέσιο και την αυτονομία της σκέψης.

Από τον Karl Popper γνωρίζουμε πως η επαγωγική γνώση είναι εξαιρετικά επισφαλής, ενώ ο σπουδαίος Γάλλος κοινωνικός φιλόσοφος Raymond Aron πραγματεύεται με επιτυχία την υποκειμενικότητα της γνώσης, ειδικά στη μελέτη της Ιστορίας. O Friedrich Hayek, με τη σειρά του, θεμελιώνει τη φιλοσοφική του σκέψη στην ατελή, κατακερματισμένη και διάσπαρτη ανθρώπινη γνώση, όπου ο φιλελευθερισμός προβάλει ως μία «διαδικασία ανακάλυψης» (discovery procedure) και εναντιώνεται σε αυτό που αποκαλεί «ορθολογικό κονστρουκτιβισμό», την αντίληψη δηλαδή πως το σύνολο της κοινωνικής ζωής μπορεί να αναχθεί σε κοινωνικούς νόμους εύκολα κατανοήσιμους. Ακόμη, ο Νίτσε ανέδειξε με μοναδικό τρόπο τα ανορθολογικά στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ο Φρόιντ τη λειτουργία του ασυνείδητου.

Στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής τα πράγματα γίνονται δυσκολότερα καθώς διαφορετικά κανονιστικά (normative) πλαίσια εμποδίζουν την ανάπτυξη ενός καθαρού Λόγου. Ο Isaiah Berlin σχηματοποίησε τον «αγωνιστικό φιλελευθερισμό» του (agonistic liberalism, κατά τον John Gray) γύρω από τον πλουραλισμό των αξιών (value pluralism), τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε διαφορετικές αξίες που συχνά είναι αδύνατο να ιεραρχηθούν και συχνότερα υιοθετούνται ταυτόχρονα από τα ίδια άτομα. Περιττεύει νομίζω να υπενθυμίσουμε πως ιστορικά η αφαίρεση του καθαρού Λόγου βρήκε πρόθυμη εφαρμογή στα πλέον αντιφιλελεύθερα πολιτικά δόγματα.

Ποια λοιπόν μπορεί να είναι η απάντηση της κοινής λογικής σε πρωτίστως πολιτικά ζητήματα όπως ο φόρος κληρονομιάς, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, η θέσπιση ευρωπαϊκού συντάγματος, η μεταναστευτική πολιτική; Πώς απαντά η κοινή λογική σε ζητήματα όπου συναντάται το ατομικό με το κοινωνικό και σύνθετα ζητήματα ελευθερίας, αποτελεσματικότητας και δικαιοσύνης ερμηνεύονται στο πλαίσιο ιδεολογικών και ηθικών παραδοχών; Και πάλι καταφεύγουμε στη σκέψη του Χιουμ: «οι κανόνες της ηθικής δεν προκύπτουν ως συμπεράσματα λογικής».

Δεν χρειάζεται να προχωρήσουμε περαιτέρω καθώς φοβούμαι πως, η επίκληση της κοινής λογικής ως πολιτικό πρόταγμα δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα επίπονων νοηματικών διεργασιών των εμπνευστών της. Δεν πιστεύουμε πως σκοπός τους είναι να μεταφέρουν τη πολιτική συζήτηση στο πεδίο της επιστημολογίας, να αναζητήσουν τις «πρώτες αρχές» ή να προτείνουν νέα προσεγγίσεις της αριστοτελική λογικής στα ελληνικά πολιτικά πράγματα.

Περισσότερο μοιάζει να λειτουργεί ως ένα «ιδιοτελές σφάλμα» (για να χρησιμοποιήσουμε τη γνωστή ρήση του Ελβέτιου) καθώς επιχειρεί να συγκαλύψει την ολοφάνερη απροθυμία τους να επεξεργαστούν μία ολοκληρωμένη πολιτική πρόταση. Κάτι βέβαια που απαιτεί σχηματοποιημένες ιδέες και αντιλήψεις, σαφείς κοινωνικές αναφορές και, πρώτιστα, διανοητική εντιμότητα. Δηλαδή ιδεολογία.

Φυσικά, η απουσία συγκεκριμένου ιδεολογικού πλαισίου δεν συνεπάγεται την απουσία ιδεολογικού στίγματος. Τουναντίον, στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι θέσεις που φιλοξενούνται κάτω από τη σκεπή εννοιών όπως η κοινή λογική, το κοινό συμφέρον, κ.λπ, συνηγορούν με συντηρητικές αντιλήψεις καθώς αδυνατούν να επηρεάσουν την πολιτική ατζέντα, γίνονται έρμαιο των ευμετάβλητων διαθέσεων της φύσει συντηρητικής κοινής γνώμης (ακόμη μία προβληματική έννοια). Παράλληλα, εμμέσως συμβάλουν αρνητικά στην επικρατούσα σύγχυση καθώς αδυνατούν να προσφέρουν ένα ερμηνευτικό σχήμα για τη κατανόηση της σύνθετης κοινωνικής πραγματικότητας και προωθούν μια απλοϊκή και κυνική σύλληψη της πολιτικής διαδικασίας καθώς, απογυμνώνοντας την από κάθε αξιακό και ιδεολογικό πλαίσιο, την μετατρέπουν σε άσκηση ακραίου πραγματισμού και εξουσιαστικών παιγνίων.

Είναι λοιπόν η κοινή λογική μια ακόμη φούσκα στο ταλαίπωρο χρηματιστήριο των πολιτικών ιδεών στη χώρα μας; Όπως ο διάσημος ντετέκτιβ στις κινηματογραφικές ταινίες του Σέρλοκ Χολμς θα έλεγε στον βοηθό του, «στοιχειώδες, αγαπητέ μου Γουότσον».

Τρίτη, Απριλίου 14, 2009

η οικονομική κρίση και το τέλος της διαχείρισης


Δεν πρόλαβε να στεγνώσει το μελάνι στις γραφίδες όσων επιχαίρουν για τη κατάρρευση του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού μοντέλου και διαπιστώνεται πως το ευρωπαϊκό οικονομικό μοντέλο βρίσκεται μπροστά σε μία παρόμοια κρίση. Έτσι, το γνωστό «κέντρο οικονομικής πολιτικής και έρευνας» πρόσφατα ανακοίνωσε πως, η οικονομία της ευρωζώνης συμπλήρωσε ένα χρόνο οικονομικής ύφεσης έπειτα από δεκαπέντε χρόνια συνεχούς επέκτασης, ενώ το «διεθνές νομισματικό ταμείο» (ΔΝΤ) προβλέπει πως η συρρίκνωση της οικονομίας της ευρωζώνης το 2009 θα είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των ΗΠΑ. Σύμφωνα μάλιστα με τον Φίλιπ Ουάιτ, ερευνητή του βρετανικού «κέντρου ευρωπαϊκής μεταρρύθμισης», είναι πιθανό η ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών να καθυστερήσει πολύ περισσότερο από την αμερικανική ανάκαμψη, καθώς οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν έχουν κατορθώσει μέχρι τώρα να εφαρμόσουν τις κατάλληλες πολιτικές στο πεδίο της ζήτησης αλλά και της προσφοράς.

Αν ωστόσο στα ευρωπαϊκά κράτη διεξάγονται πραγματικά ενδιαφέρουσες συζητήσεις για το κατάλληλο μείγμα «μικρο» και «μακρο» οικονομικών πολιτικών που θα συντομεύσουν τον οικονομικό κύκλο, στην Ελλάδα η συζήτηση οφείλει να διεξαχθεί με διαφορετικούς όρους. Η χώρα μας, αν και μοιράζεται τις δυσμενείς συνέπειες της εξελισσόμενης οικονομικής ύφεσης, στην αντιμετώπισή τους υποχρεούται να διαφοροποιηθεί.

Τούτο διότι, ο εκτροχιασμός των μακροοικονομικών μεγεθών, ειδικά τα τελευταία χρόνια, καθιστά αδύνατη την εφαρμογή μιας αντι-κυκλικής πολιτικής που να επιτρέπει τη διατήρηση ελλειμματικών προϋπολογισμών στις φάσεις καθόδου του οικονομικού κύκλου.

Το απειλητικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των ΗΠΑ), το υπέρογκο δημόσιο χρέος, το εξαιρετικά περιορισμένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων (ΠΔΕ) και το ανενεργό -στο τρίτο έτος της εφαρμογής του- Δ' ΚΠΣ, δεν επιτρέπουν τη χρήση παραδοσιακών εργαλείων τόνωσης της εγχώριας ζήτησης. Τέλος, η αύξηση των «σπρεντ» των ομολόγων του δημοσίου δεν είναι τίποτε άλλο παρά αντανάκλαση της πλήρους αναξιοπιστίας στην οποία έχει περιέλθει η διαχείριση των δημόσιων οικονομικών της χώρας μας.

Με άλλα λόγια, μπορεί το φάντασμα του Κέινς να πλανιέται στην ευρωπαϊκή ήπειρο, δεν μπορεί όμως να παραμείνει στο τόπο μας καθώς, τα διδάγματά του τα εξαντλήσαμε με όλους τους δυνατούς (στρεβλούς και μη) τρόπους τις προηγούμενες δεκαετίες.

Έτσι λοιπόν, η κυβέρνηση είναι αναγκασμένη να κινηθεί στη κατεύθυνση της προώθησης διαρθρωτικών παρεμβάσεων μέσω μικροοικονομικών πολιτικών στο επίπεδο των αγορών με σκοπό τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και την εκκίνηση μιας νέας φάσης οικονομικής ανάπτυξης.

Εκεί όμως όπου οι επιδόσεις της είναι πραγματικά ντροπιαστικές. Αρκεί να δει κάποιος την (αν)αποτελεσματικότητα μας στην προώθηση της «στρατηγικής της Λισαβόνας», όπου η Ελλάδα καταλαμβάνει τις τελευταίες θέσεις σε όλους τους τομείς που αφορούν, μεταξύ άλλων, στην καινοτομία, την απελευθέρωση των μεταφορών, τη διευκόλυνση των νέων επιχειρήσεων, στην άρση των κανονιστικών περιορισμών στην επιχειρηματικότητα (regulatory burden), τον εκσυγχρονισμό της κοινωνικής προστασίας.

Παρότι λοιπόν χιλιοειπωμένο, η παρούσα οικονομική κρίση είναι ταυτόχρονα μια ευκαιρία συνειδητοποίησης του γεγονότος πως στο νέο οικονομικό περιβάλλον που δημιουργεί η οικονομική ύφεση, η πολιτική διαχείριση της οικονομίας, κύρια μέσω της γνωστής αναποτελεσματικής δημοσιονομικής πολιτικής (ασκήσεις «δημιουργικής λογιστικής», μεταφορά των βαρών στις επόμενες γενιές, κ.λπ) και με στόχο την αναπαραγωγή του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου, καθίσταται πλέον ολοφάνερα αδιέξοδη.

Σε αυτό το πλαίσιο απαιτείται η υιοθέτηση ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου που να αντιμετωπίζει τις χρόνιες δομικές παθογένειες της οικονομίας και θα αρθρώνεται γύρω από θαρραλέες πολιτικές, όπως, μεταξύ άλλων:

  • το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων και των καρτελοποιημένων αγορών,
  • τη μείωση των ποικίλων φορολογικών και διοικητικών βαρών σε επιχειρήσεις και ιδιώτες,
  • τον εκσυγχρονισμό του αναποτελεσματικού συστήματος κοινωνικής προστασίας και
  • την προώθηση νέων ευέλικτων μορφών απασχόλησης (flexicurity).

Η ιστορική εμπειρία υποδεικνύει πως η έξοδος από την οικονομική ύφεση είναι συνήθως πολύχρονη και η τωρινή δεν φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση. Οι καιροί καλούν το πολιτικό προσωπικό να υπερβεί τον κοντόθωρο ορίζοντα του πολιτικού κόστους και να αναλάβει τις ευθύνες του. Αυτό όμως είναι μια άλλη (και μάλλον στενόχωρη) συζήτηση.

* Δημοσιεύτηκε στη Προδευτική Πολιτική, το e-rooster και το capital.gr .