οι κίνδυνοι της απο-παγκοσμιοποίησης
Αν και οι μεσο-μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν επακριβώς στη παρούσα χρονική στιγμή, μπορούμε ωστόσο με σχετική βεβαιότητα να υποστηρίξουμε πως τα κατώτατα όρια της έχουν παρέλθει καθώς ήδη έχουν φανεί τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης στις αναπτυγμένες οικονομίες. Έτσι, σύμφωνα με τη μηνιαία έκθεση του Κέντρου για την Έρευνα της Οικονομικής Πολιτικής (CEPR) και της Banca d’ Italia, ο δείκτης €-coin (που μετρά το ΑΕΠ στην Ευρωζώνη) σημείωσε άνοδο για τέταρτο συνεχόμενο μήνα δείχνοντας πως, παρά το αρνητικό του πρόσημο, η ευρωπαϊκή οικονομία δεν θα αργήσει να εισέλθει σε μια νέα φάση οικονομικής επέκτασης.
Ωστόσο, αν και οι οικονομικοί κύκλοι ποτέ δεν έπαψαν να συντροφεύουν την ιστορία του καπιταλισμού, η παρούσα κρίση παρουσιάζει ορισμένα ειδικά χαρακτηριστικά τα οποία πρέπει να μας προβληματίσουν αναφορικά με το μέλλον του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος και ειδικότερα τη πορεία της παγκοσμιοποίησης των διεθνών αγορών. Συγκεκριμένα, οι προσλαμβάνουσες για τα αίτια της οικονομικής κρίσης και οι χειρισμοί για την αντιμετώπισή της, απειλούν να οδηγήσουν το οικονομικό σύστημα σε συστημική κρίση, σε μία περίοδο απο-παγκοσμιοποίησης (deglobalization) με αρνητικές συνέπειες για τη παγκόσμια οικονομία και κυρίως για τις οικονομίες των αναπτυσσόμενων κρατών.
Η σημερινή κρίση είναι καθολική, αφορά δηλαδή το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας και δεν περιορίζεται στις ΗΠΑ ή στις αναπτυγμένες χρηματιστηριακές οικονομίες, συνέπεια της αλληλεξάρτησης των διεθνών αγορών που καθιστούν την εξέλιξη της κρίσης ταυτόχρονη. Ακόμη, συνιστά μια «κρίση υποδείγματος», απο-νομιμοποιεί τις ακολουθούμενες οικονομικές πολιτικές, εκείνες δηλαδή τις προτάσεις οικονομικής διακυβέρνησης που είναι γνωστές ως συναίνεση της Ουάσινγκτον (Washington consensus) και πάνω στις οποίες στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης τις τελευταίες δεκαετίες, μέσω της απελευθέρωσης των διεθνών αγορών και της μακροοικονομικής σταθερότητας υπό την καθοδήγηση του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Ο νομπελίστας οικονομολόγος Joseph Stiglitz, με άρθρο του στο περιοδικό Vanity Fair, επισημαίνει τους υπαρκτούς κινδύνους της ταύτισης των ανοιχτών αγορών με το οικονομικό μοντέλο των ΗΠΑ και συνακόλουθα την απόρριψη και των δύο, υπενθυμίζοντας παράλληλα πως ιστορικά δεν υπήρξε πετυχημένη οικονομία που να μην στηρίχτηκε αποφασιστικά στις αγορές. Και δικαιολογημένα καθώς η επέκταση του καπιταλιστικού συστήματος οδήγησε σε θεαματική μείωση της απόλυτης φτώχειας ($1,08 σε όρους τρέχουσας αγοραστικής δύναμης σύμφωνα με τη Παγκόσμια Τράπεζα), από το 85% το 1820 στο 20% το 2000.
Οι πρώτες ανησυχητικές ενδείξεις έχουν ήδη κάνει την εμφάνισή τους. Σύμφωνα με τη Παγκόσμια Τράπεζα, ο όγκος του διεθνούς εμπορίου σε αγαθά και υπηρεσίες, ένας από τους σημαντικούς δείκτες διεθνοποίησης της παγκόσμιας οικονομίας, θα υποχωρήσει κατά 6,1% το 2009, για πρώτη φορά έπειτα από 27 χρόνια. Έτσι, σύμφωνα με τον ιστότοπο Global Trade Alert που παρακολουθεί τις κρατικές παρεμβάσεις στο διεθνές εμπόριο, μόλις πρόσφατα η Σαουδική Αραβία απέκλεισε από τις αγορές της μεγάλες ποσότητες αγροτικών προϊόντων της Υεμένης, ενώ η Ινδονησία αύξησε τους δασμούς σε ευρεία γκάμα προϊόντων που ανταγωνίζονται την εγχώρια παραγωγή και επέβαλε πρόσθετες προδιαγραφές εισόδου σε ακόμη πεντακόσια προϊόντα. Από την πλευρά της, η Ινδία απαγόρευσε την εισαγωγή κινεζικών παιχνιδιών.
Παρά τις περί του αντιθέτου πρόσφατες διακηρύξεις των G20, οι εθνικές προτεραιότητες έχουν κάνει ήδη την εμφάνιση τους και μεταξύ των αναπτυγμένων κρατών. Αρκεί να αναφέρουμε ενδεικτικά το Buy America της διακυβέρνησης Ομπάμα και τη βούληση του Νικολά Σαρκοζί να ενισχύσει τη γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία, ακόμη και τη προτροπή του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Προβόπουλου προς τις ελληνικές τράπεζες να κατευθύνουν τα κεφάλαια τους στην ελληνική αγορά και όχι στις αγορές της ανατολικής Ευρώπης (σύμφωνα με τους Financial Times, η Ελλάδα συμβολίζει τον χρηματιστηριακό προστατευτισμό).
Η ενίσχυση του οικονομικού (εμπορικού και χρηματοπιστωτικού) εθνικισμού απειλεί να οδηγήσει τη παγκόσμια οικονομία σε βαθιά ύφεση. Τα αναπτυσσόμενα κράτη που δεν διαθέτουν υψηλά συναλλαγματικά αποθέματα (όπως πχ. η Κίνα και η Βραζιλία) και εξαρτώνται μονοσήμαντα από το εξαγωγικό εμπόριο (πχ. Μποτσουάνα, Μαυρίκιος), θα πληγούν περισσότερο. Για το 2009 οι ΑΞΕ προβλέπεται να μειωθούν κατά 30% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η ανάπτυξη στις αναπτυσσόμενες χώρες το 2009 πρόκειται να μειωθεί στο 1,2%, από 5,9% το 2008. Ειδικά για τις χώρες της Αφρικής, η οικονομική κρίση επιδρά σε βαθμό μεγαλύτερο των αρχικών προβλέψεων και είναι πιθανό να μετατραπεί σε αναπτυξιακή κρίση καθώς η εξωτερική βοήθεια δεν επαρκεί και, σύμφωνα με την Αφρικανική Αναπτυξιακή Τράπεζα (AFDB), θα απαιτηθούν πενήντα δις δολάρια για να επανέλθει η ανάπτυξη στα προ της κρίσης επίπεδα, ενώ και η ανάκαμψη θα είναι αργή λόγω της περιορισμένης εγχώριας ζήτησης των περιορισμένων δημόσιων δαπανών (για περισσότερα στοιχεία δες την έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας Global Development Finance 2009).
Οι αρνητικές αυτές εξελίξεις απειλούν να αναστρέψουν τη συντελεσθείσα πρόοδο των περασμένων ετών. Έτσι, υπολογίζεται πως εξήντα εκατομμύρια ασιάτες δεν θα κατορθώσουν να εξέλθουν της φτώχειας παρά τις προβλέψεις πριν την εκδήλωση της κρίσης, ενώ στα ήδη εξακόσια εκατομμύρια ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας είναι πιθανό να προστεθούν ακόμη εκατό εκατομμύρια το 2010.
Είναι λοιπόν φανερό πως, η διατήρηση ενός ανοιχτού διεθνούς οικονομικού συστήματος πρέπει να αποτελέσει την άμεση πολιτική προτεραιότητα. Σε αυτή τη κατεύθυνση είναι αναγκαίο:
- να προωθηθούν μέτρα ενίσχυσης της εγχώριας ζήτησης σε διεθνές επίπεδο, τόσο μέσω της αύξησης της απασχόλησης όσο και μέσω της στήριξης των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) στις αναπτυσσόμενες χώρες. Πρέπει να σημειωθεί πως οι άμεσες ξένες επενδύσεις αποτελούν το 5% του ΑΕΠ των αναπτυσσόμενων κρατών και ο συνδυασμός υψηλού χρέους και έλλειψης εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών αποτελεί μείζον πρόβλημα, ενώ η απασχόληση και η ζήτηση στις αναπτυσσόμενες χώρες δεν είναι ανεξάρτητη από τις μεταναστευτικές πολιτικές που ακολουθούν τα αναπτυγμένα κράτη (η Παγκόσμια Τράπεζα υπολογίζει για το 2009 τη μείωση του επαναπατριζόμενου εισοδήματος σε δέκα πέντε δις δολάρια).
- να ξαναρχίσουν και να ολοκληρωθούν με επιτυχία οι διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ντόχα στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, που έχουν διακοπεί από τον περασμένο Ιούλιο λόγω ασυμφωνίας στο ζήτημα των αγροτικών προϊόντων. Γνωρίζουμε από τις διαθέσιμες εμπειρικές μελέτες πως, όπου υφίστανται πολυμερείς συμφωνίες, ο προστατευτισμός ως επιλογή είναι περιορισμένος καθώς οι εθνικές κυβερνήσεις εκμεταλλεύονται τα «κενά πολιτικής» προκειμένου να προωθήσουν τα στενά οικονομικά τους συμφέροντα.
- να αναπτύξουν μεθόδους συντονισμού των εθνικών πολιτικών προκειμένου να αποφεύγεται η εφαρμογή αντικρουόμενων πολιτικών. Καθώς οι αγορές απαιτούν ένα σταθερό και φιλικό προς αυτές πολιτικό θεσμικό πλαίσιο, η διάχυση της ισχύος στον σημερινό περισσότερο ασταθή πολύ-πολικό κόσμο όπου η ηγεμονία των ΗΠΑ εμφανίζεται φθίνουσα, δεν βοηθά στην εύρυθμη λειτουργία τους. Αν και η ανάπτυξη νέων διεθνών θεσμών οικονομικής διακυβέρνησης δεν φαίνεται στον άμεσο ορίζοντα, τίποτε δεν εμποδίζει την άτυπη πλην όμως εξίσου αποτελεσματική συνεννόηση μεταξύ των κρατών, αυτό που ο Risto Penttila, διευθυντής της φινλανδικής δεξαμενής σκέψης Finnish Business and Policy Forum, αποκαλεί «ελαφρύ πολυμερισμό» (light multilateralism) και λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο διακρατικών συναντήσεων, όπως των G8, των G20 και πρόσφατα των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα). Τέτοιες άτυπες ομαδοποιήσεις πρέπει να συμπεριλάβουν και τα αναπτυσσόμενα κράτη.
Εν κατακλείδι ας ελπίσουμε πως, τα διδάγματα των λανθασμένων χειρισμών της κρίσης του 1929- όπου οι εμπορικοί πόλεμοι που ακολούθησαν, μειώνοντας τον όγκο του διεθνούς εμπορίου κατά δύο τρίτα, μετέτρεψαν τη χρηματοπιστωτική κρίση σε βαθειά ύφεση με καταστροφικές συνέπειες- να λειτουργήσουν αποτρεπτικά για τα κοντόθωρα οικονομικά συμφέροντα των εθνικών κυβερνήσεων.
* Δημοσιεύτηκε στο Presscode και στη Προοδευτική Πολιτική.