Δευτέρα, Μαΐου 19, 2008

φιλελευθερισμός εναντίον καπιταλισμού

«Σε γενικές γραμμές, οι επιχειρήσεις δεν υπερασπίζονται την ελεύθερη οικονομία.»

Milton Friedman, Which Way for Capitalism?


Η παραπλανητική ταύτιση του φιλελευθερισμού με τον καπιταλισμό αποτελεί εξαιρετικά σύνηθες φαινόμενο. Για τη παρανόηση αυτή, ευθύνες δεν φέρουν μόνο η αντι-καπιταλιστική Αριστερά και η αντι-φιλελεύθερη Δεξιά, αλλά και οι φιλελεύθεροι που έχουν αναπτύξει ενστικτωδώς (σχεδόν μηχανιστικά, για τον Frank Van Dun) φιλο-επιχειρηματικά καπιταλιστικά αντανακλαστικά.

Ωστόσο, η αγορά (και συνακόλουθα ο φιλελευθερισμός) δεν πρέπει να συγχέονται με τον καπιταλισμό.

Ο καπιταλισμός είναι το οικονομικό σύστημα οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας που χρησιμοποιεί την επιδίωξη του οικονομικού κέρδους ως τη κινητήρια δύναμη του. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός είναι η πολιτική ιδεολογία των ελεύθερων αγορών. Καθώς δεν υπάρχει ένα καπιταλιστικό σύστημα αλλά διαφορετικά μοντέλα καπιταλισμού που αντιστοιχούν σε διαφορετικές μορφές οργάνωσης των αγορών, αντίστοιχα υπάρχουν και διαφορετικοί φιλελευθερισμοί.


Έτσι, είναι γνωστή η παλαιότερη, και μάλλον απλουστευτική, διάκριση ανάμεσα σε ρηνανικό και αγγλοσαξωνικό μοντέλο καπιταλισμού (Michel Albert, Καπιταλισμός Εναντίον Καπιταλισμού, 1993). Ακόμη ακριβέστερη είναι η διάκριση ανάμεσα σε τέσσερα βασικά μοντέλα καπιταλισμού, τον προστατευτικό (mercantilist- ασιατικές χώρες), τον ολιγαρχικό (oligarchic- Ρωσία) τον εταιρικό (big firm- Ιαπωνία, Ευρώπη) και τον επιχειρηματικό καπιταλισμό (entrepreneurial- στοιχεία του διακρίνονται στις ΗΠΑ) και βέβαια ένα πλήθος ενδιάμεσων παραλλαγών (William Baumol-Robert Litan- Carl Schramm, Good Capitalism, Bad Capitalism, 2007). Φυσικά, υπάρχουν και φιλελευθερισμοί που δεν αντιστοιχούν σε κανένα υπαρκτό καπιταλιστικό μοντέλο, όπως ο αναρχο-καπιταλισμός (David Friedman, Hans-Hermann Hoppe).



Ο κλασσικός φιλελευθερισμός και οι εκπρόσωποι του, όπως οι Adam Smith, David Ricardo και John Stuart Mill, όχι μόνο κατανοούσαν τις εννοιολογικές διαφορές ανάμεσα στις αγορές και τον καπιταλισμό, αλλά ήταν και ιδιαίτερα επιφυλακτικοί απέναντι στoν ασφυκτικό εναγκαλισμό των αγορών από την επιχειρηματική τάξη. Οι λιγότερο απρόσεκτοι αναγνώστες του Πλούτου των Εθνών ασφαλώς γνωρίζουν τις παρακάτω γραμμές από το έργο του θεωρητικού της ελεύθερης αγοράς και του «αόρατου χεριού»: «Οι άνθρωποι του ιδίου επαγγελματικού κλάδου σπανίως συναντώνται, ακόμη και για ψυχαγωγία, και οι συζητήσεις τους καταλήγουν σε συνωμοσία κατά του καταναλωτών, ή σε κάποια επινόηση για να αυξηθούν οι τιμές». (Ο Πλούτος των Εθνών, βιβλίο Ι, κεφάλαιο 10).


Ο Adam Smith κατανοούσε ίσως καλύτερα από κάθε άλλον ότι, οι επιχειρηματίες δεν είναι εξ ορισμού υπέρμαχοι των ανοικτών αγορών, αλλά τουναντίον συχνά τα συμφέροντά τους υπαγορεύουν να επιδιώκουν τον έλεγχο και τον περιορισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού.


Μεταφέροντας τη σκέψη του σκωτσέζου συγγραφέα στη σημερινή εποχή, οι Raghuram Rajan και Luigi Zingales, αμφότεροι καθηγητές στη Graduate School of Business του πανεπιστημίου του Σικάγο, στο βιβλίο τους με τον εύγλωττο τίτλο Σώζοντας τον καπιταλισμό από τους καπιταλιστές- απελευθερώνοντας τη δύναμη των χρηματοοικονομικών αγορών για τη δημιουργία πλούτου και τη διάχυση των ευκαιριών (Saving Capitalism from Capitalists- Unleashing the power of financial markets to create wealth and spread opportunity, 2003) επισημαίνουν τα προσκόμματα που θέτουν τα οργανωμένα επιχειρηματικά συμφέροντα στο άνοιγμα των αγορών.


Η προνομιακή τους θέση σε αγορές περιορισμένης-ελεγχόμενης πρόσβασης τους επιτρέπει τη βέβαιη απόκτηση προσόδων με το μικρότερο δυνατό κόστος και, αναμενόμενα, εξαντλούν κάθε δυνατότητα παρέμβασης στη διαμόρφωση-διατήρηση ευνοϊκών κανόνων που ρυθμίζουν τη λειτουργία των αγορών, κατά τρόπο αντίστοιχο με αυτόν των συντεχνιών των «κλειστών» επαγγελμάτων.


Η απάντηση των συγγραφέων σε αυτό το πρόβλημα είναι η επέκταση και όχι ο περιορισμός των αγορών, οι ενεργείς πολιτικές κρατικής παρέμβασης (μέσω φορολογικής, δημοσιονομικής, επενδυτικής, κλπ, πολιτικής) με στόχο τη προώθηση του ανταγωνισμού, την ανάληψη επιχειρηματικού ρίσκου, τη διαρκή καινοτομία και τον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων.


Για τους Razan και Zingales το ζητούμενο είναι η αναζήτηση ενός ενδιάμεσου δρόμου για τις αγορές, ανάμεσα στην ανύπαρκτη και την υπερβολική κρατική παρέμβαση. Και γράφουν σχετικά: «ενώ η απουσία κανόνων καθιστά το παίγνιο άνισο, οι υπερβολικοί κανόνες λανθασμένης κατεύθυνσης καθιστούν και πάλι το παίγνιο άνισο- μια πραγματικά ελεύθερη και ανταγωνιστική αγορά καταλαμβάνει έναν ιδιαίτερο ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στην απουσία κανόνων και στη παρουσία ασφυκτικών κανόνων. Ακριβώς επειδή ο ενδιάμεσος χώρος είναι τόσο περιορισμένος, ο καπιταλισμός είναι πολύ ασταθής. Εύκολα εκφυλίζεται σε ένα σύστημα κατεχόντων, για τους κατέχοντες, από τους κατέχοντες».


το ορατό και το αόρατο χέρι της αγοράς

Η κριτική στις μεγάλες επιχειρήσεις δεν είναι άγνωστη στις θεωρητικές συζητήσεις του φιλελεύθερου χώρου, ακόμη και- αν όχι κυρίως- στα πλέον νεοφιλελεύθερα ρεύματα του (όπως, π.χ., το Libertarian Party των ΗΠΑ) και περιστρέφεται κύρια γύρω από τις απρόσωπες μορφές οργάνωσης των σύγχρονων επιχειρήσεων που οδηγούν συχνά το μάνατζμεντ τους σε ανεύθυνες επιλογές λόγω του ελλιπούς ελέγχου και της αδυναμίας απόδοσης ευθυνών (η πρόσφατη κρίση των subprime mortgages των αμερικανικών τραπεζών είναι από πολλές πλευρές διδακτική)- κάτι που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη αρχή του φιλελευθερισμού, αυτή της ατομικής υπευθυνότητας.


Ακριβώς αυτή η αναποτελεσματική λογοδοσία (accountability) και ζητήματα όπως η συγκέντρωση μεγάλων μεριδίων της αγοράς, ο γιγαντισμός των επιχειρήσεων μέσω εξαγορών (take-overs) και συγχωνεύσεων (mergers), ο συγκεντρωτικός έλεγχος των επιχειρήσεων, κύρια γνωρίσματα του σύγχρονου εταιρικού καπιταλισμού (corporate capitalism), συχνά έρχονται σε αντίθεση με τις βασικές αρχές του κλασσικού οικονομικού φιλελευθερισμού για τις αποκεντρωμένες και απρόσωπες αποφάσεις αναρίθμητων παραγωγών και καταναλωτών σε μία ελεύθερη αγορά.


Σήμερα, στη λήψη των οικονομικών αποφάσεων σε παγκόσμιο επίπεδο φαίνεται πως το ορατό χέρι των μεγάλων επιχειρήσεων (big firms) έχει αυξημένη διαπραγματευτική ισχύ με προφανείς στρεβλώσεις στις αγορές, όπως στις αγορές εργασίας.


Φαίνεται λοιπόν πως επιβεβαιώνονται οι προβληματισμοί νεοφιλελεύθερων, κύρια ευρωπαίων, διανοητών, όπως o Friedrich HayekThe Corporation in a Democratic Society», Studies in Philosophy, Politics, and Economics, 1969), o Walter Eucken και ο θεμελιωτής της σχολής τους γερμανικού νεοφιλελευθερισμού, της λεγόμενης «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» Wilhelm Ropke (Economics of a Free Society, 1963). (Για μια αναλυτική παρουσίαση των σχετικών αναζητήσεων δες, Piet-Hein Van Eeghen, «The Corporation At Issue- the class with classical liberal values and the negative consequences for capitalist practice», Journal of Libertarian Studies, vol. 19, no. 3, summer 2005).


ανοιχτές και αρρύθμιστες αγορές

Το πολιτικό συμπέρασμα των παραπάνω είναι πως, οι φιλελεύθεροι θιασώτες των ελεύθερων αγορών, στο βαθμό που επιθυμούν να προωθήσουν τις αρχές της ανοιχτής οικονομίας, θα πρέπει να είναι σε θέση να υπερασπιστούν τις ιδέες τους όχι μόνο απέναντι στους κρατιστές, αλλά και απέναντι στους καπιταλιστές που «βγάζουν κακό όνομα στον ίδιο τον καπιταλισμό» (Theodore J. Forstmann, The Paradox of the Statist Businessman). Τούτο προϋποθέτει τη διάκριση ανάμεσα σε ανοιχτές αγορές και σε αρρύθμιστες αγορές.


O Bruce Bartlett, σε άρθρο του στο Capitalism Magazine, κάνει λόγο για τις αρνητικές συνέπειες του «παρεοκρατικού καπιταλισμού» (crony capitalism) και καταλήγει υποστηρίζοντας πως, «οι πραγματικοί υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς πρέπει να μάχονται διαρκώς [τον παρεοκρατικό καπιταλισμό] όπως το σοσιαλισμό και τις λανθασμένες κρατικές παρεμβάσεις. Στη πραγματικότητα, πρέπει να τους αντιμάχονται περισσότερο επίπονα, διότι ο καπιταλισμός συχνά καταλήγει να χρεώνεται τις αναπόφευκτες συνέπειες τους- τις υψηλές τιμές, τους υψηλούς φόρους, την υψηλή ανεργία και τη καθυστερημένη ανάπτυξη».


Ανοιχτές αγορές λοιπόν εκεί που δεν υπάρχουν και κρατικές παρεμβάσεις υπέρ του ανταγωνισμού εκεί όπου απουσιάζουν οι ρυθμιστικοί κανόνες. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι αγορές θα μπορέσουν να αποδώσουν και να οδηγήσουν σε οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία με τους τρόπους που ιστορικά μόνο αυτές μπορούν να επιτύχουν. Κάθε άλλο παρά εύκολο είναι βέβαια αυτό το εγχείρημα, ειδικά στον τόπο μας όπου κυριαρχούν ο απαίδευτος λαϊκισμός, η αφόρητη κενολογία και οι μανιχαϊστικές προσεγγίσεις.

* Δημοσιεύτηκε στο e-rooster και στην ιστοσελίδα της Προοδευτικής Πολιτικής .

Παρασκευή, Μαΐου 16, 2008

αλήθειες για το φιλελευθερισμό




Στην εποχή μας, ο σοσιαλισμός δεν αποτελεί πλέον αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση για την προσέγγιση των πιεστικών ζητημάτων σ’ έναν κόσμο που επηρεάζεται καταλυτικά από την παγκοσμιοποίηση των αγορών και των κοινωνιών. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως ο φιλελευθερισμός δεν αμφισβητείται. Όπως συμβαίνει συνήθως, η Ελλάδα απουσιάζει και από αυτή την ιδεολογική διαμάχη, καθηλωμένη στη βολική ασφάλεια των πολιτικών της στερεοτύπων, επιλέγοντας να πορεύεται στο μέλλον με το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν.

Ο συγγραφέας επιχειρεί να εισαγάγει στην εγχώρια πολιτική συζήτηση τη φιλελεύθερη οπτική, με άξονα τη σύνδεση του φιλελευθερισμού με τη σοσιαλδημοκρατία, την κοινωνία των πολιτών και τις πολυπολιτισμικές κοινωνίες, υπογραμμίζοντας τις διαφορές του από τον σύγχρονο συντηρητισμό. Σκοπός του είναι να αποσαφηνίσει το πραγματικό περιεχόμενο του φιλελευθερισμού ως μιας ολοκληρωμένης πρότασης για την οικονομική ανάπτυξη, την πολιτική διακυβέρνηση και την κοινωνική συμβίωση στη νέα εποχή που ανατέλλει.


"Οι Αλήθειες για το Φιλελευθερισμό δεν είναι απλώς χρήσιμες. Είναι αναγκαίες σε ένα άνυδρο πλέον ιδεολογικό τοπίο."

Πάσχος Μανδραβέλης

κυκλοφορεί στα τέλη του μήνα

Παρασκευή, Μαΐου 02, 2008

ο πειρασμός του ολοκληρωτισμού και οι διανοούμενοι






Richard Wolin, Η Γοητεία του Ανορθολογισμού- το ειδύλλιο της διανόησης με τον Φασισμό. Από τον Νίτσε στον μεταμοντερνισμό, εκδόσεις Πόλις, 2007.

Jonah Goldberg, Liberal-Fascism- the secret history of the American Left from Mussolini to the politics of meaning, Doubleday, 2007.

«Η φιλοσοφία πρέπει να είναι η αναζήτηση και όχι η κατοχή της αλήθειας.»

Leo Strauss

Η έλξη των διανοουμένων από την ολοκληρωτική σκέψη είναι ένα φαινόμενο που έχει απασχολήσει επανειλημμένα τους μελετητές της ιστορίας των πολιτικών ιδεών, με κορυφαίο ανάμεσά τους τον σπουδαίο πολιτικό φιλόσοφο Isaiah Berlin. Στη σύγχρονη πολιτική ιστορία είναι μακρά η παράδοση των διανοουμένων που παρείχαν ιδεολογική νομιμοποίηση σε αυταρχικά καθεστώτα και στήριξαν με τις απόψεις τους ολοκληρωτικές και εγκληματικές πρακτικές. Από τον υπαρξιστή φιλόσοφο Martin Heidegger, εμπνευστή του περίφημου ναζιστικού χαιρετισμού και τον θεμελιωτή του σύγχρονου πολιτικού κυνισμού Carl Schmitt, έως τον προπαγανδιστή της στρατευμένης σκέψης (sic) Jean-Paul Sartre και τους σύγχρονους απολογητές του «αντι-ιμπεριαλιστή» Saddam Hussein και των μεταμοντέρνων υπερασπιστών των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων του ισλαμικού φονταμενταλισμού, πλήθος «ανθρώπων των γραμμάτων» απορρίπτουν τον Ορθό Λόγο, τη κριτική σκέψη και τη διανοητική μετριοπάθεια και πρόθυμα προσδένονται στο άρμα του αλαζονικού δογματισμού και των πνευματικών εμμονών που οδηγούν στον μισάνθρωπο και εγκληματικό φανατισμό.

Ο αμερικανός Richard Wolin, καθηγητής Ιστορίας των Ιδεών στο πανεπιστήμιο City της Νέας Υόρκης και τακτικός αρθρογράφος στα περιοδικά New Republic και Dissent, ανατέμνει το φαινόμενο του «πειρασμού του ολοκληρωτισμού» (totalitarian temptation) με εξαιρετική μεθοδικότητα. Από το θεμελιωτή της αναλυτικής ψυχολογίας Carl Jung που υποστήριζε πως, «το άριο ασυνείδητο είναι πιο πλούσιο σε δυνατότητες απ’ ότι από το εβραϊκό», μέχρι τον πρόδρομο του «μετα-στρουκτουραλισμού» Georges Bataille, που χαρακτήριζε την ιδεολογία του ως «αριστερό φασισμό», ο Wolin προσεγγίζει το φαινόμενο της απόρριψης του Ορθού Λόγου και των αρχών του Διαφωτισμού και συνακόλουθα τους θεσμούς που συνδέονται με αυτές (δημοκρατία, ελεύθερη αγορά) από ένα σημαντικό μέρος της, κύρια κεντροευρωπαϊκής- διανόησης.

Ο αμερικανός δημοσιογράφος Jonah Goldberg, τακτικός αρθρογράφος σε έντυπα όπως το οι Los Angeles Times, o New Yorker και η Wall Street Journal. ακολουθεί μια διαφορετική προσέγγιση από τη μεθοδολογικά άρτια πραγματεία του Wolin, γράφοντας μία πολεμική, δηλαδή ένα έργο με πολιτική στόχευση και, ως εκ τούτου, αναπόφευκτα στις σελίδες του θα συναντήσει κάποιος ουκ ολίγες υπερβολές. Ο Goldberg ασχολείται με τις θεωρητικές ρίζες των αντιλήψεων της σύγχρονης αμερικανικής Αριστεράς, η «δημοκρατική» και «προοδευτική» ρητορική της οποίας δεν κατορθώνει να καλύψει τις αντιφιλελεύθερες και αυταρχικές τάσεις των διαφόρων ρευμάτων και εκπροσώπων της, απόρροια της μηχανιστικής-εργαλειακής προσέγγισης της πολιτικής που ακολουθούν και τη προτεραιότητα που αποδίδουν στο κράτος, τη κοινότητα και τις διάφορες συλλογικότητες έναντι των ατόμων. Διόλου τυχαία, ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από μία ομιλία του γνωστού συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας H.G. Wells και το όραμά του τη δεκαετία του ’30, για μία προοδευτική, κολλεκτιβιστική ουτοπική κοινωνία που θα επιβληθεί από μια αυταρχική ελίτ- ένα «φωτισμένο ναζισμό», σύμφωνα με τα λεγόμενά του.

Παρά το γεγονός πως πρόκειται για ένα βιβλίο που γράφτηκε για τη πολιτική ζωή των ΗΠΑ, δεν είναι λίγες οι στιγμές που ο έλληνας αναγνώστης θα χαμογελάσει πικρά καθώς αναπόφευκτα θα προχωρήσει σε παραλληλισμούς με το πολιτικό-διανοητικό κλίμα της χώρας μας όπου υπό την ιδεολογική κυριαρχία μίας εν πολλοίς αντιφιλελεύθερης (αντι-ορθολογικής) Αριστεράς, όπου κάθε άποψη που διαφοροποιείται από τις δικές της αντιλήψεις χαρακτηρίζεται αυτόματα ως αντιδημοκρατική. Ο διάχυτος λαϊκισμός της πολιτικής επικοινωνίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο «ολοκληρωτισμός της γλώσσας».

Μία πιο προσεκτική παρατήρηση της στάσης αυτών των θιασωτών ολοκληρωτικών και αυταρχικών πολιτικών θεωριών οδηγεί στο συμπέρασμα πως μοιράζονται, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, όπως η, περισσότερο ή λιγότερο, ανοικτή εχθρότητα προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία, ο ιδεολογικός, ενίοτε στρατευμένος, δογματισμός καθώς και ο πνευματικός ναρκισσισμός.

Ο ιστορικός Mark Lilla, στο έργο του The Reckless Mind- Intellectuals in Politics (Το Απρόσεκτο Μυαλό: Οι Διανοούμενοι στη Πολιτική) υποστηρίζει πως, η ροπή μεγάλου τμήματος της διανόησης προς αυταρχικές και ολοκληρωτικές απόψεις συνδέεται με την αντίληψη ότι, στο πλαίσιο της σύγχρονης φιλελεύθερης και πλουραλιστικής δημοκρατίας ο λόγος τους εμφανίζεται αποδυναμωμένος και σε κάθε περίπτωση μη δεσμευτικός καθώς η δημόσια σφαίρα των πολιτικών και δεσμευτικών για το κοινωνικό σύνολο επιλογών είναι περιορισμένη συγκριτικά με την ιδιωτική σφαίρα των ελεύθερων ατομικών επιλογών.

Ο Βολτέρος, αυτός ο επιφανής εκπρόσωπος του φιλελεύθερου αιώνα των φώτων, συνήθιζε να λέει πως η αβεβαιότητα είναι δυσάρεστη υπόθεση αλλά η βεβαιότητα είναι ηλιθιότητα. Και δυστυχώς σε αυτή τη κατηγορία κατατάσσεται μεγάλο μέρος της εγχώριας, κυρίως ακαδημαϊκής διανόησης, η πνευματική οκνηρία της οποίας- ενθαρρυμένης από τον «ιδρυματισμό» του κρατικού πανεπιστημίου- βολεύεται στην ασφάλεια των «κατεστημένων αντιλήψεων» (conventional wisdom) επιλέγοντας τη σύμπλευση με το κυρίαρχο (διάβαζε: αντιφιλελεύθερο) διανοητικό ρεύμα. Δεν είναι έπειτα να απορεί κανείς για τις φανερές δομικές αδυναμίες της χώρας μας να ακολουθήσει το δρόμο του αναγκαίου πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού εκσυγχρονισμού. Και οι ευθύνες των ελλήνων διανοούμενων δεν είναι σε καμία περίπτωση αμελητέες.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάγνωση των παραπάνω δύο εξαιρετικών βιβλίων, αν μη τι άλλο, είναι μια καλή αφετηρία συζήτησης για όσους αναζητούν απαντήσεις (ή, σωστότερα, τις ορθές ερωτήσεις) πέρα από τη βολική- πλην όμως παραπλανητική- ασφάλεια των κυρίαρχων απόψεων.

* Δημοσιεύεται στο 9ο τεύχος του περιοδικού Presscode.