φιλελευθερισμός εναντίον καπιταλισμού
«Σε γενικές γραμμές, οι επιχειρήσεις δεν υπερασπίζονται την ελεύθερη οικονομία.»
Milton Friedman, Which Way for Capitalism?
Η παραπλανητική ταύτιση του φιλελευθερισμού με τον καπιταλισμό αποτελεί εξαιρετικά σύνηθες φαινόμενο. Για τη παρανόηση αυτή, ευθύνες δεν φέρουν μόνο η αντι-καπιταλιστική Αριστερά και η αντι-φιλελεύθερη Δεξιά, αλλά και οι φιλελεύθεροι που έχουν αναπτύξει ενστικτωδώς (σχεδόν μηχανιστικά, για τον Frank Van Dun) φιλο-επιχειρηματικά καπιταλιστικά αντανακλαστικά.
Ωστόσο, η αγορά (και συνακόλουθα ο φιλελευθερισμός) δεν πρέπει να συγχέονται με τον καπιταλισμό.
Ο καπιταλισμός είναι το οικονομικό σύστημα οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας που χρησιμοποιεί την επιδίωξη του οικονομικού κέρδους ως τη κινητήρια δύναμη του. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός είναι η πολιτική ιδεολογία των ελεύθερων αγορών. Καθώς δεν υπάρχει ένα καπιταλιστικό σύστημα αλλά διαφορετικά μοντέλα καπιταλισμού που αντιστοιχούν σε διαφορετικές μορφές οργάνωσης των αγορών, αντίστοιχα υπάρχουν και διαφορετικοί φιλελευθερισμοί.
Έτσι, είναι γνωστή η παλαιότερη, και μάλλον απλουστευτική, διάκριση ανάμεσα σε ρηνανικό και αγγλοσαξωνικό μοντέλο καπιταλισμού (Michel Albert, Καπιταλισμός Εναντίον Καπιταλισμού, 1993). Ακόμη ακριβέστερη είναι η διάκριση ανάμεσα σε τέσσερα βασικά μοντέλα καπιταλισμού, τον προστατευτικό (mercantilist- ασιατικές χώρες), τον ολιγαρχικό (oligarchic- Ρωσία) τον εταιρικό (big firm- Ιαπωνία, Ευρώπη) και τον επιχειρηματικό καπιταλισμό (entrepreneurial- στοιχεία του διακρίνονται στις ΗΠΑ) και βέβαια ένα πλήθος ενδιάμεσων παραλλαγών (William Baumol-Robert Litan- Carl Schramm, Good Capitalism, Bad Capitalism, 2007). Φυσικά, υπάρχουν και φιλελευθερισμοί που δεν αντιστοιχούν σε κανένα υπαρκτό καπιταλιστικό μοντέλο, όπως ο αναρχο-καπιταλισμός (David Friedman, Hans-Hermann Hoppe).
Ο κλασσικός φιλελευθερισμός και οι εκπρόσωποι του, όπως οι Adam Smith, David Ricardo και John Stuart Mill, όχι μόνο κατανοούσαν τις εννοιολογικές διαφορές ανάμεσα στις αγορές και τον καπιταλισμό, αλλά ήταν και ιδιαίτερα επιφυλακτικοί απέναντι στoν ασφυκτικό εναγκαλισμό των αγορών από την επιχειρηματική τάξη. Οι λιγότερο απρόσεκτοι αναγνώστες του Πλούτου των Εθνών ασφαλώς γνωρίζουν τις παρακάτω γραμμές από το έργο του θεωρητικού της ελεύθερης αγοράς και του «αόρατου χεριού»: «Οι άνθρωποι του ιδίου επαγγελματικού κλάδου σπανίως συναντώνται, ακόμη και για ψυχαγωγία, και οι συζητήσεις τους καταλήγουν σε συνωμοσία κατά του καταναλωτών, ή σε κάποια επινόηση για να αυξηθούν οι τιμές». (Ο Πλούτος των Εθνών, βιβλίο Ι, κεφάλαιο 10).
Ο Adam Smith κατανοούσε ίσως καλύτερα από κάθε άλλον ότι, οι επιχειρηματίες δεν είναι εξ ορισμού υπέρμαχοι των ανοικτών αγορών, αλλά τουναντίον συχνά τα συμφέροντά τους υπαγορεύουν να επιδιώκουν τον έλεγχο και τον περιορισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Μεταφέροντας τη σκέψη του σκωτσέζου συγγραφέα στη σημερινή εποχή, οι Raghuram Rajan και Luigi Zingales, αμφότεροι καθηγητές στη Graduate School of Business του πανεπιστημίου του Σικάγο, στο βιβλίο τους με τον εύγλωττο τίτλο Σώζοντας τον καπιταλισμό από τους καπιταλιστές- απελευθερώνοντας τη δύναμη των χρηματοοικονομικών αγορών για τη δημιουργία πλούτου και τη διάχυση των ευκαιριών (Saving Capitalism from Capitalists- Unleashing the power of financial markets to create wealth and spread opportunity, 2003) επισημαίνουν τα προσκόμματα που θέτουν τα οργανωμένα επιχειρηματικά συμφέροντα στο άνοιγμα των αγορών.
Η προνομιακή τους θέση σε αγορές περιορισμένης-ελεγχόμενης πρόσβασης τους επιτρέπει τη βέβαιη απόκτηση προσόδων με το μικρότερο δυνατό κόστος και, αναμενόμενα, εξαντλούν κάθε δυνατότητα παρέμβασης στη διαμόρφωση-διατήρηση ευνοϊκών κανόνων που ρυθμίζουν τη λειτουργία των αγορών, κατά τρόπο αντίστοιχο με αυτόν των συντεχνιών των «κλειστών» επαγγελμάτων.
Η απάντηση των συγγραφέων σε αυτό το πρόβλημα είναι η επέκταση και όχι ο περιορισμός των αγορών, οι ενεργείς πολιτικές κρατικής παρέμβασης (μέσω φορολογικής, δημοσιονομικής, επενδυτικής, κλπ, πολιτικής) με στόχο τη προώθηση του ανταγωνισμού, την ανάληψη επιχειρηματικού ρίσκου, τη διαρκή καινοτομία και τον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων.
Για τους Razan και Zingales το ζητούμενο είναι η αναζήτηση ενός ενδιάμεσου δρόμου για τις αγορές, ανάμεσα στην ανύπαρκτη και την υπερβολική κρατική παρέμβαση. Και γράφουν σχετικά: «ενώ η απουσία κανόνων καθιστά το παίγνιο άνισο, οι υπερβολικοί κανόνες λανθασμένης κατεύθυνσης καθιστούν και πάλι το παίγνιο άνισο- μια πραγματικά ελεύθερη και ανταγωνιστική αγορά καταλαμβάνει έναν ιδιαίτερο ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στην απουσία κανόνων και στη παρουσία ασφυκτικών κανόνων. Ακριβώς επειδή ο ενδιάμεσος χώρος είναι τόσο περιορισμένος, ο καπιταλισμός είναι πολύ ασταθής. Εύκολα εκφυλίζεται σε ένα σύστημα κατεχόντων, για τους κατέχοντες, από τους κατέχοντες».
το ορατό και το αόρατο χέρι της αγοράς
Η κριτική στις μεγάλες επιχειρήσεις δεν είναι άγνωστη στις θεωρητικές συζητήσεις του φιλελεύθερου χώρου, ακόμη και- αν όχι κυρίως- στα πλέον νεοφιλελεύθερα ρεύματα του (όπως, π.χ., το Libertarian Party των ΗΠΑ) και περιστρέφεται κύρια γύρω από τις απρόσωπες μορφές οργάνωσης των σύγχρονων επιχειρήσεων που οδηγούν συχνά το μάνατζμεντ τους σε ανεύθυνες επιλογές λόγω του ελλιπούς ελέγχου και της αδυναμίας απόδοσης ευθυνών (η πρόσφατη κρίση των subprime mortgages των αμερικανικών τραπεζών είναι από πολλές πλευρές διδακτική)- κάτι που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη αρχή του φιλελευθερισμού, αυτή της ατομικής υπευθυνότητας.
Ακριβώς αυτή η αναποτελεσματική λογοδοσία (accountability) και ζητήματα όπως η συγκέντρωση μεγάλων μεριδίων της αγοράς, ο γιγαντισμός των επιχειρήσεων μέσω εξαγορών (take-overs) και συγχωνεύσεων (mergers), ο συγκεντρωτικός έλεγχος των επιχειρήσεων, κύρια γνωρίσματα του σύγχρονου εταιρικού καπιταλισμού (corporate capitalism), συχνά έρχονται σε αντίθεση με τις βασικές αρχές του κλασσικού οικονομικού φιλελευθερισμού για τις αποκεντρωμένες και απρόσωπες αποφάσεις αναρίθμητων παραγωγών και καταναλωτών σε μία ελεύθερη αγορά.
Σήμερα, στη λήψη των οικονομικών αποφάσεων σε παγκόσμιο επίπεδο φαίνεται πως το ορατό χέρι των μεγάλων επιχειρήσεων (big firms) έχει αυξημένη διαπραγματευτική ισχύ με προφανείς στρεβλώσεις στις αγορές, όπως στις αγορές εργασίας.
Φαίνεται λοιπόν πως επιβεβαιώνονται οι προβληματισμοί νεοφιλελεύθερων, κύρια ευρωπαίων, διανοητών, όπως o Friedrich Hayek («The Corporation in a Democratic Society», Studies in Philosophy, Politics, and Economics, 1969), o Walter Eucken και ο θεμελιωτής της σχολής τους γερμανικού νεοφιλελευθερισμού, της λεγόμενης «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» Wilhelm Ropke (Economics of a Free Society, 1963). (Για μια αναλυτική παρουσίαση των σχετικών αναζητήσεων δες, Piet-Hein Van Eeghen, «The Corporation At Issue- the class with classical liberal values and the negative consequences for capitalist practice», Journal of Libertarian Studies, vol. 19, no. 3, summer 2005).
ανοιχτές και αρρύθμιστες αγορές
Το πολιτικό συμπέρασμα των παραπάνω είναι πως, οι φιλελεύθεροι θιασώτες των ελεύθερων αγορών, στο βαθμό που επιθυμούν να προωθήσουν τις αρχές της ανοιχτής οικονομίας, θα πρέπει να είναι σε θέση να υπερασπιστούν τις ιδέες τους όχι μόνο απέναντι στους κρατιστές, αλλά και απέναντι στους καπιταλιστές που «βγάζουν κακό όνομα στον ίδιο τον καπιταλισμό» (Theodore J. Forstmann, The Paradox of the Statist Businessman). Τούτο προϋποθέτει τη διάκριση ανάμεσα σε ανοιχτές αγορές και σε αρρύθμιστες αγορές.
O Bruce Bartlett, σε άρθρο του στο Capitalism Magazine, κάνει λόγο για τις αρνητικές συνέπειες του «παρεοκρατικού καπιταλισμού» (crony capitalism) και καταλήγει υποστηρίζοντας πως, «οι πραγματικοί υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς πρέπει να μάχονται διαρκώς [τον παρεοκρατικό καπιταλισμό] όπως το σοσιαλισμό και τις λανθασμένες κρατικές παρεμβάσεις. Στη πραγματικότητα, πρέπει να τους αντιμάχονται περισσότερο επίπονα, διότι ο καπιταλισμός συχνά καταλήγει να χρεώνεται τις αναπόφευκτες συνέπειες τους- τις υψηλές τιμές, τους υψηλούς φόρους, την υψηλή ανεργία και τη καθυστερημένη ανάπτυξη».
Ανοιχτές αγορές λοιπόν εκεί που δεν υπάρχουν και κρατικές παρεμβάσεις υπέρ του ανταγωνισμού εκεί όπου απουσιάζουν οι ρυθμιστικοί κανόνες. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι αγορές θα μπορέσουν να αποδώσουν και να οδηγήσουν σε οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία με τους τρόπους που ιστορικά μόνο αυτές μπορούν να επιτύχουν. Κάθε άλλο παρά εύκολο είναι βέβαια αυτό το εγχείρημα, ειδικά στον τόπο μας όπου κυριαρχούν ο απαίδευτος λαϊκισμός, η αφόρητη κενολογία και οι μανιχαϊστικές προσεγγίσεις.
* Δημοσιεύτηκε στο e-rooster και στην ιστοσελίδα της Προοδευτικής Πολιτικής .